Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Το συνέδριο έγκρινε σαν οριστικό το καταστατικό του ΚΚΕ που 'χε δημοσιεύσει σαν προσωρινό η ΚΕ.
Το Συνέδριο ψήφισε μανιφέστο προς την εργατική τάξη και τον ελληνικό λαό και έστειλε χαιρετιστήρια στο αρχηγό της εργαζόμενης ανθρωπότητας σ. Στάλιν, στον σ. Δημητρώφ τιμονιέρη της ΚΔ, στον αρχηγό του γερμανικού προλεταριάτου σ. Τέλμαν και στους ηρωικούς απεργούς πείνας, φυλακισμένους και εξόριστους αγωνιστές του ελληνικού λαού. Το συνέδριο ανέθεσε στην ΚΕ τη δημοσίευση των εισηγήσεων και των λόγων των αντιπροσώπων. Το συνέδριο εξέλεξε καινούρια ΚΕ.
Στο Συνέδριο, που η προπαρασκευή του γένηκε ανοιχτά σ' όλο το κόμμα, αντιπροσωπεύτηκαν όλες οι κομματικές οργανώσεις με αντιπροσωπείες εκλεγμένες από τις προσυνεδριακές τοπικές συνδιασκέψεις. Απ' το Συνέδριο απουσίασε για τεχνικούς λόγους μόνο η αντιπροσωπεία που εκλέχτηκε απ' τη Συνδιάσκεψη της περιφερειακής οργάνωσης Κρήτης. Επίσης στο Συνέδριο παρακάθισε και αντιπροσωπεία της ΟΚΝΕ».
Το 6ο Συνέδριο συνήλθε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά το 5ο Συνέδριο. Είχαν συμπληρωθεί μόλις 21 μήνες. Τι είχε, άραγε, μεσολαβήσει που καθιστούσε επιτακτική την εσπευσμένη σύγκληση του Συνεδρίου; Μια ανασκόπηση στα γεγονότα αυτών των 21 μηνών θα δώσει την ακριβή απάντηση.
Αντιφασιστικοί και εργατικοί αγώνες από το 5ο έως το 6ο Συνέδριο
Στο πλαίσιο της οργάνωσης της αντιφασιστικής πάλης, το ΚΚΕ πρωταγωνίστησε το 1934 στη διοργάνωση ενός Πανελλαδικού Αντιφασιστικού Συνεδρίου, αλλά και στη συσπείρωση κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων για την αποτροπή ενδεχόμενης επιβολής στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας στη χώρα. Το Απρίλη του 1934, δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» διακήρυξη, που την υπέγραφαν οι: Ν. Καρβούνης, Μ. Τατασόπουλος, Τάκης Καλλαντζόπουλος, Γ. Σιάντος, Αύρα Θεοδωροπούλου, Π. Δαμασκόπουλος, Β. Γεωργίου, Ι. Αντωνόπουλος, Αιμ. Βεάκης, Μεν. Μαρκόπουλος, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Ν. Τσιλογιάννης, Αρ. Γεωργίου, Δημ. Γληνός, Ι. Αντωνιάδης, Γ. Κούμουλος, Κ. Βάρναλης. Στη διακήρυξη, αφού επισημαινόταν ο άμεσος κίνδυνος του φασισμού, ανακοινωνόταν η συγκρότηση Αντιφασιστικής Επιτροπής για την προετοιμασία και τη σύγκληση Αντιφασιστικού Συνεδρίου, με τη συμμετοχή όλων των αντιφασιστικών τάσεων και δυνάμεων. «Το Πανελλαδικό αυτό Αντιφασιστικό Συνέδριο», τονιζόταν στη διακήρυξη, «πρέπει να συνενώσει, έξω από κάθε ιδεολογική και πολιτική διαφορά, όλα τα τίμια αντιφασιστικά στοιχεία»1.
Η αντιφασιστική δράση του Κόμματος δε σταμάτησε στα παραπάνω. Στις 9 του Σεπτέμβρη 1934, το ΚΚΕ και η Ενωτική ΓΣΕΕ απηύθυναν ανοιχτό γράμμα προς όλους τους εργαζόμενους της χώρας, τη ΓΣΕΕ, τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα, το Αγροτικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τη Γενική Συνομοσπονδία των Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της Ελλάδας (ΓΣΕΒΕ). Στο γράμμα τους αυτό, αφού διαπίστωναν παραπέρα δυνάμωμα του κινδύνου εγκαθίδρυσης ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας και υπογράμμιζαν τις ολέθριες συνέπειες της διάσπασης του προλεταριάτου και όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων, δήλωναν ότι ήταν «...έτοιμοι, για το συμφέρον του αντιφασιστικού αγώνα», να αποκαταστήσουν μαζί τους αντιφασιστική ενότητα δράσης3.
Το Νοέμβρη του '34, ακολούθησαν ενιαίες κινητοποιήσεις για τη ματαίωση του φασιστικού συνεδρίου, που θα συγκαλούνταν με σκοπό την ενοποίηση των φασιστικών οργανώσεων. Χάρη σ' αυτές τις κινητοποιήσεις, ματαιώθηκε τόσο το φασιστικό συνέδριο, όσο και το συλλαλητήριο που επιχείρησαν οι μοναρχοφασιστικές οργανώσεις στις 3 του Φλεβάρη 19356.
Στις 17 του Νοέμβρη 1934, «εθνικοσοσιαλιστές» της οργάνωσης «Τρίαινα», θέλοντας να εκδικηθούν για τη ματαίωση του φασιστικού συνεδρίου τους, επιτέθηκαν ενάντια στα γραφεία του «Ριζοσπάστη». Αποκρούστηκαν, όμως, ηρωικά από την εργατική φρουρά των γραφείων. Τελικά, έσπευσε η αστυνομία σε ενίσχυση των φασιστών, έσπασε τις πόρτες και τραυμάτισε με σφαίρες τριάντα υπερασπιστές του «Ριζοσπάστη».
Ας δούμε, όμως, πώς στο διάστημα που εξετάζουμε αναπτύσσεται το εργατικό κίνημα.
Από το Μάρτη του 1933, η πολιτική ζωή της χώρας είχε στραφεί σε συντηρητικότερες κατευθύνσεις με την ανάληψη της εξουσίας από το δεξιό Λαϊκό Κόμμα. Η διαπίστωση αυτή δεν υπονοεί καθόλου πως οι ομάδες των Φιλελευθέρων ήταν προοδευτικότερες της δεξιάς, αλλά ότι η συντηρητική ολίσθηση ήταν πλέον απροσχημάτιστη. Η νέα κυβέρνηση των Λαϊκών όξυνε ακόμη πιο πολύ τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και οδήγησε στην παραπέρα ανάπτυξη των αγώνων της εργατικής τάξης. Ξέσπασαν μια σειρά απεργίες, οι περισσότερες από τις οποίες οδήγησαν σε άμεσες συγκρούσεις των εργατών με τα όργανα της κρατικής καταπίεσης.
Το 1934, η άνοδος του απεργιακού κινήματος υπήρξε πολύ σημαντική. Ενώ το 1933 κηρύχτηκαν 482 απεργίες με 100 χιλιάδες εργάτες, το 1934 έγιναν 482 απεργίες με 182 χιλιάδες απεργούς. Πολλές εργατικές κινητοποιήσεις εκείνου του χρόνου αντιμετωπίστηκαν με πρωτοφανή κρατική βία, ακόμη και με τη χρήση δυνάμεων του στρατού. Η κρατική εξουσία, που δεν είχε διστάσει να αντιμετωπίσει ακόμη και με τα όπλα τις εργατικές κινητοποιήσεις, χρησιμοποίησε τη βία ενάντια και στους ξεσηκωμένους σταφιδοπαραγωγούς, με αποτέλεσμα στις 26 του Αυγούστου 1934, σε μεγάλο συλλαλητήριο που συγκροτήθηκε στο Αίγιο, η αστυνομία να πυροβολήσει επανειλημμένα κατά των διαδηλωτών και να σκοτώσει δύο αγρότες. Βία χρησιμοποίησε η κυβέρνηση και κατά των οινοπαραγωγών της Λευκάδας, οι οποίοι τον επόμενο χρόνο διεκδίκησαν τον καθορισμό δίκαιων τιμών για το προϊόν τους με γιγαντιαία και μαχητική πορεία τους προς την πρωτεύουσα του νησιού.
Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη του 1934, έγιναν 13 ενιαιομετωπικές απεργίες με συμμετοχή 37.960 απεργών. Το ίδιο διάστημα στην Αθήνα, στον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, ενώθηκαν ορισμένες παράλληλες συνδικαλιστικές οργανώσεις βάσης. Και στο Ηράκλειο και τη Δράμα ιδρύθηκαν ενιαία εργατικά κέντρα.
Οι κυριότερες πολιτικές εξελίξεις ανάμεσα στα δύο συνέδρια
Η περίοδος ανάμεσα στο 5ο και στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ σημαδεύτηκε από σημαντικά ιστορικά γεγονότα, με κορυφαία το βενιζελοπλαστηρικό στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μάρτη του 1935 και την παλινόρθωση της Μοναρχίας το Φθινόπωρο του ιδίου έτους. Επρόκειτο για γεγονότα που ολοκλήρωσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος την προετοιμασία της εγκαθίδρυσης ενός στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος, το οποίο δεν άργησε να ακολουθήσει. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Στις 26/1/1935 ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε επιστολή αντιφασίστα αξιωματικού, με την οποία αποκαλυπτόταν ότι οι βενιζελικοί ετοίμαζαν στρατιωτικό κίνημα για την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας. Η επιβεβαίωση του δημοσιεύματος δεν άργησε να έρθει. Την πρώτη Μαρτίου του 1935, στις 7 το βράδυ, καταλήφθηκε από το συνταγματάρχη Στ. Σαράφη, το πρότυπο τάγμα ευζώνων στου «Μακρυγιάννη» και από το λοχαγό Τσιγάντε η Σχολή Ευελπίδων, ενώ ο υποναύαρχος Δεμέστιχας έθεσε υπό τον έλεγχό του όλο σχεδόν τον πολεμικό στόλο που βρισκόταν στη ναυτική βάση της Σαλαμίνας. Στους κινηματίες προσχώρησαν αμέσως οι μονάδες του στρατού που έδρευαν στα νησιά, την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Η πλήρης, όμως, έλλειψη συντονισμού στις ενέργειες των στασιαστών και η υποτίμηση των αντιπάλων των κινηματιών οδήγησαν το κίνημα από την αρχή στην πλήρη αποτυχία. «Το βενιζελοπλαστηρικό κίνημα - σημειώνουν οι ιστορικοί του ΚΚΕ - υπήρξε ουσιαστικά έργο της αγγλικής πολιτικής στην Ελλάδα. Ηταν μια οργανωμένη προβοκατόρικη ενέργεια των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, που πράκτορές τους δρούσαν συντονισμένα μέσα στην ''Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωση'', η οποία, μαζί με τη ''Δημοκρατική Αμυνα'' του στρατηγού Παπούλια και το ''Δημοκρατικό Φρουρό'' της Θεσσαλονίκης, είχε προετοιμάσει και εκτελέσει το πραξικόπημα».8
Την αποτυχία του βενιζελοπλαστηρικού κινήματος ακολούθησε αμέσως μια σειρά από δίκες9. Ο Στ. Σαράφης, ο Λ. Σπαής και οι αδελφοί Τσιγάντε καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά, ενώ οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι σε απλές φυλακίσεις, τη στιγμή που οι ακροδεξιοί ζητούσαν την επιβολή θανατικής καταδίκης. Οι δίκες συνεχίστηκαν για αρκετό καιρό και στα τέλη του Μάρτη ο Παπούλιας και ο Κοιμήσης καταδικάστηκαν σε θάνατο και τουφεκίστηκαν τη Μεγάλη Εβδομάδα10.
Μέσα στο κλίμα της τρομοκρατίας έγιναν στις 9 του Ιούνη 1935 βουλευτικές εκλογές, στις οποίες αρνήθηκε να πάρει μέρος το Κόμμα των Φιλελευθέρων και ζήτησε από τους οπαδούς του να απόσχουν. Αντίθετα, το ΚΚΕ κατέβασε παντού αγωνιστικούς συνδυασμούς, συνεργαζόμενο, όπου αυτό στάθηκε δυνατό και με άλλες προοδευτικές δυνάμεις της χώρας.
Οι εκλογές οδήγησαν στη νίκη των αντιβενιζελικών κομμάτων που πήραν όλες τις βουλευτικές έδρες. Το ΚΚΕ εξασφάλισε 98.699 ψήφους. Κέρδισε δηλαδή 39.999 ψήφους περισσότερες από τις εκλογές της 5ης του Μάρτη 1933, ανεβάζοντας το ποσοστό του στο 9,5% των ψήφων. Δεν κατόρθωσε, όμως, να εκλέξει κανένα βουλευτή, εξαιτίας του καλπονοθευτικού εκλογικού συστήματος.
Μετά τις εκλογές, οι προσπάθειες του ΚΚΕ για τη συσπείρωση των αντιφασιστικών δυνάμεων πολλαπλασιάστηκαν. Ετσι, στις 13 του Ιούνη 1935, με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του, έριξε την ιδέα της δημιουργίας Πανελλαδικού Δημοκρατικού Συνασπισμού, προβάλλοντας σαν καινούριο στοιχείο της πολιτικής των κομμουνιστών τη συνεργασία τους κατά του μοναρχοφασισμού όχι μόνο με τους ρεφορμιστές σοσιαλιστές και αγροτιστές, αλλά και με τα μικρά αστικά δημοκρατικά κόμματα11.
Στις 2 του Ιούλη 1935, το ΚΚΕ, συνεχίζοντας τις προσπάθειές του για τη συγκέντρωση των αντιφασιστικών δυνάμεων, απηύθυνε ανοιχτή επιστολή στις διοικήσεις της ΓΣΕΕ και της Ενωτικής ΓΣΕΕ, στο Σοσιαλιστικό και στο Αγροτικό Κόμμα, στην Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή, στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των επαγγελματιών, στην Προσωρινή Επιτροπή Δράσης των Αγροτών και σε άλλους ανάλογους φορείς, με την οποία πρότεινε τη σύγκληση εθνικής σύσκεψης, με σκοπό τη μελέτη της κοινής δράσης των οργανώσεων και των μαζών για τη δημιουργία του Πανελλαδικού Αντιφασιστικού Συνασπισμού. Ομως, δεν ανέπτυσσε δράση μόνο το ΚΚΕ και το εργατικό κίνημα, αλλά και ο ταξικός αντίπαλος που από καιρό προετοίμαζε τη στροφή προς τη μοναρχοφασιστική δικτατορία.
Στις 10 Οκτωβρίου του 1935 εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα υπό τον στρατηγό Γ. Κονδύλη, με τη συμμετοχή στο ηγετικό επιτελείο του διοικητή του Α' Σώματος Στρατού υποστρατήγου Αλ. Παπάγου, του αρχηγού του Ναυτικού υποναυάρχου Δ. Οικονόμου και του διοικητή της Αεροπορίας υποστρατήγου Γ. Ρέππα.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, η Ε' Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε υπό καθεστώς στρατοκρατίας, για να δώσει - όπως και έγινε άλλωστε - την τυπική της έγκριση σε μια νέα κυβέρνηση, της οποίας επικεφαλής ήταν ο Κονδύλης. Ο Τσαλδάρης, αν και διέθετε όλη την κοινοβουλευτική δύναμη που χρειαζόταν ώστε η κυβέρνηση του Κονδύλη να καταψηφιστεί, έπραξε ό,τι χρειαζόταν για να συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Αντί να κάτσει μέσα στη Βουλή και να καταψηφίσει την κυβέρνηση του Κονδύλη, πήρε τους 165 πιστούς βουλευτές του και αποχώρησε αφήνοντας πίσω του ένα κοινοβουλευτικό σώμα - την εγκυρότητα του οποίου δεν αμφισβήτησε - από 82 μοναρχικούς βουλευτές που στήριξαν το πραξικόπημα και τους πραξικοπηματίες12.
«Το πραξικόπημα με μηχανισμόν φάρσας - γράφει ο Σπ. Μαρκεζίνης13- ενεδύετο δημοκρατικόν μανδύαν και μετ' ολίγον η Εθνοσυνέλευσις ή τουλάχιστον όσα μέλη της θα παρέμενον εις την συνεδρίασιν, παρίστανον ασυναισθήτως μελλοθανάτους Ρωμαίων Καισάρων».
Λίγες μέρες αργότερα στις 3 Νοεμβρίου του 1935 πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα, για το οποίο δε βρέθηκε κανείς, ούτε τότε ούτε αργότερα, να υποστηρίξει πως ήταν γνήσιο. Τα αποτελέσματά του ήταν εντελώς εξωφρενικά που ούτε αυτοί που τα μαγείρεψαν δεν μπορούσαν να τα αποδεχτούν14. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στο δημοψήφισμα εμφανίστηκαν ότι είχαν ψηφίσει 1.527.714 ψηφοφόροι, δηλαδή κάπου 438.000 περισσότεροι απ' αυτούς που ψήφισαν στις εκλογές του Ιουνίου του 1935!!! Η αποχή είχε μηδενιστεί - παρά το γεγονός ότι τα κόμματα του κέντρου απείχαν - κι όπως ανακοινώθηκε υπέρ της Μοναρχίας ψήφισαν 1.491.992 ή το 97.80%, ενώ υπέρ της Δημοκρατίας μόνο 32.545 ή το 2.12%15. Η βασιλεία - όπως σημειώνει ο Σπ. Λιναρδάτος16- εμφανιζόταν να ψηφίζεται από το 105% περίπου, των πραγματικά εγγεγραμμένων πράγμα καθόλου περίεργο, αφού, όπως αναφέρει ο Αλ Μαζαράκης17 «τόσον χονδροειδείς καλπονοθεύσεις ποτέ δεν έγιναν. Στρατιώται και πολίται εψήφιζον όσας φοράς ήθελον».
Ας επανέλθουμε όμως στο ΚΚΕ να δούμε πώς διαμορφώνεται η πολιτική του αυτή την περίοδο.
Το 7ο Συνέδριο της ΚΔ σφραγίζει τις εξελίξεις
Στις 25 του Ιούλη του 1935, άρχισε στη Μόσχα τις εργασίες του το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ). Την περίοδο του 7ου Συνεδρίου, η Κομιντέρν συνένωνε 76 Κομμουνιστικά Κόμματα και οργανώσεις, οι 19 από τις οποίες ήταν συμπαθούντες. Απ' αυτά τα κόμματα μόνο τα 22 (εκ των οποίων 11 στην Ευρώπη) δρούσαν νόμιμα ή μισοπαράνομα, ενώ τα υπόλοιπα ζούσαν κάτω από το καθεστώς των διώξεων και της τρομοκρατίας (ανάμεσά τους και το Γερμανικό ΚΚ ο ηγέτης του οποίου Ε. Τέλμαν βρισκόταν κλεισμένος στις χιτλερικές φυλακές). Το γεγονός αυτό επηρέασε και τη σύνθεση του Συνεδρίου. Ετσι, στο Συνέδριο συμμετείχαν 513 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν 65 κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις. Η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ απαρτιζόταν από τους Στυλιανό Σκλάβαινα (επικεφαλής), Γιάννη Ιωαννίδη, Γιάννη Μιχαηλίδη, Μιχάλη Τυρίμο, Μιχάλη Σινάκο, Δημήτρη Σακαρέλο, Νίκο Πλουμπίδη και Ανδρέα Τσίπα.
Η ημερήσια διάταξη του Συνεδρίου περιλάμβανε τα εξής θέματα:
- Απολογισμός δράσης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Εισηγητής ο Β. Πικ.
- Απολογισμός δουλιάς της διεθνούς Εξελεγκτικής Επιτροπής. Εισηγητής ο Ζ. Ανγκαρέτης.
- Η επίθεση του φασισμού και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην πάλη για την ενότητα της της εργατικής τάξης ενάντια στο φασισμό. Εισηγητής ο Γ. Δημητρόφ.
- Η προετοιμασία του ιμπεριαλιστικού πολέμου και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Εισηγητής ο Π. Τολιάτι (ψευδώνυμο Μ. Ερκολι).
- Τα αποτελέσματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Εισηγητής ο Δ. Μανουίλσκι.
- Εκλογές των καθοδηγητικών οργάνων της Κομμουνιστικής Διεθνούς18.
Η προσοχή του Συνεδρίου, όπως ήταν αναμενόμενο - και χωρίς αυτό να σημαίνει υποτίμηση οποιουδήποτε άλλου θέματος - επικεντρώθηκε γύρω από την εισήγηση του Γ. Δημητρόφ, η οποία, άλλωστε, είναι και η πιο γνωστή έως τις μέρες μας, λόγω και των εξελίξεων που ακολούθησαν τα επόμενα, μετά το 1935, χρόνια. Ξεχωριστό ενδιαφέρον από τις επεξεργασίες του συνεδρίου έχουν οι προσεγγίσεις που έγιναν γύρω από το φαινόμενο του φασισμού, το χαρακτήρα του και τους κινδύνους που περιέκλειε.
Το 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν επιβεβαίωσε τον ορισμό της 13ης Ολομέλειας της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν ότι «ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου», επισημαίνοντας ότι οι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι χρειάζονται το φασισμό για να ρίξουν όλο το βάρος της κρίσης πάνω στους ώμους των εργαζομένων, για να λύσουν το πρόβλημα των αγορών, ξαναμοιράζοντας τον κόσμο διά μέσου του πολέμου, για να προλάβουν την αύξηση των δυνάμεων της επανάστασης, συντρίβοντας το επαναστατικό κίνημα των εργατών και των αγροτών, χτυπώντας στρατιωτικά το προπύργιο του παγκόσμιου προλεταριάτου, τη Σοβιετική Ενωση19. Στο Συνέδριο αποκρούστηκε οποιαδήποτε σχηματοποίηση στις εκτιμήσεις για το φαινόμενο του φασισμού. «Η ανάπτυξη του φασισμού - σημείωσε ο Δημητρόφ στην εισήγησή του - και η ίδια η φασιστική διχτατορία παίρνουν στις διάφορες χώρες διαφορετικές μορφές, ανάλογα με τις ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, ανάλογα με τις εθνικές ιδιομορφίες και τη διεθνή θέση της δοσμένης χώρας». Επίσης τονίστηκε ότι ο φασισμός «δεν είναι μια απλή αντικατάσταση μιας αστικής κυβέρνησης από μιαν άλλη», αλλά «η αλλαγή της μορφής διακυβέρνησης της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, της αστικής δημοκρατίας, με μιαν άλλη μορφή, την ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία»20. Επισημάνθηκε, δε, η ανάγκη να μην παραβλέπεται αυτή η διαφορά, γιατί διαφορετικά θα εμπόδιζε το επαναστατικό προλεταριάτο να κινητοποιεί πλατιά στρώματα του λαού στον αγώνα κατά του φασιστικού κινδύνου.
Πρωταρχική σημασία έδωσε το Συνέδριο στην ανάγκη δημιουργίας ενιαίου εργατικού μετώπου. Στο ερώτημα αν ήταν δυνατή η ενότητα δράσης του προλεταριάτου σε κάθε χώρα και διεθνώς, το συνέδριο απάντησε καταφατικά: «Ναι, αυτό είναι δυνατό - σημείωνε ο Δημητρόφ. Μπορεί να γίνει τώρα κιόλας, αμέσως. Η Κομμουνιστική Διεθνής δε βάζει απολύτως άλλο όρο για την ενότητα δράσης, εχτός από έναν μοναδικό, στοιχειώδη, αποδεχτό από όλους τους εργάτες, δηλαδή, η ενότητα δράσης να στρέφεται ενάντια στο φασισμό, ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου, ενάντια στον κίνδυνο του πολέμου, ενάντια στον ταξικό εχθρό. Αυτός είναι ο δικός μας όρος»21.
Σε απόλυτη συνάφεια με την πολιτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, το 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν επεξεργάστηκε και την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου, την πολιτική συσπείρωσης, δηλαδή, όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων, πολιτικών και κοινωνικών, πέρα από την εργατική τάξη και τα κόμματά της. Βάση για την επεξεργασία αυτής της πολιτικής, δεν ήταν μόνο η ανάγκη η αντιφασιστική πάλη να συσπειρώνει ευρύτερες - πέραν του προλεταριάτου - δυνάμεις, αλλά και το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν μπορούσε να αδιαφορεί για τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες διεξήγαγε τον ταξικό της αγώνα, για το αν, δηλαδή, επρόκειτο για συνθήκες ανοιχτής φασιστικής τρομοκρατικής δικτατορίας ή συνθήκες αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σε τελευταία ανάλυση, οι όποιες ελευθερίες απολάμβανε η εργατική τάξη στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ήταν κατακτήσεις δικές της, πληρωμένες με αίμα, τις οποίες έπρεπε να υπερασπιστεί και να διευρύνει. Το Συνέδριο απάντησε καταφατικά στο ενδεχόμενο οι κομμουνιστές να μοιραστούν την ευθύνη σε μια κυβέρνηση του Ενιαίου Μετώπου ή του Λαϊκού Αντιφασιστικού Μετώπου, καθορίζοντας τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. «Οσο μια τέτοια κυβέρνηση - τόνιζε στην εισήγησή του ο Γ. Δημητρόφ - θα διεξάγει πραγματικά αγώνα ενάντια στους εχθρούς του λαού και θα αφήνει ελευθερία δράσης στην εργατική τάξη και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, εμείς οι κομμουνιστές θα την υποστηρίζουμε με κάθε τρόπο και θα αγωνιστούμε στις πρώτες γραμμές σα στρατιώτες της επανάστασης. Δηλώνουμε όμως ανοιχτά στις μάζες: Η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να φέρει την τελική σωτηρία. Δεν είναι σε θέση να ανατρέψει την ταξική κυριαρχία των εκμεταλλευτών, γι' αυτό δεν μπορεί να ματαιώσει οριστικά τον κίνδυνο της φασιστικής αντεπανάστασης. Επομένως, πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τη σοσιαλιστική επανάσταση! Η σωτηρία θα έρθει αποκλειστικά μόνο από την εξουσία των σοβιέτ!»22. Το 7ο Συνέδριο έληξε τις εργασίες του με την εκλογή νέων καθοδηγητικών οργάνων της ΚΔ. Στην Εκτελεστική Επιτροπή εκλέχτηκαν 46 τακτικά μέλη και 33 αναπληρωματικά. Στο προεδρείο εκλέχτηκαν 19 μέλη. Ακόμη εκλέχτηκε Γραμματεία από 7 τακτικά μέλη και τρία αναπληρωματικά. Γενικός Γραμματέας της Διεθνούς εκλέχτηκε ο Γ. Δημητρόφ.
Η επεξεργασία της πολιτικής του ΚΚΕ, με βάση τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ, ουσιαστικά άρχισε τον Αύγουστο του 1935 με την «Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ πάνω στην τρέχουσα στιγμή». Με την απόφαση αυτή, η Κεντρική Επιτροπή διατύπωσε το σύνθημα της δημοκρατικής αντιφασιστικής κυβέρνησης. Η 4η Ολομέλεια της ΚΕ (Σεπτέμβρης του 1935) και κυρίως το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Δεκέμβρης του 1935), μέσα από δημιουργική επεξεργασία, έφεραν σε αντιστοιχία όλες τις πλευρές της πολιτικής του Κόμματος με τις απαιτήσεις των αποφάσεων του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ.
Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ, όπως έχουμε προαναφέρει, συνήλθε στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1935. Πήραν μέρος σ' αυτό 45 αντιπρόσωποι, εκλεγμένοι από τις συνδιασκέψεις των τοπικών κομματικών οργανώσεων, 2 αντιπρόσωποι της Κεντρικής Επιτροπής, 2 της ΟΚΝΕ και 2 προσκαλεσμένοι με συμβουλευτική ψήφο, συνολικά 51 αντιπρόσωποι23.
Η σύγκληση του 6ου Συνεδρίου έγινε σε μια περίοδο έντασης της επίθεσης των δυνάμεων του φασισμού και του πολέμου σε διεθνή κλίμακα και στην Ελλάδα. Το 6ο Συνέδριο, στηριζόμενο και στις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ, επικέντρωσε την προσοχή του στην αποσόβηση του κινδύνου εγκαθίδρυσης φασιστικής δικτατορίας.
Καθόρισε τα καθήκοντα του ΚΚΕ για τη δημιουργία του Ενιαίου Μετώπου και του Παλλαϊκού Μετώπου και την πραγματοποίηση της συνδικαλιστικής ενότητας, που μπορούσαν να φράξουν το δρόμο στη φασιστική δικτατορία. Υιοθέτησε το σύνθημα της «Λαϊκής Δημοκρατικής Εξουσίας» του προλεταριάτου και της αγροτιάς, στην οποία θα οδηγούσε η συντριβή του μοναρχοφασισμού και στη συνέχεια η ανατροπή της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Εθεσε τα ζητήματα του κύριου εχθρού και της διάταξης των ταξικών δυνάμεων, στην επικείμενη, όπως την είχε χαρακτηρίσει τότε, αστικοδημοκρατική επανάσταση για την οποία γινόταν λόγος στις αποφάσεις της 6ης ολομέλειας της ΚΕ του '34 αλλά και του 5ου Συνεδρίου που επικύρωσε αυτές τις αποφάσεις. Υπογράμμισε ότι κοινός εχθρός της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων της πόλης και του χωριού, όλου του εργαζόμενου λαού είναι η πλουτοκρατική ολιγαρχία. Αυτή αποτελεί τον κύριο εχθρό και ενάντιά της πρέπει να στραφεί το κύριο χτύπημα του μετώπου των λαϊκών δυνάμεων. Σπουδαία ήταν η απόφαση του 6ου Συνεδρίου για τον πόλεμο. Χαρακτηρίζοντας άμεσο τον κίνδυνο πολέμου, που απειλούσε τη χώρα μας και τον κίνδυνο απώλειας της εθνικής της ανεξαρτησίας από τους ξένους ιμπεριαλιστές, κυρίως από την Ιταλία, καθόρισε ότι «το καθήκον τόσο της απόκρουσης της άμεσης απειλής του πολέμου, όσο και της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές... πέφτει πάνω στο κόμμα μας»24. «Οι Ελληνες κομμουνιστές», τονιζόταν στο Μανιφέστο του Συνεδρίου προς την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό της χώρας, «θα είναι στην πρώτη γραμμή σαν πρόκειται να υπερασπίσουν την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της χώρας, όταν απειληθεί...»25
Το Συνέδριο έθεσε το καθήκον της «συγχώνευσης των κομμουνιστικών αγροτικών οργανώσεων με όλα τα αγροτικά κόμματα και τις άλλες δημοκρατικές πολιτικές οργανώσεις στο χωριό σ' ένα μαζικό και ενιαίο παναγροτικό κόμμα, με βάση την πάλη για τις άμεσες απαιτήσεις της αγροτιάς, την πάλη κατά του φασισμού και του πολέμου και τη συμμαχία με την εργατική τάξη». Με την απόφαση, όμως, του Συνεδρίου για τη διάλυση των οργανώσεων του ΚΚΕ στο χωριό και την ένταξη των μελών τους στο ΑΚΕ καταργήθηκε η αυτόνομη οργάνωση και δράση των κομμουνιστών στην ύπαιθρο.
Για τη νέα γενιά, το 6ο Συνέδριο έθεσε το καθήκον της πάλης για τη δημιουργία ενιαίας οργάνωσης νέων στην Ελλάδα.
Το Συνέδριο επικύρωσε την απόφαση της 3ης Ολομέλειας της ΚΕ (Απρίλης του 1935) που ακύρωσε το σύνθημα για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» και το αντικατέστησε με το σύνθημα της πλήρους εθνικής και πολιτικής ισοτιμίας όλων των εθνικών μειονοτήτων που ζούσαν στην Ελλάδα.
Το Συνέδριο εξέλεξε νέα Κεντρική Επιτροπή και νέο Πολιτικό Γραφείο. Η ΚΕ αποτελέστηκε από τους Στέργιο Αναστασιάδη, Βασίλη Βερβέρη, Παντελή Δαμασκόπουλο, Νίκο Ζαχαριάδη, Γιάννη Ζέβγο, Γιάννη Ιωαννίδη, Παντελή Καραγκίτση, Δαμιανό Μάθεση, Γιάννη Μιχαηλίδη, Γιάννη Μιχελίδη, Στέφανο Μόσχο, Βασίλη Νεφελούδη, Δημήτρη Παρτσαλίδη, Νίκο Πλουμπίδη, Μιλτιάδη Πορφυρογένη, Πέτρο Ρούσο, Γιώργη Σιάντο, Μιχάλη Σινάκο, Σιτοκωσταντίνου, Γρηγόρη Σκαφίδα, Στυλιανό Σκλάβαινα, Λεωνίδα Στρίγκο, Μιχάλη Τυρίμο και Χρύσα Χατζηβασιλείου. Το νέο Πολιτικό Γραφείο αποτέλεσαν οι: Νίκος Ζαχαριάδης, Βασίλης Νεφελούδης, Στυλιανός Σκλάβαινας, Γιάννης Μιχαηλίδης, Γιώργης Σιάντος, Γιάννη Ιωαννίδης και Δημήτρης Παρτσαλίδης.
1. Ριζοσπάστης, 6.4.1934.
2. Σε 16 μήνες διακυβέρνησης της χώρας από το Λαϊκό Κόμμα, δολοφονήθηκαν 10 εργάτες και αγρότες, συνελήφθηκαν 3.725, από τους οποίους οι 785 καταδικάστηκαν σε πολύχρονες φυλακίσεις και εκτοπίσεις. Στάλθηκαν στον πειθαρχικό ουλαμό Καλπακίου 54 φαντάροι, βασανίστηκαν 300 πολίτες, τραυματίστηκαν 305. Απαγορεύτηκαν 160 συγκεντρώσεις, διαλύθηκαν βίαια άλλες 128 και έγιναν 138 επιδρομές σε γραφεία οργανώσεων και σωματείων, σε τυπογραφεία εφημερίδων κλπ. (Βλ. «Το ΚΚΕ - Επίσημα κείμενα», τόμος τέταρτος, σελ 511).
3. «Το ΚΚΕ - Επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος τέταρτος, σελ. 84 - 86.
4. «Το ΚΚΕ - Επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος τέταρτος, σελ. 87 - 89.
5. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 271.
6. Αλέκος Κουτσούκαλης: «Η δεύτερη δεκαετία του ΚΚΕ», εκδόσεις ΓΝΩΣΗ σελ. 102.
7. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 274.
8. Στο ίδιο, σελ. 276.
9. Ακολούθησαν, επίσης, αθρόες απολύσεις δημοκρατικών δημοσίων υπαλλήλων. Είναι χαρακτηριστικό το μισαλλόδοξο πνεύμα των υπουργικών εγγράφων, με τα οποία ζητούνταν από τις τοπικές υπηρεσίες τα ονόματα των δημοσίων λειτουργών, «οίτινες προσεχώρησαν ή οπωσδήποτε ηυνόησαν το στασιαστικόν κίνημα» ή «καθ' ων υπήρχον ενδείξεις επί κομμουνισμώ».
10. Εκτός από τους στρατηγούς Παπούλια και Κοιμήση, που ήταν ηγέτες της «Δημοκρατικής Αμυνας», αλλά πρώην στελέχη του μοναρχισμού, τουφεκίστηκε και ο επίλαρχος Βολάνης. Στις 5 του Μάη, εξάλλου, καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο οι Ε. Βενιζέλος, Ν. Πλαστήρας, Ι. Κούνδουρος και Ε. Τζανακάκης απαλλάχτηκαν ή τιμωρήθηκαν με μικρές ποινές όσοι αστοί πολιτικοί ήταν παρόντες στη δίκη, όπως οι Καφαντάρης, Σοφούλης και Παπαναστασίου, οι οποίοι, τρομοκρατημένοι, όχι μόνο αποκήρυξαν το κίνημα του Μάρτη, αλλά και ζήτησαν τη φιλανθρωπία των στρατοκρατών (Βλέπε σχετικά: Ν. Ψυρούκης: «Ο Φασισμός της 4ης Αυγούστου», εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ, σελ. 103).
11. «Το ΚΚΕ - Επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ τόμος τέταρτος, σελ. 186 - 188.
12. Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909 - 1940», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος Δ', σελ. 57.
13. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, στο ίδιο, σελ. 219
14. Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις Διογένης, σελ. 70.
15. Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909 - 1940», εκδόσεις «Καπόπουλος», τόμος Δ', σελ. 62 - 63.
16. Σπ. Λιναρδάτου, στο ίδιο, σελ. 117.
17. Αλέξανδρου Μαζαράκη - Αινιάνος: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις «Ικαρος» 1948, σελ. 431.
18. «Ιστορία της 3ης Διεθνούς», Εκδοση «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 398 - 400.
19. Γ. Δημητρόφ: «Ο Φασισμός: Εισήγηση στο 7ο Συνέδριο», Εκδόσεις «Πορεία» σελ. 19 - 21.
20. Στο ίδιο, σελ. 22 - 23.
21. Στο ίδιο, σελ. 45.
22. Γ. Δημητρόφ, στο ίδιο, σελ. 96.
23. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 284.
24. «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος τέταρτος, σελ. 294.
25. Στο ίδιο, σελ. 322.
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
12/9/2000
-- 1935: Το ΚΚΕ καλεί σε μέτωπο κατά του φασισμού
19/11/1998
-- Ενάντια στην κρίση και στο φασισμό
30/7/1997
-- Το Ενιαίο Εργατικό και το Λαϊκό Μέτωπο
30/7/1997
-- (ενθ. στο 1ο) Η σύνθεση και η θεματολογία του Συνεδρίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου