6 ΜΑΡΤΗ 1910
Το χρονικό της εξέγερσης των κολίγων
Απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα, την τριλογία "Χωρικοί", του Ηλία Λεφούση
..."Ω, αυτοί εδώ αδέλφια μου, μας σκοτώνουν. Αυτοί εδώ μας εξοντώνουν, τι καρτεράμε; Σε μια νόμιμη εκδήλωσή μας, αυτοί οι λεβέντες απαντούν με σφαίρες και σκοτωμούς. Μα, τέλος πάντων, ποιοι είμαστε και μας σκοτώνουν; Είμαστε αδέλφια. Μα και τι ζητάμε και μας αντιμετωπίζουν μ' αυτόν τον τρόπο; Ζητάμε γη για να δουλέψουμε, να ζήσουμε τα σπίτια μας και τα παιδιά μας, να δώσουμε και ψωμί στο λαό μας. Και η απάντηση είναι σφαίρες και δάκρυα. Τετρακόσια χρόνια, αδελφοί μου, αναμείναμε τον ήλιον της ελευθερίας και το φως της δικαιοσύνης και ετούτοι εδώ μας πυροβολούν και μας σκοτώνουν. Δεν τους αναγνωρίζουμε το ρόλο τους και το δίκαιον δεν είναι με το μέρος των. Εμείς είμαστε οι πολλοί, εμείς είμαστε οι αδικημένοι, εμείς είμαστε εκείνοι που πεινάμε, εμείς, τα παιδιά μας και τα σπίτια μας, τη στιγμή που η γη μένει ακαλλιέργητη και άπραγη σε ξένα χέρια. Μπορεί εκείνοι που στέκονται απέναντί μας να είναι δυνατοί, γιατί έχουν τα όπλα, θα τους απαντήσουμε πως δεν είναι δυνατοί, δεν είναι πανίσχυροι, ακόμα και αν διαθέτουν όπλα, γιατί το δίκαιον δεν είναι μαζί των, το δίκαιο είναι με τους αγρότες, μ' εκείνους που δουλεύουν τη γη, που την αγαπούνε και την πονούν. Αδελφοί, άντρες και γυναίκες, γέροι και νέοι, όλοι εδώ, όλοι κάτω απ' τη σημαία του αγώνα μας, κάτω απ' τη σημαία της γης μας, ο Θεός είναι μαζί μας, μην τους φοβόσαστε, μη δειλιάζετε. Είμαστε μια μεγάλη δύναμη, είμαστε οι πολίτες της γης, είμαστε οι άνθρωποι της δουλιάς, του δίκαιου και του ψωμιού. Ολη η Θεσσαλία στο πόδι, αδελφοί μου αγρότες, από παντού μας έρχονται τα μηνύματα της νίκης: Η Καρδίτσα είναι ανάστατη, οι Τρικαλινοί εισέβαλαν στα τσιφλίκια Ζωγράφου, οι Αλμυριώτες κατέλαβαν τα τσιφλίκια Τσοποτού, ο Τύρναβος είναι εδώ, η Αγιά, η Ελασσόνα, όλη η Θεσσαλία είναι παρούσα και φωνάζει με ανοιχτό στόμα: Κάτω οι τσιφλικάδες, κάτω τα τσιφλίκια, ζήτω η απαλλοτρίωσις, ζήτω οι αγρότες της Θεσσαλίας, η νίκη είναι μαζί μας!...".
Η απάντηση στην προσφώνηση αυτή του φοιτητή Σχοινά ήταν ουρλιαχτά, έκρηξη και επιθετικότητα. Το πλήθος χουχούλαζε.
Φόρτωσαν τους λαβωμένους στα κάρα και τράβηξαν για την κεντρική πλατεία, ένα ποτάμι.
Η πύλη των Φαρσάλων, η πύλη του Βόλου, η πύλη του Τυρνάβου είχαν σπάσει κι οι αγρότες είχαν περάσει στην πόλη από γύρω γύρω.
Θάλασσα το σιγκούνι, η πατατούκα, το καποτέλη, τα κάρα και οι βοϊδάμαξες.
Η εισβολή συνεχιζόταν ως τις μεσημεριανές ώρες.
***
Πρόσωπα, ξαγριωμένα, μάτια συγνεφιασμένα, δυνατά πόδια, γερά χέρια.
Αποφασισμένοι για όλα.
Ρήτορες της στιγμής ξεπετάγονταν εδώ κι εκεί και βγάναν λόγους μέσ' στο πλήθος, ελεγείες μεγάλου κάλλους, γεμάτες οργή, υποβλητικότης κι επιθετικότητα.
Κανένας δεν ήξερε από πού έβγαινε αυτή η δύναμη, αυτή η ορμή, που έμεινε στα κιτάπια να λέγεται.
Φωνές ως κύματα ξεπετάγονταν και σκέπαζαν την πλατεία.
Απ' τη Νικοτσάρα έφτασε ένας παπάς πάνω στο κάρο και το είχε τ' αψηλού. Μπορεί να τα είχε κοπανημένα ο καλός άνθρωπος του Θεού, μπορεί και να 'χε μεθύσει απ' το κρασί του αγώνα, που έτρεχε παντού στους δρόμους της Θεσσαλίας.
Αμέσως ύστερα έφτασε ένα άλλο κάρο γεμάτο μαθητές, στη μέση ο δάσκαλος με το ψαθί και τη γραβάτα, σημαίες και συνθήματα για τη γη.
"Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια", άρχισε ο παπάς, και το έλεγε με καρδιά, το ξεφώνιζε με ορμή, έκανε ο καθένας εκείνο που μπόραε.
Επρεπε να δείξουν πως ήταν κι εκείνοι εκεί, συμμετείχαν στο μεγάλο πανηγύρι για την απαλλοτρίωση, για τη διανομή της γης στους φτωχούς χωρικούς.
Ε, πάνω σ' αυτό, απ' τα μεσιτάδικα έφτασε ένας καβαλάρης που πήρε να λέει φοβερά πράγματα, για λαβωμένους, για σκοτωμένους, για μακελειά.
Μίλαε για τρένα, χωροφυλακές και Κιλελέρια ο καλός άνθρωπος.
"Βρε, τους σκότωσαν, σας λέω", φώναζε με φουσκωμένα μάγουλα, "τους μακέλεψαν! Δε με καταλαβαίνετε; Ελληνικά μιλάω!...".
Οι άλλοι τον κοίταγαν περίεργα για κείνα που άκουγαν. Κι εκείνος ψηλά απ' τ' άλογό του, έλεγε... έλεγε...
***
Είχε φτάσει το τρένο στο Κιλελέρ.
Μα καθώς σταμάτησε, ως ήταν η στάση του, ως τρακόσιοι αγρότες χύθηκαν πάνω του, να πααίναν για το συλλαλητήριο στη Λάρισα,6 του Μάρτη, ως ήταν κανονισμένο από κεφαλές αγροτών, βέβαια.
Να γινόνταν εκεί κάτω στη Λάρισα, τη μάνα του Κάμπου, τη μάνα της Θεσσαλίας, να φωνάζαν για την απαλλοτρίωση, για τη μοιρασιά των τσιφλικιώνε, δέον να σημειωθεί, καλέ Κύριε.
Μα, ντουνιά μαύρε, εκείνοι που κουμαντάριζαν τον τόπο είχαν άλλα στο κεφάλι τους, άλλα στο μυαλό τους το κίβδηλο, Ιησού του Ναυή.
Και βγήκαν μπροστά να πούνε το μεγάλο τους ΟΧΙ, όχι στο συλλαλητήριο, στην απαλλοτρίωση, στη μοιρασιά της γης.
Ρε παιδιά, αντέτειναν οι άλλοι, εμείς δεν είμαστε Ελληνοι, δεν είμαστε άνθρωποι, δε θέλουμε να ζήσουμε;
Ο λοχαγός Τριανταφύλλου, ένας αρειμάνιος αξιωματικός, ως και αντίκρισε τους αγρότες να σκαρφαλώνουν σαν αγριόγατοι στο τρένο, έτρεξε στα πίσω βαγόνια να συνεννοηθεί με ένα άλλο μειράκιον, το λοχαγό Χρονόπουλο, κι αμέσως ύστερα βγήκαν κι οι δύο με τις μπιστόλες στα χέρια και να βαράνε στο κρέας.
"Κάτω, ρεεε!...".
Φωνές, χουγιάσματα, διαμαρτυρίες, κάποιοι κατέβαιναν, κάποιοι ανέβαιναν. Χώμα, ταγάρια, πατατούκες, καποτέλια, πίκρα και χάος.
Εκείνη την ώρα έφτασε ο Καραμπέρης, ο αγρότης, καβάλα σε μια κόκκινη φοράδα, και ούρλιαξε: "Απάνω τους...".
Η φωνή του τρικύμισε στο πρωινό μελτέμι.
Εκείνη τη στιγμή καταφτάνει μια μεγάλη παρέα χωρικοί. Καταμπρός τράβαε ο Νταφούλης, που χούγιαζε μ' ούλα του τα πλεμόνια:
"Κάτω οι ψεύτες οι τζιφλικάδες για πάντα!".
Ενας άλλος με σαρίκι στο κεφάλι συμπλήρωσε:
"Μαρίνο Αντύπα, ζεις, εσύ μας οδηγείς".
Κάρα του '10 και αραμπάδες και νταλίκες και ήθος - η αρετή της γης.
Ενα κύμα αφρισμένο χιμάει στο τρένο και σκαρφαλώνει.
Αμέσως τότες ακούστηκαν πυροβολισμοί και αμέσως ησυχία. Θρήνοι στα μπροστινά βαγόνια.
Κάποιοι, που είχαν σκαρφαλώσει εκεί, ρίχνουν το μηχανοδηγό μπηχτοκέφαλα κάτω, τα πόδια πάνου.
Μέσ' στο χώμα και μέσ' στη σκόνη.
Γιατίς; Ο άι - Μάμας, ο τζομπάνος, ίσως ήξερε, ο προστάτης.
Μέσ' στην ανεμοζάλη ακούστηκε μια φωνή σε ύφος διαταγής:
"Απάνω τους! Και πετάξτε τους ούλους κάτου".
"Σύμφωνοι", συμπλήρωσε ένας άλλος με κάπα στο μανίκι.
Η μυρμηγκιά είχε καβαλικέψει το τρένο, η μυρμηγκιά των χωρικών.
Ο Καραμπέρης από Χατζήμισι, με ένα φαλάγγι στο χέρι, ούρλιαζε με ανοιχτό στόμα:
"Απάνω τουουους...!".
Ενα επιθετικό κύμα ακολούθησε αυτήν την προσταγή.
Ο Νταφούλης με την ξεφτισμένη πατατούκα χούγιαξε πάλε:
"Αδέρφιαααα! Ούλοι απάνω! Ούλοι για Λαρίσα!".
Μα οι πόρτες είναι σφαλισμένες και δεν ανοίγουν.
"Σπάστε τις πόρτες! Κομματιάστε τις, αδέρφια!", ούρλιαξε ο Αφεντούλης απ' το Αβδουλάρ. "Μην κωλώνετε!".
Κάποιοι που ρίχτηκαν στην οροφή του τρένου κουτρουβάλησαν απ' την άλλη μεριά - μύλος.
Φωνές, ουρλιαχτά, χαμοί.
Ο λοχαγός Τριανταφύλλου τρέχει και πάλι στα πίσω βαγόνια και φωνάζει:
"Λοχαγέ Χρονόπουλε, έχουν πλημμυρίσει το τρένο, πέστε μου τι να κάμω, έχω παραλύσει".
Ο λοχαγός Χρονόπουλος πάει στο πίσω - πίσω βαγόνι, όπου εκεί είχανε καταφύγει κάποια αξιοσέβαστα πρόσωπα: Ο διευθυντής των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων Πολίτης και ο Γερμανός δημοσιογράφος Φίσερ με τη γυναίκα του. Μικρή ανακωχή και αμέσως ύστερα εμφανίστηκε ο Χρονόπουλος να διατάζει τη φρουρά, ως τριάντα τσολιάδες, "βαράτε στο ψαχνό!...".
Τρεις φάλαγγες βάδιζαν εκείνο το πρωινό: Από Σακαλάρι, από Σαρτζιλάρι, από Μπουραζάνι τόπο, άλλες εδώ κι άλλες εκεί, σαρανταποδαρούσες μέσ' στον κρύο κάμπο του Μαρτίου.
Κεφάλια τυλιγμένα με υφαντές πετσέτες, πατατούκες μαύρες, παπούτσια από καουτσούκ, πεζούρα και καβαλαρία, πρόσωπα κόκκινα σαν καρπούζια απ' την οργή.
Και χύνονταν στο τρένο σαν μυρμήγκια.
Τότες ακούστηκαν πάλε ντουφεκιές κι αμέσως ύστερα ένας φώναξε: "Μην τους φοβόσαστε, αδέρφια, μην τους στιμάρετε τους κιοτήδες του '97...".
***
Απ' την μπροστινή πόρτα κατέβαιναν εφτά χωροφυλάκοι, τα μαλινχέρια στα χέρια.
"Κοπανάτε τους στο ψαχνό", ακούστηκε μια διαταγή. "Τι καρτεράτε;".
Ακούγεται ομοβροντία. Γίνεται μια περίεργη ησυχία, κάτι τρέχει.
Κάποιος ή κάποιοι λαβώθηκαν, αλλά ποιος, εκεί δε γνώριζε ο σκύλος τον αφέντη.
Κανένας κανέναν δε γνώριζε.
Ενας απίστευτος καρφώνει δυο σημαίες στην ατμομηχανή, μία κόκκινη, μια μαύρη.
Ούτε μια ελληνική δεν υπήρχε.
Την είχαν κάνει σύμβολο καταπίεσης και τρόμου.
Η φρουρά τρέχει από βαγόνι σε βαγόνι και ρίχνει κάτω τους κολίγους.
Ο διευθυντής των τρένων φωνάζει:
"Βαράτε τους, μην τους λογαριάζετε".
Αλλοι κατεβαίνουν, άλλοι ανεβαίνουν, άλλοι πετροβολάν, τζάμια σπάζουν.
Πανζουρλισμός.
Αμέσως ύστερα ξανακούστηκαν ντουφεκιές.
Δύο χωρικοί, ο Θανάσης ο Νταφούλης και ο Θανάσης ο Μπόκας, είχαν πέσει ανάσκελα στο χώμα, ήταν ήδη νεκροί.
Αφηνιασμός.
Τη στιγμή εκείνη έγινε βαθιά σιωπή, η σκιά του θανάτου είχε απλωθεί στο τοπίο.
Εδώ, ετούτοι οι τζιβαέρηδες βάραγαν, για γονιό δε χάριζαν, που λένε.
Ω, η Πατρίς ήτανε άγρια και δε δίσταζε να σκοτώνει τα τέκνα της.
Μέσ' στην ανακατωσούρα, το τρένο ξεκίνησε, αφήνοντας πίσω του νεκρούς, λαβωμένους και αγρότες άναυδους.
Μα, σαν έφτασε το τρένο εκείνο παρακάτω, Τσουλάρι τσιφλίκι, πέφτει ένας άλλος στον τόπο, ο Αθανάσιος ο Ακριβούσης, από Χατζήμισι μέρος.
Ω, οι καταραμένοι!
Του ανώνυμου.
Τον χτύπησαν μέσ' στα φυλλοκάρδια του τα παλικαρίσια.
Κόκκινο τριαντάφυλλο το αίμα του απ' τα στήθια.
Γονάτισε και ξανασηκώθηκε και στηρίχτηκε στο 'να του πόδι.
Κι απ' τη θέση αυτή είδε το τρένο ν' απομακρύνεται, να το καταπίνει ο κάμπος. Και ούρλιαξε μ' ανοιχτό στόμα:
"Ούλοιν στη Λάρισα, ούλοιν, αδέλφιααα!...".
Οι άλλοι έτρεξαν να τον στηρίξουν καθώς πάαινε να σωριαστεί.
Και, βαστώντας τον, έβλεπαν το τρένο που έσβηνε στην επιφάνεια της γης. Αφρισμένοι, άναυδοι, αγαναχτισμένοι και μόνοι.
"Καθάρματαααα! Εϊ, τη μάνα σας, μπάσταρδοι!...".
Φόρτωσαν λαβωμένους και σκοτωμένους και βάδισαν για το συλλαλητήριο της Λάρισας - Σάββατο, Μαρτίου 6, το έτος 1910.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου