«Οκέυ»
Γρηγοριάδης Κώστας |
Ξέρεις τι θα πει με τόση ακρίβεια να μην έχεις μεροκάματο; πα, πα, πα τέτοια συμφορά ούτε στον εχθρό σου, μονολογεί.
Τι να κάνει; Περπατά και παραμιλά: Τι θ' απογίνει τώρα; Πού να ψάξει; Ανάγκη πάσα να βολευτεί κάπου, αλλά πώς, χωρίς κυβερνητικό βουλευτή; Τα γεφύρια με δαύτους είναι κομμένα, ποτέ δεν είχε τέτοιου είδους επαφές. Αυτός ψηφίζει ιδέες και όχι πρόσωπα. Αυτό είναι το λάθος του! Ομως τα στόματα των παιδιών πρέπει να μπουκωθούν, η γυναίκα του φιλάσθενη δεν μπορεί να τον βοηθήσει στην κακιά ώρα και ο σαλταδόρος τιμάριθμος, δυσκολεύει περισσότερο την κατάσταση. Τις ΔΕΚΟ πού τις πας; Τις πασίγνωστες από το σκάνδαλο Κοσκωτά, Δημόσιες Επιχειρήσεις. Κοινωφελείς οργανισμοί σου λέει ο άλλος! Ετσι και καθυστερήσεις λίγο να εξοφλήσεις τα συνεχώς αυξανόμενα τέλη τους, τέλος οι παροχές. Σου κόβουν νερό, φως, τηλέφωνο και σε πάνε έναν αιώνα πίσω.
Οχι, όχι, δε σηκώνει άλλο χασομέρι πρέπει να πάρει τους δρόμους πόρτα πόρτα, μαγαζί μαγαζί και να μη ρωτά για το είδος της δουλιάς, ό,τι να 'ναι. Ν' αφήσει κατά μέρος - προσωρινά τουλάχιστον - προσόντα και προϋπηρεσίες και να κοιτάξει πώς θα τα βγάλει πέρα με τα έξοδα που πέφτουν πάνω του βροχή κι αυτός απόμεινε χωρίς ...ομπρέλα. Από σήμερα κιόλας θ' αρχίσει το τρέξιμο πριν χαθούν κι οι ελπίδες που του τονώνουν το ηθικό.
Μ' αυτές τις σκέψεις έφτασε χωρίς να το καταλάβει, με βήματα ασταθή - αυτός που περπατούσε στέρεα και τρανταχτά πριν το συμβάν - στο ΙΚΑ Νέας Ιωνίας, προκειμένου να εισπράξει κάποιο μικροποσό.
Φοβερό πράγμα η ανεργία: Σου κόβει τα ήπατα, τη μισή ζωή. Το λένε κι οι ειδικοί επιστήμονες, όχι μόνο οι παθόντες. Η ανεργία είναι η ανίατη πάθηση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η απελπισία άρχισε να φωλιάζει μέσα του και να τσιμπολογά σαν παμφάγος σπουργίτης την πάσα ελπίδα του.
Σχεδόν απέλπιδα θεωρεί την προσπάθεια για το γενικό καλό μέσα σ' αυτή την κατρακύλα ηθών και ηθικών αξιών (οι υλικές αξίες πάνε καλά αντιθέτως). Ο κόσμος ...κατάλαβε πια το συμφέρον του! Απαγκιστρώνεται από τα μικρά κόμματα και αγκιστρώνεται στα μεγάλα που εναλλάσσονται στην εξουσία κι ελπίζει μόνο στο ρουσφέτι! Τι, λίγοι έχουν βολευτεί με τους βουλευτές, τους κομματάρχες και τα σούρτα - φέρτα στους σκοτεινούς διαδρόμους των παρασκηνίων; Σχεδόν έτσι γίνονται οι προσλήψεις στο Δημόσιο και τον ευρύτερο τομέα του. Είναι θέμα δικτύωσης. Με το ρουσφέτι αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της ανεργίας! Οποιος έχει πρόσβαση εισέρχεται κάπου. Αυτό είναι.
Τι να κάνει δεν ξέρει. Οποια πόρτα κι αν χτυπήσει μένει κλειστή, θαρρείς και την έχουν καρφώσει. Πουθενά φως και η ανέχεια τού σκοτεινιάζει την ψυχή και το νου. Περπατά και δεν παρακολουθεί τι συμβαίνει γύρω του. Κόσμος μαζεμένος ολόγυρα στο ΙΚΑ κι αυτός δεν πήρε χαμπάρι τι γίνεται. Ανάμεσα στο παράξενο πλήθος και το νοσηλευτικό προσωπικό του ιδρύματος, γιατροί, νοσοκόμες, γραφιάδες, οι πάντες.
Ωστόσο, ο Αργύρης προσπέρασε όλους αυτούς τους ανθρώπους μαζί και τους άλλους που καταφεύγουν εκεί για περίθαλψη και κάποια εξυπηρέτηση κι ήταν παρατεταγμένοι απέξω. Εσπρωξε την εξώπορτα κι άρχισε ν' ανεβαίνει τα σκαλιά μόνος καταμόναχος, αλλά ούτε αυτό του έκανε εντύπωση, καθώς το μυαλό του είχε σκοτεινιάσει.
Χρειάστηκε ν' ανέβει στο β΄ όροφο στις οικονομικές υπηρεσίες, προκειμένου να εισπράξει μερικά αργύρια, ο ταλαίπωρος Αργύρης, για να καταλάβει ότι δεν υπήρχε πουθενά ψυχή. Αδεια η τεράστια σάλα που άλλοτε ασφυκτιούσαν τα πλήθη που συνωστίζονταν, άδειος και ο μακρύς διάδρομος, όλα άδεια... άδεια και η ψυχή...
Μα τι στο διάολο συμβαίνει; Εβγαλε μια φωνή και ο αντίλαλος ακούστηκε στην άλλη άκρη. Τάχα ν' απεργούν; Μα τότε δε θα υπήρχαν απεργοσπάστες; Υστερα η εξώπορτα δε θα 'ταν αμπαρωμένη, αν η συμμετοχή των εργαζομένων ήταν καθολική;
Μια κι ανέβηκε ως εδώ, προχώρησε ως το γραφείο που θα 'παιρνε το παραδάκι και η απορία του μεγάλωσε περισσότερο. Η καρέκλα του αρμόδιου υπαλλήλου ήταν ζεστή ακόμα και το γραφείο του φύρδην - μίγδην ανακατωμένο, θαρρείς κι έγινε σεισμός και τα ταρακούνησε κι όλοι πετάχτηκαν έξω.
«Λες να μην το πήρα χαμπάρι καθώς περπατούσα στο δρόμο;». Υστερα - επιτέλους - παρουσιάστηκε στην οθόνη του νου η εικόνα των συγκεντρωμένων έξω από το χτίριο, που άρπαξε στιγμιαία η ματιά του. Ναι, τώρα είναι πια σίγουρος.
Σεισμός! ξεφώνισε τρομαγμένος και άκουσε τη φωνή του να χτυπάει στους τοίχους και τις τζαμόπορτες... ψάχνοντας να βρει αποδέχτη.
- Ποιος είναι; ψηλά τα χέρια! ακούστηκε μια φωνή στο βάθος του διαδρόμου και ξαφνικά πρόβαλε η κάννη ενός αυτόματου κι ένα μάτι που τον εξέταζε προσεχτικά.
- Τι ζητάς εδώ; ρώτησε ο αστυνομικός με προτεταμένο όπλο.
- Εσύ τι ζητάς;
- Νάτα μας... θα μας ελέγξεις κιόλας; Λέγε γρήγορα τι ζητάς εδώ πάνω;
- Ηρθα να πάρω τα λεφτά που μου χρωστάει το ΙΚΑ. Είμαι άνεργος, δεν έχω να φάω.
- Το πουλάκι μου... Και δεν πήρες χαμπάρι τι συνέβη; Δεν είδες τον κόσμο έξω πανικόβλητο;
- Τι συνέβη; αυτό θέλω να μάθω κι εγώ... Τι, έγινε σεισμός;
- Το μυαλό σου είναι κουνημένο, του είπε το όργανο, αφού πείστηκε για τη μη ανάμειξή του στην υπόθεση και του έμπηξε τη φωνή: Βόμβα, βάλανε βόμβα, κατάλαβες τώρα; Αντε δίνε του και να 'χεις το νου σου μη βρεθείς μπερδεμένος, τον συμβούλεψε.
- Ακου βόμβα στο ΙΚΑ... δεν μπορεί, φάρσα θα είναι, σκεπτόταν καθώς κατηφόριζε προς την έξοδο, τι είναι το ΙΚΑ κερδοσκοπικός οργανισμός ή έδρα του «κακού κατεστημένου»;
Αυτό είναι το σπίτι του Λαού, που κουτσά - στραβά κάτι του παρέχει. Εκτός και θέλησαν να το ισοπεδώσουν για... να ξαναγίνει καλύτερο!!
Στα πηγαδάκια που έχασκαν έξω, έμαθε ότι πράγματι κάποιος τηλεφώνησε για βόμβα και ότι ειδικοί της αστυνομίας ψάχνουν να τη βρουν. Και τι δεν άκουσε να λέει ο κόσμος, που εξακολουθούσε να βρίσκεται στα πεζοδρόμια, περιμένοντας το «οκέυ» για να μπουκάρει στο χτίριο.
Τελικά επρόκειτο για φάρσα. Κάποιος «διασκέδασε» πετώντας κουτσούς, στραβούς κι ανήμπορους στο δρόμο. Αστεία είν' αυτά; Θεέ και Κύριε...
Ετσι, ο Αργύρης κατάφερε να βάλει στο χέρι τα λιγοστά αργύρια, που του χρωστούσε το Ιδρυμα και θα μπουκώσει τα στόματα των παιδιών μερικές μέρες.
Μετά τι γίνεται;
Βαγγέλης ΜΗΝΙΩΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου