1 Φεβ 2012

Η ιμπεριαλιστική ειρήνη και ο μεταπολεμικός κόσμος


Η ιμπεριαλιστική ειρήνη και ο μεταπολεμικός κόσμος
Με τη λήξη του Παγκοσμίου Πολέμου, οι χώρες της Αντάντ δυνάμωσαν την επέμβασή τους εναντίον της Σοβιετικής Δημοκρατίας. Η φωτογραφία είναι από την απόβαση των ιαπωνικών στρατευμάτων στο Βλαδιβοστόκ το 1918


Στις 18 Γενάρη του 1919 στο Παρίσι άρχιζε τις εργασίες της μια διεθνής διάσκεψη που έμεινε στην ιστορία ως «Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού». Ονομάστηκε Διάσκεψη Ειρήνης και το περιεχόμενό της ήταν η αποτύπωση των αποτελεσμάτων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που ήδη είχε λήξει και τυπικά από το Νοέμβρη του 1918 και η διαμόρφωση του μεταπολεμικού κόσμου. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ως ιμπεριαλιστικός ανάμεσα σε δύο συνασπισμούς καπιταλιστικών κρατών, της Αντάντ, (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, αρχικά και στη συνέχεια και των ΗΠΑ, ενώ στην Ασία πόλεμο έκανε και η Ιαπωνία ενάντια στις γερμανικές αποικίες), από τη μια πλευρά, και της τετραπλής συμμαχίας με επικεφαλής τη Γερμανία, (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία) από την άλλη. Βεβαίως, στην πορεία του πολέμου μπήκαν κι άλλα κράτη στο πλευρό κάθε συνασπισμού, ανάλογα με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και τις σχέσεις του με τα τότε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη. Για παράδειγμα η Ελλάδα με κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ενώ η Βουλγαρία, στο πλευρό της Γερμανίας. Ως ιμπεριαλιστικός ο πόλεμος έγινε για το εδαφικό ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις τότε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Μετά την οριστική ήττα της Γερμανίας, που είχε ξεκινήσει τον πόλεμο, οι νικήτριες δυνάμεις, και αυτό είναι νομοτέλεια, έπρεπε να επιβάλουν διεθνείς συμφωνίες με βάση τους σκοπούς και τα αποτελέσματα του πολέμου, οι οποίες βεβαίως και έπρεπε να αποτυπώνουν και τους σκοπούς και τα αποτελέσματα. Ολα τα αποτελέσματα; Ολα δεν μπορούσαν να τα αποτυπώσουν. Γιατί ένα, το πιο σημαντικό απ' αυτά ήταν η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και η εγκαθίδρυση της πρώτης στον κόσμο εργατικής εξουσίας, η συγκρότηση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, στα 1917. Ηδη η Σοβιετική Ρωσία τότε, είχε αποσυρθεί από τον πόλεμο μετά την επανάσταση, με το πρώτο διάταγμα που εξέδωσε η σοβιετική κυβέρνηση, αμέσως μετά την εκλογή της από το συνέδριο των Σοβιέτ, το Διάταγμα για την Ειρήνη. Επομένως, αυτό το αποτέλεσμα, καρπός της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, με την καθοδήγηση του κόμματος των μπολσεβίκων που είχε επικεφαλής της κεντρικής του επιτροπής τον Β.Ι. Λένιν είχε επιβληθεί, αλλά δεν ήταν αποδεκτό ούτε από τους νικητές του πολέμου, ούτε από τους ηττημένους. Οχι μόνο δεν ήταν αποδεκτό, αλλά στο νεαρό εργατικό κράτος οι καπιταλιστές έβλεπαν κατάματα τον κύριο αντίπαλό τους σε διεθνές επίπεδο και το πιο μεγάλο εμπόδιο στην προώθηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων τους, των σκοπών και των συμφερόντων τους. Αλλωστε, οι συνθήκες πριν τον πόλεμο και στη διάρκειά του, (παγκόσμια οικονομική κρίση, εξαθλίωση των λαϊκών μαζών των εμπολέμων χωρών), δημιουργούσαν συνθήκες επαναστατικής κρίσης. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, ξέσπασαν επαναστατικά γεγονότα στη Γερμανία, στην Ουγγαρία, στην Αυστρία, στη Βουλγαρία στα 1918 - 19 και συνεχίστηκαν έως τα 1921, ανεξάρτητα αν δεν επικράτησε η επανάσταση σε καμιά απ' αυτές τις χώρες, με εξαίρεση την Ουγγαρία, όπου εγκαθιδρύθηκε για οκτώ περίπου μήνες σοβιετική εξουσία και ανατράπηκε. Επομένως, η Οχτωβριανή Επανάσταση τροφοδοτούσε με δύναμη την επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης και άλλων καπιταλιστικών κρατών. Οι καπιταλιστές, λοιπόν, έβλεπαν τη Σοβιετική Ρωσία ως τον κατ' εξοχήν αντίπαλό τους στις παγκόσμιες εξελίξεις, τις οποίες ήθελαν να καθορίζουν με βάση τα ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα, αλλά και μια βασική δύναμη τροφοδότησης του επαναστατικού κινήματος κάθε χώρας που υπονόμευε την εξουσία τους. Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η αστική τάξη κατάφερε πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου να υπονομεύσει το εργατικό κίνημα κάθε χώρας, αφού τα τότε σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, πέφτοντας στον οπορτουνισμό τάχτηκαν στο πλευρό της αστικής τάξης της χώρας τους στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αλλά η ταχτική των μπολσεβίκων στη Ρωσία που απέρρεε από τον ίδιο το χαρακτήρα του πολέμου που ήταν σε βάρος των λαών όλων των εμπόλεμων χωρών, (άδικος, ληστρικός), ήταν μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, επαναστατικό πόλεμο από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της ενάντια στην αστική τάξη κάθε χώρας. Αυτή η επαναστατική ταχτική επιβεβαιώθηκε στη ζωή με τη Σοσιαλιστική Επανάσταση και τη Σοβιετική Ρωσία. Και αυτή η ταχτική όπλιζε την εργατική τάξη όλων των χωρών με τη δύναμη της συγκρότησης επαναστατικών κομμάτων σε αντιδιαστολή με τα τότε οπορτουνιστικά σοσιαλδημοκρατικά. Ετσι, το εργατικό κίνημα αποκτούσε και πάλι επαναστατική καθοδήγηση με την ίδρυση Κομμουνιστικών Κομμάτων. Ολ' αυτά, που συμπεριλαμβάνονται στα αποτελέσματα του πολέμου δεν μπορούσαν να αποτυπωθούν σε διεθνείς συνθήκες, που οι ιμπεριαλιστές μάλιστα τις ονομάτιζαν συνθήκες ειρήνης. Ετσι με τη Διάσκεψη του Παρισιού επιδίωκαν να καθορίσουν την προοπτική του μεταπολεμικού κόσμου, επιβάλλοντας ιμπεριαλιστική ειρήνη. Αλλά όπως θα δούμε στη συνέχεια, η Σοβιετική Ρωσία, μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, το διάταγμα της ειρήνης που εξέδωσε, την προβολή πολιτικής ειρήνευσης χωρίς προσαρτήσεις, δεν μπορούσε να αποτυπωθεί ως αποτέλεσμα του πολέμου σε μια τέτοια διάσκεψη. Αντίθετα, ενώ η διάσκεψη που θα καθόριζε και το μεταπολεμικό μοίρασμα της λείας που πήραν απο τη Γερμανία ανάμεσα στους νικητές, το πρώτο ζήτημα που συζητήθηκε ήταν η Σοβιετική Ρωσία, που δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τους ιμπεριαλιστές. Επρεπε να συζητήσουν με ποια ταχτική θα την ανέτρεπαν και πώς θα τη διαμοίραζαν επίσης ως ιμπεριαλιστική λεία. Αλλωστε, οι δυνάμεις της Αντάντ έκαναν στρατιωτική εισβολή στη Ρωσία, σε συνδυασμό με τις δυνάμεις της αντεπανάστασης και τον εμφύλιο που ήδη είχε ξεκινήσει, προκειμένου να ανατρέψουν τη σοβιετική εξουσία. Και απέτυχαν.
Η ήττα της Γερμανίας και η υπογραφή ανακωχής
Γαλλικό πυροβόλο σε χαράκωμα. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τις αρχές του πολέμου στο Δυτικό μέτωπο


Αλλά ας παρακολουθήσουμε πώς φτάσαμε στη διάσκεψη του Παρισιού και τι έγινε στη συνέχεια.
Ο πόλεμος, τον Οκτώβρη του 1918 έχει γείρει οριστικά σε βάρος της Γερμανίας και υπέρ της Αντάντ, παρά το ότι μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, ένα χρόνο πριν, είχε χάσει ένα σύμμαχο. Δεν άλλαξε ο συσχετισμός αφού ήδη οι ΗΠΑ είχαν μπει στον πόλεμο. Οι σύμμαχες δυνάμεις της Γερμανίας είχαν ήδη υπογράψει ανακωχή. Δεν απέμενε παρά μόνο η Γερμανία που ακόμη δεν είχε συνθηκολογήσει.
Στις 8 Νοέμβρη στο σιδηροδρομικό σταθμό Ρετόντ, στο δάσος της Κομπιένης, συζητήθηκαν οι όροι ανακωχής της Γερμανίας με την Αντάντ. Οι όροι της ανακωχής προέβλεπαν πως η Γερμανία όφειλε μέσα σε 15 μέρες να αδειάσει τα εδάφη που είχε κατακτήσει στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στο Λουξεμβούργο, καθώς και την Αλσατία και τη Λωραίνη, και να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Αυστροουγγαρία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. Τα γερμανικά στρατεύματα θα άδειαζαν το έδαφος στο μάκρος της αριστερής όχθης του Ρήνου και τις ζώνες μπροστά από τις γέφυρες στη δεξιά όχθη και θα τα καταλάμβαναν στρατεύματα της Αντάντ που θα τα συντηρούσε η Γερμανία. Η Γερμανία θα παρέδιδε στους νικητές 5 χιλ. πυροβόλα, 30 χιλ. πολυβόλα, 2 χιλ. αεροπλάνα, 3 χιλ. ολμοβόλα. Ο γερμανικός πολεμικός στόλος θα παροπλιζόταν. Ο αποκλεισμός της Γερμανίας θα συνεχιζόταν. Οι πολεμικές επιχειρήσεις θα σταματούσαν 6 ώρες ύστερα από την υπογραφή της ανακωχής.
Μια συγκλονιστική φωτογραφία της φρίκης των τελευταίων μαχών του πολέμου στο Ιταλικό μέτωπο. Πτώματα Ιταλών στρατιωτών σ' ένα χαράκωμα που κατελήφθη κατά την επίθεση του Ιουνίου από τους Αυστριακούς


Στη γερμανική αντιπροσωπεία δόθηκε προθεσμία 72 ωρών, για να απαντήσει αν δέχεται ή όχι τους όρους της ανακωχής που της επιδόθηκαν. Η γερμανική κυρίαρχη τάξη βρισκόταν ανάμεσα σε δύο πυρά. Αυτά των νικητών και της επανάστασης που ξεσπούσε το Νοέμβρη.
Οι όροι της ανακωχής
και η Σοβιετική Ρωσία
Οι Γερμανοί συζητούσαν, διεκδικώντας λιγότερο βαρείς όρους με το επιχείρημα ότι ο γερμανικός στρατός έπρεπε να διατηρήσει όσο το δυνατόν πιο πολλά όπλα για τον αγώνα εναντίον του «κινδύνου από τους μπολσεβίκους». Οι δυνάμεις της Αντάντ, μπορεί σαν νικήτριες να επιδίωκαν την υποταγή του αντίπαλου ιμπεριαλιστικού συνασπισμού, αλλά ταυτόχρονα είχαν μπροστά τους και τον κοινό εχθρό, τη Σοβιετική Ρωσία, πολύ περισσότερο που την επιβουλεύονταν. Ταυτόχρονα, η επανάσταση που ξέσπασε στη Γερμανία έβαζε σε κίνδυνο και άλλον κρίκο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Ενώ η Γερμανία αποτελούσε, επίσης, έναν παράγοντα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στα σχέδιά τους ενάντια στη Ρωσία. Ετσι έδειξαν κατανόηση στα επιχειρήματα των Γερμανών και περιόρισαν τον αριθμό των πολυβόλων που είχαν ζητήσει να τους παραδοθούν, από 30 σε 25 χιλ. και των αεροπλάνων από 2.000 σε 1.700.
Οι όροι της ανακωχής περιείχαν και σημεία που στρέφονταν άμεσα ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Ετσι το άρθρο 12 πρόβλεπε πως τα γερμανικά στρατεύματα θα εγκαταλείψουν το ρωσικό έδαφος μόνο τότε που «οι σύμμαχοι θα κρίνουν πως έφτασε γι' αυτό η στιγμή, αφού πάρουν υπόψη τους την εσωτερική κατάσταση στα εδάφη αυτά». Το άρθρο 16 όριζε πως «για την τήρηση της τάξης», οι σύμμαχοι θα έχουν το δικαίωμα να μένουν ελεύθερα στα ανατολικά εδάφη που θα αδειάζουν οι Γερμανοί.
Γάλλοι στρατιώτες νεκροί από τα χημικά αέρια των Γερμανών. Ο θάνατος ήταν φρικτός. Οι στρατιώτες στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τα συμπτώματα της ασφυξίας ανέπνεαν ολοένα και με μεγαλύτερη ένταση και ολοένα και περισσότερη ποσότητα αερίων εισερχόταν στα πνευμόνια τους έως ότου πέθαιναν από ασφυξία


Στις 11 Νοέμβρη το πρωί η γερμανική αντιπροσωπεία υπέγραψε την πράξη της ανακωχής. Οι πολεμικές επιχειρήσεις τελείωναν με την ολοκληρωτική ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της.
Αργότερα οι Γερμανοί πρόβαλαν την εκδοχή ότι η Γερμανία δε νικήθηκε με τον πόλεμο, αλλά εξαιτίας της επανάστασης του Νοέμβρη του 1918. Αλλά δεν οδήγησε η επανάσταση στην ήττα, αλλά η ήττα συνέβαλε στο ξέσπασμα της επανάστασης. Η στρατιωτική συντριβή της Γερμανίας είχε καθοριστεί πολύ πριν από την επανάσταση. Τα αίτιά της είχαν τις ρίζες τους στο δυσμενή για το γερμανικό συνασπισμό συσχετισμό των δυνάμεων: Οι χώρες της Αντάντ είχαν πολύ περισσότερους οικονομικούς πόρους και εφεδρείες σε έμψυχο υλικό και ήταν καλύτερα προετοιμασμένες για έναν μακρόχρονο πόλεμο. Η Γερμανία πίστευε πως θα νικούσε κεραυνοβόλα τους αντιπάλους της, έναν ένα χωριστά, αλλά τα σχέδιά της αυτά ναυάγησαν από τις πρώτες κιόλας μέρες του πολέμου. Υστερα απ' αυτό και όσο πιο πολύ αυξάνονταν τα αβάσταχτα για το λαό βάρη του πολέμου άρχισε να ωριμάζει η επαναστατική κρίση στη Γερμανία. Η κρίση αυτή οξύνθηκε με την επίδραση της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, ενώ η στρατιωτική ήττα ήταν καταλύτης για το ξέσπασμα της επανάστασης στη Γερμανία.
Η ανακωχή της Κομπιένης ήταν η τελευταία από τις πράξεις που προσδιόρισαν τυπικά το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων στον Α` παγκόσμιο πόλεμο του 1914 - 1918. Στην έκτασή του ο πόλεμος αυτός είχε ξεπεράσει όλους τους γνωστούς ως τότε πολέμους. Κράτησε πάνω από τέσσερα χρόνια και συμμετείχαν σ' αυτόν 34 κράτη με συνολικό πληθυσμό πάνω από ένα δισεκατομμύριο, δηλαδή τα 67% περίπου από όλο τον πληθυσμό της Γης. Στους εμπόλεμους στρατούς συμμετείχαν 70 περίπου εκατ. άντρες, από αυτούς 10 εκατ. ήταν οι νεκροί και 20 εκατ. οι τραυματίες. Από άποψη απωλειών στην πρώτη γραμμή έρχεται η Ρωσία με 2 εκατ. 300 χιλ. νεκρούς στρατιώτες στα πεδία των μαχών. Η Γερμανία είχε 2 εκατ. νεκρούς, η Αυστροουγγαρία 1 εκατ. 440 χιλ., η Γαλλία 1 εκατ. 383 χιλ., η Αγγλία 747 χιλ., η Ιταλία 700 περίπου χιλιάδες και οι Ενωμένες Πολιτείες 53 χιλιάδες. Οι πολεμικές επιχειρήσεις έγιναν σε έδαφος που η έκτασή του ξεπερνούσε τα 4 εκατ. τετρ. χιλιόμετρα. Μόνο οι καθαρά στρατιωτικές δαπάνες των εμπόλεμων κρατών έφτασαν τα 208 δισεκατομ. δολάρια.
Οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί
και οι αντιθέσεις
Η χρησιμοποίηση των αερίων από τους Γερμανούς στη δεύτερη μάχη του Υπρ είχε ως αποτέλεσμα να μεταμορφωθούν οι αντίπαλοι στρατιώτες σε «εξωγήινα όντα». Στη φωτό Γάλλοι στρατιώτες με τις μάσκες τους μέσα σε χαράκωμα στην όχθη του Υζέρ, περιμένοντας την επίθεση των Γερμανών


Μετά την ήττα της Γερμανίας οι δυνάμεις της Αντάντ άρχισαν να σχεδιάζουν το μεταπολεμικό κόσμο. Δηλαδή, το ιμπεριαλιστικό ξαναμοίρασμά του.
Ανάμεσά τους υπήρχαν οξύτατες αντιθέσεις, λόγω των ιδιαίτερων συμφερόντων τους στην υπόθεση του μοιράσματος της λείας του πολέμου.
Οι Γάλλοι καπιταλιστές είχαν τις δικές τους προτάσεις για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Βασικός σκοπός τους ήταν η όσο το δυνατόν πιο μεγάλη εξασθένιση της Γερμανίας, για να εγκαθιδρυθεί η ηγεμονία της Γαλλίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Γαλλία επιδίωκε να μετατοπίσει τα δυτικά γερμανικά σύνορα στο Ρήνο, αξίωνε από τη Γερμανία μεγάλο ποσόν πολεμικών επανορθώσεων σε αντιστάθμισμα των ζημιών που έπαθε η χώρα, εξαιτίας του πολέμου και τη μείωση και τον περιορισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Η γαλλική κυβέρνηση υποστήριζε την εδαφική επέκταση της Πολωνίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Ρουμανίας και της Σερβίας, ελπίζοντας τα κράτη αυτά να εξαρτηθούν από τη Γαλλία. Οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές είχαν ακόμη υπόψη να παρασύρουν τις χώρες της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε ένοπλη επέμβαση εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας και γι' αυτό υποστήριζαν ενεργητικά τις αξιώσεις των εκμεταλλευτριών τάξεων της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας πάνω σε λευκορωσικά και ουκρανικά εδάφη και της Ρουμανίας πάνω στη Βεσαραβία. Το σχέδιο της μεταπολεμικής οργάνωσης του κόσμου που πρότεινε η Γαλλία, περιλάμβανε και αποικιακές αξιώσεις πάνω σε μερικές γερμανικές αποικίες στην Αφρική και σε ένα μέρος από τα μικρασιατικά εδάφη της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Αλλά ο γαλλικός ιμπεριαλισμός μετά τον πόλεμο δοκίμαζε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Η κατάσταση χειροτέρευε ακόμη πιο πολύ από τα κολοσσιαία χρέη, εξαιτίας των πολεμικών δανείων που είχε πάρει από τις ΗΠΑ και την Αγγλία. Ολα αυτά εξασθένιζαν τις θέσεις της Γαλλίας, έτσι που στη συζήτηση των ζητημάτων που αφορούσαν στην ιμπεριαλιστική ειρήνη και το μοίρασμα, αναγκαζόταν σε συμβιβασμούς.
Η διάσκεψη «ειρήνης» των Παρισίων αρχίζει τις εργασίες της


Το αγγλικό σχέδιο ξεκινούσε από την ανάγκη να καταργηθεί η ναυτική δύναμη της Γερμανίας και δύναμή της σε αποικίες. Από το άλλο μέρος, η αστική τάξη της Αγγλίας προσπαθούσε να κρατήσει στο κέντρο της Ευρώπης μια ισχυρή ιμπεριαλιστική Γερμανία, για να τη χρησιμοποιήσει στον αγώνα κατά της Σοβιετικής Εξουσίας και για αντίβαρο στη Γαλλία. Ετσι, ενώ η Αγγλία επέμενε κατηγορηματικά να αφαιρεθούν από τη Γερμανία οι αποικίες και το μεγαλύτερο μέρος του πολεμικού και του εμπορικού της στόλου, δε συμφωνούσε να εξασθενίσει πολύ από εδαφική και στρατιωτική άποψη. Τα αγγλικά συμφέροντα συγκρούονταν με τα γαλλικά και στη λύση του προβλήματος των πολεμικών επανορθώσεων, στο μοίρασμα των γερμανικών αποικιών και των παλαιών κτήσεων της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η Αγγλία στηριζόταν κυρίως στη ναυτική της υπεροχή. Αν και ο αγγλικός στόλος είχε κατά τον πόλεμο μεγάλες απώλειες, ωστόσο ήταν ακόμη ο μεγαλύτερος στον κόσμο. Γερμανικός στόλος στην ουσία δεν υπήρχε πια και ο αμερικανικός για την ώρα ήταν πιο αδύνατος από τον αγγλικό. Αλλά και η Αγγλία περνούσε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Σε πολλές από τις σπουδαιότερες αγορές όπου κυριαρχούσε πριν, δυνάμωσαν σημαντικά οι θέσεις των ανταγωνιστών της, προπάντων των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, ενώ στη διάρκεια του πολέμου η Αγγλία είχε πάρει από τις ΗΠΑ μεγάλα δάνεια. Αυτά δυσκόλευαν την αγγλική κυβέρνηση να εφαρμόσει το σχέδιό της για την ιμπεριαλιστική μεταπολεμική οργάνωση του κόσμου.
Ο ρόλος των ΗΠΑ
Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές, στα σχέδιά τους για το μεταπολεμικό κόσμο, ξεκινούσαν από την οικονομική ηγεμονία τους στον καπιταλιστικό κόσμο. Στη διάρκεια του πολέμου, οι ευρωπαϊκές χώρες εξαρτιόνταν από την αποστολή των αμερικανικών όπλων, πρώτων υλών και τροφίμων. Οι τιμές καθορίζονταν από τα αμερικανικά μονοπώλια. Οι πληρωμές γίνονταν σε χρυσό. Το αποτέλεσμα ήταν οι ΗΠΑ να έχουν συγκεντρώσει στο τέλος του πολέμου το 40% περίπου των αποθεμάτων χρυσού όλου του κόσμου. Στα 1914 τα μακροπρόθεσμα χρέη των Ηνωμένων Πολιτειών σε άλλες χώρες ήταν 7.200 εκατ. δολάρια, στα 1919 το χρέος αυτό περιορίστηκε σε 3.985 εκατ. δολάρια, ενώ οι μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις του αμερικάνικου κεφαλαίου στο εξωτερικό αυξήθηκαν από 3.514 εκατ. δολάρια σε 6.956 εκατ. δολάρια. Από το άλλο μέρος, οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών είχαν δημιουργήσει χρέη στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, που συνολικά έφταναν τα 10 δισ. δολάρια. Ετσι, το σύνολο των αμερικανικών μακροπρόθεσμων επενδύσεων κεφαλαίου στο εξωτερικό, ιδιωτικών και κρατικών, μετά την αφαίρεση των επενδύσεων του ξένου κεφαλαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, έφτανε τα 13 δισ. δολάρια. Η Αγγλία διατηρούσε ακόμη την πρώτη θέση στο συνολικό όγκο επενδύσεων κεφαλαίου στο εξωτερικό, αλλά ο ανταγωνισμός της με τις ΗΠΑ για τις σφαίρες τοποθέτησης κεφαλαίων γινόταν ολοένα και πιο δύσκολος.
Στα χρόνια του πολέμου, αυξήθηκε αρκετά η αναλογία των ΗΠΑ στο συνολικό όγκο του παγκόσμιου βιομηχανικού προϊόντος. Η αύξηση των εξαγωγών και οι μεγάλες στρατιωτικές παραγγελίες της κυβέρνησης προκαλούσαν την εντατική αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής.
Οι βασικές θέσεις του αμερικανικού σχεδίου περιέχονταν στο κείμενο του Προέδρου των ΗΠΑ Ουίλσον, που έμεινε στην ιστορία ως «14 σημεία του Ουίλσον». Οι Αμερικανοί επιδίωκαν να στερεώσουν και να διευρύνουν τις οικονομικές και πολιτικές θέσεις τους στη διεθνή αγορά.
Ενα από τα κεντρικά σημεία του αμερικανικού σχεδίου ήταν η δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών, με σκοπό να τη χρησιμοποιήσουν για την αύξηση της επιρροής τους στις διεθνείς υποθέσεις. Η κυρίαρχη τάξη των ΗΠΑ έδινε μεγάλη σημασία και στην «ελευθερία των θαλασσών», τόσο σε καιρό ειρήνης, όσο και σε καιρό πολέμου. Με την προβολή αυτής της απαίτησης, που είχε σχέση με το ελεύθερο εμπόριο με κάθε εμπόλεμο κράτος και απαγόρευε τον αποκλεισμό του αντιπάλου από τη θάλασσα, οι ΗΠΑ επιδίωκαν να υπονομεύσουν την αγγλική κυριαρχία στη θάλασσα. Η αμερικανική κυβέρνηση, πέρα απ' αυτό, επέμενε και στη γενική αναγνώριση της αρχής της «ισότητας των εμπορικών δυνατοτήτων» και των «ανοιχτών θυρών». Αυτό θα εξασφάλιζε στις ΗΠΑ, που οικονομικά ήταν το ισχυρότερο κράτος, τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για τον οικονομικό επεκτατισμό τους. Στο γερμανικό πρόβλημα, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός τάχθηκε εναντίον της μεγάλης εξασθένισης της Γερμανίας, λογαριάζοντας να τη χρησιμοποιήσει ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και σαν αντίβαρο στην Αγγλία και τη Γαλλία.
Αλλά ούτε οι ΗΠΑ μπορούσαν να επιβάλουν τα σχέδιά τους. Η κατάσταση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων την περίοδο αυτή δεν ανταποκρινόταν ακόμη στο ειδικό βάρος που είχαν στην παγκόσμια οικονομία. Ο αμερικανικός στόλος υστερούσε σημαντικά από τον αγγλικό σε τονάζ και σε μαχητική δύναμη. Δεν είχαν το διακλαδωμένο δίκτυο των ναυτικών βάσεων που είχε η Αγγλία. Το αμερικανικό εκστρατευτικό σώμα, που είχε φτάσει στην Ευρώπη τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, αντιπροσώπευε μια πολύ μικρή δύναμη, σε σχέση, π.χ., με το γαλλικό στρατό.
Και η Ιαπωνία
Η Ιαπωνία κέρδισε πάρα πολλά, μένοντας έξω από την ευρωπαϊκή - αμερικανική διαμάχη και κατακτώντας εδάφη στην Ασία. Πήρε στην κατοχή της τις γερμανικές αποικίες στην Κίνα και στο βόρειο τμήμα του Ειρηνικού Ωκεανού, επέβαλε στην Κίνα μια βαριά συνθήκη υποταγής και με το να καταλάβει στην ουσία μονοπωλιακή θέση στις αγορές της Ανατολικής Ασίας και να επεκτείνει πολύ το εμπόριό της με την Κεντρική και τη Νότια Αμερική στερέωσε σημαντικά τις οικονομικές της θέσεις. Στα χρόνια του πολέμου, η Ιαπωνία τετραπλασίασε σχεδόν τον όγκο των συναλλαγών του εξωτερικού της εμπορίου και διπλασίασε τα αποθέματα χρυσού. Το συνολικό ποσόν των δανείων, που είχε χορηγήσει στις χώρες της Αντάντ, έφτανε τα 500 εκατ. γιεν. Οι Ιάπωνες ιμπεριαλιστές ζητούσαν τώρα, όχι μόνο να κατοχυρωθούν τα εδάφη που είχε κατακτήσει η Ιαπωνία στη διάρκεια του πολέμου, αλλά να αναγνωριστεί και η κυριαρχία της στην Κίνα. Είχαν μάλιστα σκοπό να κατακτήσουν και τη Σοβιετική Απω Ανατολή.
Η Ιταλία ζητούσε να προσαρτήσει απέραντα εδάφη που ανήκαν πριν στην Αυστροουγγαρία, ανάμεσα σ' αυτά και το Τρεντίνο (Νότιο Τυρόλο) και μερικές νοτιοσλαβικές περιοχές. Ακόμα, ζητούσε να της δοθεί το μερίδιο, που της είχαν υποσχεθεί οι σύμμαχοι με τις μυστικές στρατιωτικές συμφωνίες, όταν θα διαμελιζόταν η Τουρκία. Η Ιταλία δεν ήταν αρκετά ισχυρή, στρατιωτικά ή οικονομικά, και είχε την ελπίδα πως θα την υποστήριζαν προπάντων η Αγγλία και οι ΗΠΑ σε βάρος της Γαλλίας.
Η Διάσκεψη και το «ρωσικό ζήτημα»
Η Διάσκεψη της Ειρήνης άρχισε τις εργασίες της στις 18 Γενάρη του 1919, στο Παρίσι. Στη Διάσκεψη αυτή, πήραν μέρος τα 27 κράτη που ανήκαν στο στρατόπεδο των νικητών. Η σοβιετική κυβέρνηση, εφαρμόζοντας σταθερά τις λενινιστικές αρχές της εξωτερικής πολιτικής, καθόρισε ξεκάθαρα τη στάση της απέναντι στα ιμπεριαλιστικά σχέδια για τη μεταπολεμική οργάνωση του κόσμου. Με μια διακοίνωση της σοβιετικής κυβέρνησης προς τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ουίλσον, ο λαϊκός επίτροπος των Εξωτερικών Γ. Β. Τσιτσέριν ξεσκέπαζε την υποκρισία των «14 σημείων», που αποτελούσαν τη βάση για το διακανονισμό των ζητημάτων της ειρήνης. Η σοβιετική διακοίνωση ζητούσε να δοθεί η δυνατότητα για αυτοδιάθεση των λαών που καταπίεζαν και οι ηττημένες και οι νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ανάμεσά τους και οι λαοί της Ιρλανδίας, της Αιγύπτου, των Ινδιών και των Φιλιππίνων. Παίρνοντας υπόψη η σοβιετική κυβέρνηση πως υπεύθυνοι για τον πόλεμο ήταν οι καπιταλιστές όλων των χωρών, πρότεινε με τη διακοίνωσή της να παραιτηθούν όλοι από την αξίωση της εξόφλησης των πολεμικών δανείων και να μη φορτωθεί στις πλάτες των λαϊκών μαζών το αβάσταχτο βάρος των πολεμικών δαπανών. «Οσο για την ανόρθωση των χωρών που ερημώθηκαν από τον πόλεμο», έλεγε η διακοίνωση, «το βρίσκουμε πέρα για πέρα δίκαιο να βοηθήσουν σ' αυτό όλοι οι λαοί τις κακότυχες χώρες Βέλγιο, Πολωνία και Σερβία». Η Σοβιετική Ρωσία δήλωνε πως είναι πέρα για πέρα πρόθυμη να βοηθήσει τα θύματα αυτά του πολέμου «με καθετί που της είναι δυνατόν». Τις χώρες αυτές, δήλωνε η σοβιετική κυβέρνηση, είναι υποχρεωμένο να τις βοηθήσει και το αμερικανικό κεφάλαιο, που με τον πόλεμο κέρδισε δισεκατομμύρια. Η σοβιετική διακοίνωση περιείχε και μια προειδοποίηση: Πως η «ένωση των λαών», που πρότεινε ο Ουίλσον, είναι δυνατόν να μετατραπεί σε «ένωση των καπιταλιστών εναντίον των λαών».
Τα κράτη που είχαν νικήσει στον πόλεμο, δείχνοντας φανερά το μίσος τους για την επαναστατική Ρωσία, στέρησαν από τη σοβιετική κυβέρνηση τη δυνατότητα να αντιπροσωπευτεί στη Διάσκεψη. Οι εργασίες της Διάσκεψης στο Παρίσι διευθύνονταν από τις πέντε κύριες νικήτριες δυνάμεις: Τις ΗΠΑ, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ιαπωνία. Μόνο δικοί τους αντιπρόσωποι, δυο από κάθε χώρα, πήραν μέρος στο Συμβούλιο των Δέκα - καθοδηγητικό όργανο που συγκροτήθηκε, όταν άρχισαν οι εργασίες της Διάσκεψης. Αλλά, στην ουσία, σε όλα τα στάδια της Διάσκεψης τα σπουδαιότερα ζητήματα λύνονταν από τους αντιπροσώπους τριών κρατών: Των ΗΠΑ, της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Αν και η Διάσκεψη στο Παρίσι είχε συγκληθεί για να επεξεργαστεί τις Συνθήκες Ειρήνης με τις ηττημένες χώρες, το πρώτο ζήτημα που απασχόλησε το Συμβούλιο των Δέκα ήταν το «ρωσικό ζήτημα». Τα κράτη που διευθύνανε τη διάσκεψη ήταν οι κυριότεροι οργανωτές της ένοπλης ιμπεριαλιστικής επέμβασης κατά της Σοβιετικής Ρωσίας, που ήδη είχε ξεκινήσει.
Οταν άρχιζε τις εργασίες της η Διάσκεψη, οι πρώτες επιθέσεις των εισβολέων είχαν αποκρουστεί. Ο Κόκκινος Στρατός έκανε επιθέσεις σε όλα σχεδόν τα μέτωπα. Ταυτόχρονα, η σοβιετική κυβέρνηση δε σταματούσε τις προσπάθειές της για την υπογραφή της ειρήνης, προτείνοντας στα ιμπεριαλιστικά κράτη να διακανονιστούν όλα τα επίμαχα ζητήματα με διαπραγματεύσεις. Οι επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού και η φιλειρηνική πολιτική της σοβιετικής κυβέρνησης βοήθησαν στην ανάπτυξη ενός κινήματος ανάμεσα στους εργαζόμενους των καπιταλιστικών χωρών για την αποχώρηση από το ρωσικό έδαφος των ξένων ενόπλων δυνάμεων. Στα στρατεύματα των εισβολέων, είχε δυναμώσει αρκετά η αγανάκτηση για τον αντεπαναστατικό πόλεμο.
Η προσωρινή αλλαγή ταχτικής και η αντεπανάσταση
Στις συνθήκες αυτές οι ιμπεριαλιστές αναγκάστηκαν να αλλάξουν την τακτική του αγώνα τους εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας. Σε ορισμένα μέτωπα, όπως, π.χ., στο βόρειο και στο μέτωπο της Απω Ανατολής, συνέχιζαν τη δράση τους αγγλικά, γαλλικά, αμερικανικά και ιαπωνικά στρατεύματα. Αλλά τώρα τα ηγετικά ιμπεριαλιστικά κράτη δεν ποντάρανε κυρίως στους στρατούς τους, αλλά στις δυνάμεις της εσωτερικής αντεπανάστασης στη Ρωσία, στα εθνικιστικά στοιχεία των μακρινών επαρχιών της και στα γειτονικά αστικά κράτη, όπως ήταν η Πολωνία, η Ρουμανία και άλλα.
Ετσι, μέσα του Γενάρη του 1919 το Συμβούλιο των δέκα άρχισε να συζητεί μια πρόταση του Λόιδ Τζορτζ και του Ουίλσον για τη σύγκληση διάσκεψης από αντιπροσώπους της Σοβιετικής κυβέρνησης και «όλων των πολιτικών παρατάξεων που μάχονται στη Ρωσία», αλλά με τον όρο να σταματήσουν προηγουμένως οι πολεμικές επιχειρήσεις. Ηδη είχε αρχίσει η αντεπανάσταση με τον εμφύλιο πόλεμο για την ανατροπή της εξουσίας των Σοβιέτ. Η πρόταση αυτή αποσκοπούσε να σταματήσει την προέλαση του Κόκκινου στρατού και να πετύχει μια ανάπαυλα για τα αντεπαναστατικά στρατεύματα όσο θα διαρκούσε η διάσκεψη, στην περίπτωση που η σοβιετική κυβέρνηση θα αρνούνταν να πάρει μέρος στη διάσκεψη, θα έριχναν πάνω της την ευθύνη για τη συνέχιση του πολέμου και έτσι θα εξασθένιζαν τις συμπάθειες των εργαζόμενων στις καπιταλιστικές χώρες για τη Σοβιετική Ρωσία.
Στις 22 Γενάρη του 1919 το Συμβούλιο των δέκα κοινοποίησε το μήνυμα, που είχε συντάξει ο Ουίλσον, σε όλες τις «πολιτικές παρατάξεις της Ρωσίας» προτείνοντας σ' αυτές να στείλουν αντιπροσώπους τους στη διάσκεψη. Τόπος για τη διάσκεψη εκλέχτηκαν τα Πριγκιπονήσια στη θάλασσα του Μαρμαρά, που βρίσκονταν τότε στον πλήρη στρατιωτικό έλεγχο των συμμάχων.
Η κυβέρνηση της ΡΣΟΣΔ ήταν πρόθυμη να κάνει ό,τι της περνούσε από το χέρι για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να δημιουργηθούν συνθήκες για τη στερέωση των Σοβιετικών Δημοκρατιών από οικονομική και πολιτική άποψη. Γι' αυτό στις 4 Φλεβάρη έδωσε καταφατική απάντηση στο μήνυμα της διάσκεψης των Παρισίων δηλώνοντας πως είναι πρόθυμη «...να αρχίσει αμέσως διαπραγματεύσεις ή στα Πριγκιπονήσια ή όπου αλλού, με όλες τις δυνάμεις της Συνεννόησης ή και με ορισμένες από αυτές ή και με όποιες πολιτικές παρατάξεις της Ρωσίας, σύμφωνα με την επιθυμία των δυνάμεων της Συνεννόησης». Η σοβιετική κυβέρνηση δήλωνε ακόμη πως στην προσπάθειά της για την αποκατάσταση της ειρήνης δεν αρνείται να γίνουν διαπραγματεύσεις και για τα χρέη της τσαρικής και της προσωρινής κυβέρνησης και για τις προνομιακές χαριστικές συμβάσεις και για άλλα ζητήματα.
Η απάντηση της σοβιετικής κυβέρνησης ματαίωσε το σχέδιο των ιμπεριαλιστών και τους έφερε σε δύσκολη θέση. Γι' αυτό οι ιμπεριαλιστές, με υπόδειξη του Κλεμανσό και άλλων οπαδών της ανοιχτής ένοπλης επέμβασης, βλέποντας πως με τη διάσκεψη στα Πριγκιπονήσια χαλάνε τα σχέδια για ανατροπή της εργατικής εξουσίας, αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στις διαπραγματεύσεις με τη Σοβιετική Ρωσία και η διάσκεψη στα Πριγκιπονήσια δεν πραγματοποιήθηκε.
Τα προσχήματα και η ένταση της στρατιωτικής εισβολής
Στις 25 Φλεβάρη το Συμβούλιο των δέκα ενέκρινε την πρόταση του Αγγλου στρατάρχη Φος για το δυνάμωμα της αντισοβιετικής ένοπλης επέμβασης με το να τραβήξουν σ' αυτή τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η πρόταση αυτή του Φος, αποτέλεσε τη βάση του σχεδίου επίθεσης των αντεπαναστατικών δυνάμεων την άνοιξη του 1919. Από το άλλο μέρος οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και των ΗΠΑ άρχισαν πάλι διαπραγματεύσεις με τη Σοβιετική κυβέρνηση για να εξαπατήσουν την κοινή γνώμη στις χώρες τους και να κερδίσουν χρόνο για την ένοπλη επέμβαση. Ο Γουίλιαμ Μπούλιτ, μέλος της αμερικανικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη των Παρισίων, στάλθηκε στη Μόσχα και στις 14 Μάρτη του 1919 έγινε δεκτός από τον Β. Ι. Λένιν. Οι συνομιλίες με τον Μπούλιτ τελείωσαν με τη σύνταξη ενός σχεδίου συμφωνίας για την υπογραφή ειρήνης ανάμεσα στη Σοβιετική Ρωσία και στις «κυβερνήσεις» των λευκοφρουρών σε διάφορες περιοχές της πρώην τσαρικής Ρωσίας με τους εξής όρους: να αναγνωριστεί στον πληθυσμό όλων των εδαφών της Ρωσίας το δικαίωμα να εκλέξουν την κυβέρνηση που προτιμούν, να αποσυρθούν υποχρεωτικά από τη Ρωσία τα ξένα στρατεύματα και να σταματήσει η βοήθεια από το εξωτερικό στους λευκοφρουρούς και ο αποκλεισμός του σοβιετικού κράτους. Η εξόφληση των προηγούμενων χρεών της Ρωσίας θα γινόταν από όλες τις κυβερνήσεις που θα εκλέγονταν στο έδαφός της και που θα βαρύνονταν εξίσου. Σ' αυτό η σοβιετική κυβέρνηση καθοδηγούνταν από την επιδίωξή της να στερεώσει τη σοβιετική εξουσία και να απαλλάξει το λαό από τις βαριές θυσίες του αιματηρού εμφύλιου πολέμου. Πρόβλεπε πως η υπογραφή της ειρήνης με τους πιο πάνω όρους θα προκαλούσε αναπόφευκτα την πτώση όλων των «κυβερνήσεων» των λευκοφρουρών, που τις κρατούσε μόνο η βοήθεια των ξένων στρατευμάτων.
Στην πραγματικότητα οι διαπραγματεύσεις με τη σοβιετική κυβέρνηση χρησιμοποιήθηκαν από τους ξένους ιμπεριαλιστές σαν προπέτασμα για την προετοιμασία μιας καινούριας ξαφνικής επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας. Η μεγάλη επίθεση των στρατευμάτων του Κολτσάκ κατά του Κόκκινου Στρατού, που έγινε στο τέλος Μάρτη στο ανατολικό μέτωπο, δημιούργησε στους ιμπεριαλιστές την ελπίδα πως θα ανέτρεπαν τις Σοβιετικές Δημοκρατίες με τη δύναμη των οπλών. Γι' αυτό ο Ουίλσον και ο Λόιδ Τζορτζ αρνήθηκαν να εγκρίνουν το σχέδιο που συμφώνησε ο Μπούλιτ στη Μόσχα.
Ετσι οργάνωσαν ακόμη μεγαλύτερη ένοπλη επέμβαση σ' όλα τα μέτωπα. Στο Δυτικό συμμετείχε και η Πολωνία με τον Βράγκελ, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη συμμετοχή της κυβέρνησης Βενιζέλου της Ελλάδας στην ουκρανική εκστρατεία. Παρ' όλ' αυτά, η δύναμη της Οκτωβριανής Επανάστασης, ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και το εργατικό κίνημα υπεράσπισης της Οκτωβριανής Επανάστασης στις καπιταλιστικές χώρες. Η σοβιετική εξουσία νίκησε, οι ιμπεριαλιστές εκδιώχτηκαν και η αντεπανάσταση τσακίστηκε.
Το μοίρασμα της λείας
Σε ό,τι έχει σχέση με τ' άλλα ζητήματα της διάσκεψης και την οργάνωση του μεταπολεμικού κόσμου, ιδρύθηκε η Κοινωνία των Εθνών μετά από οξύτατη πάλη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Αγγλία, αφού ουσιαστικά είχε ανοίξει ο δρόμος για την ηγεμονία στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και ιδιαίτερα για την εδραίωση των θέσεων των ΗΠΑ στην Ευρώπη, κόντρα στην Αγγλία και τη Γαλλία. Γι' αυτό οι ΗΠΑ πρότειναν και τη συμμετοχή της Γερμανίας και των άλλων ηττημένων χωρών, σε συνδυασμό με την πρόταση για επεμβάσεις, προκειμένου να διευθετούνται οι εδαφικές διαφορές ανάμεσα στα κράτη. Αλλωστε τέτοιες προέκυπταν, αφού ήδη με τον πόλεμο διαλύθηκε η Αυστροουγγαρία και δημιουργήθηκαν δυο νέα κράτη, Αυστρία και Ουγγαρία, το ίδιο και στα Βαλκάνια μετά τους εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους, την ίδια περίοδο μέσα στον παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τελικά η Γερμανία και οι σύμμαχοί της δεν έγιναν μέλη της Κοινωνίας των Εθνών, αλλά ουσιαστικά δημιουργήθηκε ένας διεθνής ιμπεριαλιστικός οργανισμός μετά από συμβιβασμό ανάμεσα σε ΗΠΑ - Αγγλία.
Με το «χάρτη της Κοινωνίας των Εθνών» ουσιαστικά ρυθμιζόταν και το μοίρασμα των αποικιών της Γερμανίας ανάμεσα στους νικητές, αλλά και των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βεβαίως, πιο συγκεκριμένα και οριστικά, αυτό το ζήτημα του μοιράσματος λύθηκε στη συνέχεια της διάσκεψης του Παρισιού επίσης με συμβιβασμούς και έτσι οι αποικίες της στην Αφρική μοιράστηκαν ανάμεσα σε Αγγλία, Γαλλία - το μεγαλύτερο μέρος - ενώ εδάφη πήραν το Βέλγιο και η Πορτογαλία. Η Ιαπωνία πήρε τις γερμανικές κτήσεις στα νησιά του Ειρηνικού και στην Κίνα. Στη συνέχεια συζητήθηκε η διαμόρφωση των δυτικών και των ανατολικών συνόρων της Γερμανίας, και ουσιαστικά της αφαιρέθηκαν εδάφη, αφού εδαφικές αξιώσεις πρόβαλε και η Πολωνία. Αυτές οι διευθετήσεις έγιναν με τρόπο που να συνεχίζονται οι αμφισβητήσεις και κυρίως αφαιρούσαν το 1/8 των εδαφών της Γερμανίας. Ετσι δεν είναι τυχαίο που ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε με κατάληψη τσεχοσλοβάκικων εδαφών από τη Γερμανία και επίθεση στην Πολωνία.
Η διάσκεψη του Παρισιού είδε επίσης το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και το ζήτημα των στρατιωτικών εξοπλισμών. Σ' αυτό το δεύτερο ζήτημα της επέτρεπαν να έχει τόσο και τέτοιο στρατό που να μην μπορεί να επιτεθεί σε άλλη ιμπεριαλιστική χώρα, αλλά να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Ετσι την υποχρέωναν να αποσύρει το στρατό της από όλες τις κατεχόμενες ευρωπαϊκές περιοχές, εκτός από τις Βαλτικές χώρες, που αποτελούσαν έδαφος της πρώην τσαρικής Ρωσίας, όπου είχε εγκαθιδρυθεί σοβιετική εξουσία, αλλά ανατράπηκε και συνόρευαν με τη Ρωσία. Βεβαίως, στη 10ετία του '30 οι ίδιες οι νικήτριες χώρες εξόπλιζαν τη Γερμανία, θεωρώντας ότι θα επιτεθεί στην ΕΣΣΔ, αλλά η ίδια ξεκίνησε τον Β` Πόλεμο ενάντια στη Δύση.
Ετσι τέλειωσε τις εργασίες της η λεγόμενη διάσκεψη της ειρήνης των Παρισίων και έκλεισε το ζήτημα με τη Γερμανία, με την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών, στις 28 Ιούνη του 1919. Είχαν μείνει όμως ακόμη ανοιχτά ζητήματα για το μεταπολεμικό κόσμο, όπως το ιμπεριαλιστικό μοίρασμα της Αυστροουγγαρίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτό το τελευταίο έκλεισε με τη Συνθήκη των Σεβρών, που οδήγησε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας στη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή.
Η διάσκεψη του Παρισιού μπορεί να επέβαλε την ιμπεριαλιστική ειρήνη σε όφελος της Αντάντ, αλλά ακριβώς γι' αυτό, ότι δηλαδή ήταν αποτέλεσμα προσωρινού συμβιβασμού στις οξύτατες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αυτή κράτησε μόλις μια 10ετία, τυπικά βεβαίως, ως την έναρξη του επόμενου, Β' Παγκόσμιου πολέμου, την 1η Σεπτέμβρη του 1939.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ