Το αντιφασιστικό συνέδριο του 1934
«Σας καλούμε - έλεγε, συγκεκριμένα, η διακήρυξη - όλους τους εργαζόμενους και τις οργανώσεις των, όλους τους ελεύθερους και τίμιους ανθρώπους, στον αγώνα ενάντια στο φασισμό, αγώνα για το ψωμί, για τις ελευθερίες.
Η απάντησή μας ας είναι ένας παλλαϊκός συναγερμός για τη συντριβή του, για τη νίκη. Και η μόνη δύναμη που μπορεί να συντρίψει κάθε προσπάθεια για την εγκαθίδρυση του φασισμού, είναι η συνένωση όλων των εργαζομένων, όλων των εχθρών του φασισμού, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Οσοι νιώθετε την ανάγκη να αγωνιστείτε ενάντια στο φασισμό, κινηθείτε! Σας καλούμε να εργαστούμε όλοι μαζί για την πραγματοποίηση ενός Πανελλαδικού Αντιφασιστικού Συνεδρίου.
Το Πανελλαδικό αυτό Αντιφασιστικό Συνέδριο, που μπρος στην ολοένα και πιο απειλητική φασιστική αντίδραση αποφασίσαμε να καλέσουμε, πρέπει να συνενώσει, έξω από κάθε ιδεολογική και πολιτική διαφορά, όλα τα τίμια αντιφασιστικά στοιχεία του τόπου. Πρέπει να είναι το σύνθημα για μια Πανελλαδική Αντιφασιστική Εξόρμηση».
Πίσω, όμως, από αυτή την κίνηση, η ψυχή της, η έμπνευσή της και ο καθοδηγητικός της νους, ήταν το ΚΚΕ που έβλεπε τον κίνδυνο του φασισμού - και του πολέμου - να πλησιάζει απειλητικά για την Ελλάδα, που δε δίσταζε να μιλήσει ανοιχτά γι' αυτόν και να καλέσει σε συστράτευση για την αποτροπή του όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, αν ρίξει μια ματιά στα υλικά του 5ου Συνεδρίου του που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτη του 1934. Ακριβώς σ' αυτό το πνεύμα κινούνταν και η προαναφερόμενη διακήρυξη για το αντιφασιστικό συνέδριο:
«Χρέος μας, χρέος σας - έλεγε η Διακήρυξη - είναι να οργανώσουμε δραστήρια στη χώρα μας την πάλη κατά του φασισμού, που κάθε μέρα και πιο πολύ εκδηλώνεται απειλητικότερος.
Μια σειρά μέτρα χαρακτηριστικά το δείχνουν ολοφάνερα. Νόμοι ανελεύθεροι και τρομακτικοί, καταδιώξεις, συλλήψεις, κακοποιήσεις και φυλακίσεις εργατών, δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων. Αποβολές φοιτητών από τα Πανεπιστήμια, διώξεις και απολύσεις εκπαιδευτικών, καλλιέργεια εντατική του σοβινιστικού πνεύματος, διαλύσεις σωματείων που εξυπηρετούν τις ανάγκες των εργαζομένων, και, αντίθετα, κρατική υποστήριξη όλων των φανερών και κρυφών φασιστικών οργανώσεων - να για την ώρα, τόσες φασιστικές εκδηλώσεις στη χώρα μας.
Η ζωή επιβεβαίωσε αυτούς τους φόβους καθ' ολοκληρίαν όταν μετά από δύο, περίπου, χρόνια εγκαθιδρύθηκε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Ας μείνουμε, όμως, στο αντιφασιστικό συνέδριο και ας προσεγγίσουμε κατ' αρχήν τις αιτίες που υποχρέωναν τότε στην ανάληψη παρόμοιων πρωτοβουλιών.
Η φασιστική απειλή υψώνεται στην Ευρώπη
Οταν τον Απρίλη του '34 εξαγγελλόταν στην Ελλάδα η πρόθεση για διοργάνωση αντιφασιστικού συνεδρίου, ο φασισμός ήταν μια ξεκάθαρη απειλή για την Ευρώπη, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Μουσολίνι και το φασιστικό του κίνημα κυριαρχούσαν στην Ιταλία από το 1922. Ο Χίτλερ ήταν στο τιμόνι της Γερμανίας από τα τέλη Γενάρη του 1933 και μέσα στη διάρκεια του έτους είχε πετύχει την πλήρη επικράτηση της ναζιστικής δικτατορίας θέτοντας υπό διωγμό κι εκτός νόμου κάθε αντιπολιτευόμενη κοινωνική και πολιτική οργάνωση. Φασιστικό καθεστώς είχε εγκαθιδρυθεί και στην Ιαπωνία ενώ οι φασιστικού χαρακτήρα οργανώσεις ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια σε κάθε χώρα απειλώντας - με τη βοήθεια των πιο αντιδραστικών κύκλων της χρηματιστικής ολιγαρχίας - να καταλάβουν την εξουσία και να επιβληθούν. Ετσι, για παράδειγμα, το Φλεβάρη του '34 εκδηλώθηκε φασιστικό πραξικόπημα στη Γαλλία και τον Ιούλη του ίδιου έτους στην Αυστρία.
Ο κίνδυνος του φασισμού - αλλά και του πολέμου, που ήδη είχε γίνει ορατός ως απόρροια των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων - όπως ήταν επόμενο, προκαλούσε βαθιά ανησυχία στο επαναστατικό κίνημα της εποχής υπογραμμίζοντας την ανάγκη να χαραχτεί μια πλατιά ενωτική πολιτική συνένωσης όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων. Προς την κατεύθυνση αυτή τα κομμουνιστικά κόμματα και η Κομμουνιστική Διεθνής, πήραν μια σειρά πρωτοβουλίες ανάμεσα στις οποίες ήταν και η διοργάνωση Αντιφασιστικών Συνεδρίων με πυρήνα τις οργανώσεις της εργατικής τάξης.
Το πρώτο Αντιφασιστικό Εργατικό Συνέδριο, το οποίο μάλιστα ήταν Διεθνές, πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στο Παρίσι τον Ιούλη του 1933. Την πρωτοβουλία για τη διοργάνωσή του είχαν πάρει τον Μάρτη του ιδίου έτους η Επαναστατική Συνδικαλιστική Αντιπολίτευση της Γερμανίας και της Πολωνίας και η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών της Ιταλίας, ενώ η Πολιτική Γραμματεία της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς εξέφρασε την ανεπιφύλακτη στήριξή της αποφασίζοντας: «Να συστήσει σ' όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα των ευρωπαϊκών χωρών να πληροφορήσουν τις τοπικές οργανώσεις τους και να τις καλέσουν να υποστηρίξουν την πρωτοβουλία της σύγκλησης του Αντιφασιστικού Εργατικού Συνεδρίου και να προετοιμάσουν δραστήρια, με τους εργάτες των άλλων τάσεων, το Συνέδριο αυτό» («Ριζοσπάστης» 22/3/1933).
Η προετοιμασία του ελληνικού αντιφασιστικού συνεδρίου
Η διακήρυξη - έκκληση για τη διοργάνωση του ελληνικού αντιφασιστικού συνεδρίου βρήκε πολύ μεγάλη ανταπόκριση, πράγμα που αν μη τι άλλο φανέρωνε πως το έδαφος για την ανάπτυξη και το πλάτεμα του αντιφασιστικού κινήματος ήταν γόνιμο. Ετσι συγκροτήθηκε Πανελλαδική Αντιφασιστική Επιτροπή για τη διοργάνωση του συνεδρίου την οποία αποτελούσαν όσοι υπέγραφαν την αρχική διακήρυξη καθώς και προσωπικότητες από το χώρο των Σοσιαλιστών και των αγροτιστών της εποχής καθώς και εκπρόσωποι από τις ρεφορμιστικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Για παράδειγμα αναφέρουμε τους βουλευτές Χρ. Ευελπίδη και Αθ. Τανούλα, τον σοσιαλιστή Στρατή Σωμερίτη, τον Γ. Γεωργιάδη, τη Μαρία Σβώλου κ.ά.
Αρχικά αποφασίστηκε το συνέδριο να γίνει στις 20 Μάη του 1934 αλλά στη συνέχεια μετατέθηκε για τις 3 Ιούνη. Σ' όλο δε το διάστημα της προετοιμασίας του η χώρα απ' άκρη σ' άκρη βρισκόταν στη δίνη των αντιφασιστικών ζυμώσεων και της εγρήγορσης. Συνέβαινε με χαρακτηριστική ακρίβεια αυτό για το οποίο ο «Ριζοσπάστης» καλούσε από την πρώτη μέρα. «Εμπρός - έγραφε ο "Ρ" - όλοι οι σκλάβοι του κεφαλαίου στην προετοιμασία του αντιφασιστικού συνεδρίου... Ας οργανώσουμε παντού, στα εργοστάσια, στις μεταφορές, στις συνοικίες, στα χωριά επιτροπές του αντιφασιστικού συνεδρίου, μαχητικές ομάδες αντιφασιστικής δράσης». («Ρ» 7/4/1934).
Την πραγματικότητα αυτή δεν παρέλειψε να την πάρει σοβαρά υπόψην της η συντηρητική κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη η οποία αρχικά κράτησε στάση αναμονής - χωρίς να εκδίδει άδεια πραγματοποίησης του συνεδρίου αλλά και χωρίς να αποκλείει ότι θα επιτρέψει τη διεξαγωγή του - για να καταλήξει τελικά να το απαγορεύσει την τελευταία στιγμή. Η απαγόρευση αυτή όπως ήταν αναμενόμενο προκάλεσε αγανάκτηση και οργή. Ετσι στις 3 Ιουνίου 1934 - ημέρα πραγματοποίησης του Συνεδρίου - 1200 εκλεγμένοι αντιπρόσωποι απ' όλη την Ελλάδα καθώς και χιλιάδες αντιφασίστες από την Αθήνα και τον Πειραιά διαδήλωσαν στο κέντρο της πρωτεύουσας για να συναντήσουν απέναντί τους την ωμή αστυνομική βία. Πάνω από 400 συνελήφθησαν, πολλοί κακοποιήθηκαν βάναυσα ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που τραυματίστηκαν (Βλέπε: «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», σελ. 267, Δ. Σάρλη: «Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού», Αθήνα 1975, σελ. 205, «Ρ», 5/6/1934 κ.ά.). Η απόφαση της κυβέρνησης να απαγορεύσει το συνέδριο και να χτυπήσει τους διαδηλωτές χρησιμοποιώντας τα όργανα κρατικής καταστολής είναι ενδεικτική της κατάστασης και των συνθηκών που επικρατούσαν αν ληφθεί υπόψην ότι την ίδια ώρα επιτρεπόταν κάθε διαφήμιση του φασισμού στη χώρα (βλέπε αναλυτικά: «Διακήρυξη της Πανελλαδικής Αντιφασιστικής Επιτροπής», «Ριζοσπάστης» 3/6/1934).
Αντιφασιστική - Αντιπολεμική Συνδιάσκεψη
Μετά απ' όλα αυτά ήταν αδύνατη η σύγκληση του συνεδρίου αλλά το κίνημα δεν υποτάχτηκε. Δύο μέρες αργότερα, στις 5 Ιούνη του 1934, 215 αντιπρόσωποι συγκεντρώθηκαν στον Κοκκιναρά της Κηφισιάς και σε ημιπαράνομες συνθήκες κατάφεραν να πραγματοποιήσουν Αντιφασιστική και Αντιπολεμική Συνδιάσκεψη. Επιστέγασμα των εργασιών της Συνδιάσκεψης ήταν η έκδοση διακήρυξης μέσω της οποίας καλούνταν όλοι οι αντιφασίστες της χώρας «να ενωθούν σε κοινό αγώνα» και να διεκδικήσουν μια σειρά μέτρα διεύρυνσης των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του λαού ούτως ώστε να μπει αποφασιστικός φραγμός στο ενδεχόμενο επικράτησης του φασισμού. Τα μέτρα αυτά, που προτείνονταν στη διακήρυξη, εν συντομία ήταν:
- Η ελευθερία του συνέρχεσθαι, η απόλυτη ελευθερία του Τύπου και της σκέψης.
- Η κατάργηση του «ιδιωνύμου» και όλων γενικά των διατάξεων που περιόριζαν την ελεύθερη πολιτική εκδήλωση των εργαζομένων.
- Η μη ψήφιση ανελεύθερων και αντισυνταγματικών νομοσχεδίων που εκκρεμούσαν στη Βουλή ή που προετοιμάζονταν για να κατατεθούν.
- Η παροχή γενικής αμνηστίας για πολιτικά αδικήματα.
- Ο αφοπλισμός και η διάλυση των φασιστικών οργανώσεων.
- Η πάταξη της αστυνομοκρατίας και της κρατικής αυθαιρεσίας.
- Η θεσμοθέτηση κοινωνικών ασφαλίσεων για τους εργαζόμενους και η εξασφάλιση της ανεμπόδιστης άσκησης του απεργιακού δικαιώματος.
- Η ελευθερία και η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων στους τόπους δουλιάς.
- Οι συνδικαλιστικές ελευθερίες για τους δημόσιους υπαλλήλους.
- Η καθιέρωση της Δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση, η δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος, το σταμάτημα των διώξεων σε βάρος των φοιτητών και των σπουδαστών λόγω της ιδεολογίας τους, η απόλυτη ελευθερία στα ζητήματα της θρησκείας.
- Το σταμάτημα κάθε καταπίεσης και η εξασφάλιση της ισοτιμίας για τις μειονότητες.
- Η παροχή γης στους αγρότες, το σβήσιμο των αγροτικών χρεών και η ανενόχλητη λειτουργία των αγροτικών οργανώσεων, οι φορολογικές ελαφρύνσεις για τους επαγγελματίες και βιοτέχνες.
- Η «παροχή όλων των πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες και γενικά η απόλυτη ισοτιμία τους με τους άνδρες στα ημερομίσθια και τις αμοιβές, καθώς και σ' όλες τους τις ιδιωτικές και δημόσιες σχέσεις τους δικαίου» (ολόκληρη η διακήρυξη: «Ρ» 27/6/1934 και περιοδικό «ΝΕΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ», Ιούλης 1934, σελ. 274 - 276).
Τότε που γίνονταν όλα αυτά, ο αντιφασιστικός αγώνας του λαού μας βρισκόταν ακόμη στην αρχή κι ίσως ελάχιστοι να μπορούσαν να φανταστούν τι έμελλε να επακολουθήσει. Δε χωράει όμως αμφιβολία πως αν στη χώρα μας υιοθετούνταν η πολιτική του αντιφασιστικού κινήματος και του ΚΚΕ, αν εφαρμόζονταν τα μέτρα που πρότεινε με τη διακήρυξή της η Αντιφασιστική και Αντιπολεμική Συνδιάσκεψη του Κοκκιναρά, τότε σίγουρα θα έμπαινε φραγμός στην πορεία εκφασισμού της και πολλά δεινά - όπως η μεταξική δικτατορία - το πιθανότερο να είχαν αποφευχθεί. Βέβαια η ιστορία δε γράφεται με «αν». Αυτό όμως δεν αναιρεί την ιστορική δικαίωση, τόσο σε σχέση με την πρόβλεψη για τον ερχομό του φασισμού, όσο και σε σχέση με την αναγκαία δράση ενάντιά του, που ανήκει στους κομμουνιστές και στους αντιφασίστες συμμάχους τους.
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
1/1/2005
-- Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ
2/6/2002
-- Το εργατικό αντιφασιστικό Συνέδριο του Παρισιού
3/6/2000
-- 1934: Πρώτη Πανελλαδική Αντιφασιστική Συνδιάσκεψη
4/8/1999
-- Συναλλαγή με το αστικό πολιτικό κατεστημένο
19/11/1998
-- Ενάντια στην κρίση και στο φασισμό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου