Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ Ο ΕΝΓΚΕΛΣ ΣΤΟΥΣ ΜΠΕΜΠΕΛ, ΛΗΜΠΚΝΕΧΤ, ΜΠΡΑΚΕ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ
(«ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΓΡΑΜΜΑ»)
Λονδίνο, 17 - 18 του Σεπτέμβρη 1879
...Το μανιφέστο των τριών της Ζυρίχης
Από την αρχή κιόλας λένε:
«Το κίνημα που ο Λασσάλ, το θεωρούσε κατ' εξοχήν πολιτικό, που σ' αυτό καλούσε όχι μόνο τους εργάτες, αλλά όλους τους τίμιους δημοκράτες, που επικεφαλής του έπρεπε να βαδίσουν οι ανεξάρτητοι εκπρόσωποι της επιστήμης και όλοι όσοι εμπνέονταν από αληθινή αγάπη για τον άνθρωπο, εκφυλίστηκε κάτω από την προεδρία του Ι.Β, φον Σβάιτσερ σ' ένα μονόπλευρο αγώνα των εργατών της βιομηχανίας για τα συμφέροντά τους».
Δεν εξετάζω αν και κατά πόσο είναι αυτό σωστό στην πραγματικότητα. Η ιδιαίτερη μομφή που δίνεται εδώ στον Σβάιτσερ, είναι ότι ο Σβάιτσερ κατέβασε το λασσαλισμό, που εδώ τον εννοούν σαν αστικό - δημοκρατικό - φιλανθρωπικό κίνημα, στο επίπεδο ενός μονόπλευρου αγώνα των εργατών της βιομηχανίας για τα συμφέροντά τους, βαθαίνοντας το χαρακτήρα του, σαν ταξικού αγώνα των εργατών της βιομηχανίας ενάντια στους αστούς. Κατηγορούν ακόμα τον Σβάιτσερ γιατί «απόκρουσε την αστική δημοκρατία». Μα τι δουλειά έχει η αστική δημοκρατία μέσα στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα; Αν η αστική δημοκρατία αποτελείται από «τίμιους ανθρώπους», δεν μπορεί καθόλου να θέλει να μπει στο κόμμα, κι αν ωστόσο θελήσει να μπει, αυτό θα το κάνει μόνο και μόνο για να δημιουργεί ζητήματα.
Σύμφωνα λοιπόν με την άποψη αυτών των κυρίων, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν πρέπει να είναι μονόπλευρο εργατικό κόμμα, αλλά ένα ολόπλευρο κόμμα «όλων των ανθρώπων που εμπνέονται από αληθινή αγάπη για τον άνθρωπο». Για να το αποδείξει αυτό, πρέπει πριν απ' όλα να εγκαταλείψει τα άξεστα προλεταριακά πάθη και να μπει κάτω από την ηγεσία μορφωμένων, φιλάνθρωπων αστών «για να διαμορφώσει καλό γούστο» και «για να μάθει καλούς τρόπους» (σελ. 85). Τότε και το «απρεπές φέρσιμο» μερικών αρχηγών θα κάνει τόπο στους καθώς πρέπει «αστικούς τρόπους». (Λες και το εξωτερικό απρεπές φέρσιμο, αυτονών που εννοούν εδώ, να μην ήταν το λιγότερο που μπορεί κανείς να τους ψέξει!) Τότε επίσης «θα έρθουν πολυάριθμοι οπαδοί από τους κύκλους των μορφωμένων και εύπορων τάξεων. Αυτούς όμως πρέπει πρώτα να τους κερδίσουμε... αν θέλουμε η ζύμωση που κάνουμε να έχει χειροπιαστές επιτυχίες». Ο γερμανικός σοσιαλισμός έχει «δόσει πολλή σημασία στην κατάχτηση των μαζών, ενώ παράλειψε να κάνει δραστήρια (!) προπαγάνδα στα λεγόμενα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας». Γιατί «λείπουν ακόμα στο κόμμα άνθρωποι που είναι ικανοί να το αντιπροσωπεύουν στο Ράιχσταγκ». Είναι όμως «καλό και αναγκαίο, να αναθέσουμε τις εντολές σε ανθρώπους που είχαν την ευκαιρία και αρκετόν καιρό να μάθουν κατά βάθος τα προβλήματα που μπαίνουν. Ο απλός εργάτης και ο μικροτεχνίτης... έχουν μόνο σε σπάνιες, εξαιρετικές περιπτώσεις την απαιτούμενη άνεση γι' αυτό». Εκλέγετε λοιπόν αστούς!
Οταν όμως θέλουμε να κερδίσουμε τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας ή έστω μόνο τα καλοπροαίρετα στοιχεία τους, δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να τα τρομάξουμε. Και δω, οι τρεις απ' τη Ζυρίχη νομίζουν πως κάνανε κάποια καθησυχαστική ανακάλυψη:
«Το κόμμα δείχνει ακριβώς τώρα, κάτω από την πίεση του νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές, ότι δεν είναι διατεθειμένο να τραβήξει το δρόμο της βίαιης, αιματηρής επανάστασης, αλλά ότι είναι αποφασισμένο... να μπει στο δρόμο της νομιμότητας, δηλ. της μεταρρύθμισης». Αν λοιπόν οι 500-600 χιλιάδες σοσιαλδημοκράτες ψηφοφόροι, το 1/10 ως το 1/8 του συνόλου των ψηφοφόρων, που μέσα στ' άλλα είναι και σκορπισμένοι σ' όλη τη χώρα, είναι αρκετά μυαλωμένοι, ώστε να μην σπάσουν τα μούτρα τους και να μην επιχειρήσουν, ένας ενάντια σε δέκα, να προκαλέσουν μιαν «αιματηρή επανάσταση», αυτό αποδείχνει ότι παραιτούνται για πάντα από τη χρησιμοποίηση ενός τεράστιου εξωτερικού γεγονότος, ενός ξαφνικού επαναστατικού αναβρασμού που θα προκαλούνταν απ' αυτό το γεγονός, ακόμα και μιας νίκης που θα κέρδιζε ο λαός με τον αγώνα του στη σύγκρουση που θα προκαλούσε πάλι αυτό το ίδιο το γεγονός! Αν το Βερολίνο κάποτε φανεί ξανά τόσο αμόρφωτο ώστε να κάνει και πάλι μια 18 του Μάρτη2 τότε οι σοσιαλδημοκράτες αντί να πάρουν μέρος στον αγώνα σαν «άθλιοι μανιακοί των οδοφραγμάτων» (σελ. 88), θα πρέπει αντίθετα «να μπουν στο δρόμο της νομιμότητας», να κατευνάζουν, να βγάζουν από τη μέση τα οδοφράγματα και στην ανάγκη, να βαδίσουν με το λαμπρό στρατό ενάντια στις μονόπλευρες, άξεστες, αμόρφωτες μάζες. Αν πάλι οι κύριοι αυτοί ισχυρισθούν ότι δεν το εννοούσαν αυτό, τότε τι εννοούσαν;
«Οσο λοιπόν πιο ήσυχα, πιο κοντά στα πράγματα, πιο στοχαστικά εκδηλώνεται (το κόμμα) στην κριτική του των συνθηκών που υπάρχουν και στις προτάσεις του για τη μεταβολή τους, τόσο λιγότερο θα μπορεί να επαναληφθεί το χτύπημα που πέτυχε τώρα (με την εφαρμογή του νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές) και με το οποίο η συνειδητή αντίδραση χρησιμοποιώντας τον μπαμπούλα του κόκκινου φαντάσματος, τρομοκράτησε την αστική τάξη» (σ. 88).
Για να αφαιρέσουμε από την αστική τάξη και το τελευταίο ίχνος φόβου, πρέπει να της αποδείξουμε καθαρά και παστρικά ότι το κόκκινο φάντασμα είναι στην πραγματικότητα μόνον φάντασμα και ότι δεν υπάρχει. Ποιο είναι όμως το μυστικό του κόκκινου φαντάσματος, αν όχι ο φόβος της αστικής τάξης μπρος στον αναπόφευγο αγώνα ζωής και θανάτου ανάμεσα σ' αυτήν και στο προλεταριάτο; Ο φόβος μπρος στην αναπότρεπτη έκβαση της σύγχρονης ταξικής πάλης; Αν καταργηθεί η ταξική πάλη, η αστική τάξη και «όλοι οι ανεξάρτητοι άνθρωποι» «δε θα φοβούνται να βαδίσουν χέρι με χέρι μαζί με τους προλετάριους». Και κείνοι που θα εξαπατηθούν στην περίπτωση αυτή, θα είναι ακριβώς οι προλετάριοι.
Ας αποδείξει επομένως το κόμμα με την ταπεινή και μελαγχολική συμπεριφορά του ότι έχει αφήσει μια για πάντα τις «απρέπειες και τις υπερβασίες» που έδωσαν την αφορμή για το νόμο ενάντια στους σοσιαλιστές. Αν υποσχεθεί θεληματικά ότι θα κινείται μόνο μέσα στα πλαίσια του νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές, ο Βίσμαρκ και οι αστοί θα έχουν βέβαια την καλοσύνη να καταργήσουν αυτό τον περιττό πια τότε νόμο!
«Ας μας καταλάβουν καλά», δε θέλουμε «να εγκαταλείψουμε το κόμμα μας και το πρόγραμμά μας, νομίζουμε όμως ότι θα έχουμε αρκετή δουλειά για πολλά χρόνια, αν στρέψουμε όλη μας τη δύναμη, όλη μας την ενεργητικότητα για να πετύχουμε ορισμένους κοντινούς στόχους που πρέπει οπωσδήποτε να τους κατακτήσουμε προτού να μπορεί να γίνει σκέψη πραγματοποίησης των απώτερων επιδιώξεών μας». Τότε θα αρχίσουν να προσχωρούν σε μας μαζικά και αστοί, και μικροαστοί, κι εργάτες, που «τώρα τους φοβίζουν ...οι διεκδικήσεις που τραβάνε πολύ μακριά».
Το πρόγραμμα δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί, αλλά μόνο να αναβληθεί... επ' αόριστο. Το δέχονται, αλλά κυρίως όχι για τον εαυτό τους και για την εποχή που ζουν αυτοί, αλλά μεταθανάτια, σαν κληρονομιά για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Στο μεταξύ, «όλη τη δύναμη και την ενεργητικότητά» τους τη χρησιμοποιούν σε κάθε λογής μικροπράγματα και ψευτομπαλώματα στο κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό καθεστώς, για να φαίνεται ωστόσο ότι κάτι γίνεται, χωρίς ταυτόχρονα να τρομάζει η αστική τάξη. Μήπως τότε δε θάταν καλύτερο να επαινέσω τον «κομμουνιστή» Μικέλ που επιβεβαιώνει την ακλόνητη πεποίθησή του για το αναπόφευγο γκρέμισμα, σε μερικές εκατοντάδες χρόνια, της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, με το ότι παίζει γενναία στο χρηματιστήριο, συμβάλλει κατά δύναμη στο κραχ του 18733 και κάνει έτσι πραγματικά κάτι για την κατάρρευση του τωρινού καθεστώτος;
Μια άλλη παράβαση ενάντια στους καλούς τρόπους ήταν και οι «υπερβολικές επιθέσεις ενάντια στους ιδρυτές», που «ήταν μόνον παιδιά της εποχής τους». «Θα ήταν λοιπόν καλύτερα να είχαν λείψει... οι βρισιές ενάντια στον Στρούσμπεργκ και στους ομοίους του». Δυστυχώς όλοι οι άνθρωποι είναι «μόνον παιδιά της εποχής τους», κι αν αυτό είναι αρκετή δικαιολογία, τότε δε θα πρέπει πια να επιτιθόμαστε ενάντια σε κανέναν και παύει από μέρους μας κάθε πολεμική και κάθε αγώνας. Δεχόμαστε ήρεμα όλες τις κλωτσιές των αντιπάλων μας, γιατί εμείς, οι σοφοί, ξέρουμε ότι δεν είναι «παρά παιδιά της εποχής τους» και δεν μπορούν να ενεργούν διαφορετικά απ' ό,τι κάνουν. Αντί να τους ανταποδίδουμε τις κλωτσιές με τόκο, θα έπρεπε μάλλον να τους λυπόμαστε τους καημένους.
Επίσης και το γεγονός ότι πήραμε θέση υπέρ της Κομμούνας είχε πάντως το μειονέχτημα «ότι απομάκρυνε από μας πολλούς συμπαθούντες και γενικά μεγάλωσε το μίσος της αστικής τάξης ενάντιά μας» κι ακόμα, το κόμμα «δεν είναι εντελώς ανεύθυνο - για τη θέσπιση του νόμου του Οχτώβρη4 γιατί μεγάλωσε άσκοπα το μίσος της αστικής τάξης».
Να ποιο είναι το πρόγραμμα των τριών κινσόρων της Ζυρίχης. Από την άποψη της σαφήνειας δεν του λείπει τίποτα. Τουλάχιστο για μας που από τα 1848 και δω γνωρίζουμε πολύ καλά όλη τούτη τη φρασεολογία. Είναι οι αντιπρόσωποι της μικροαστικής τάξης που δίνουν το παρόν τους, γεμάτοι αγωνία, ότι μπορεί το προλεταριάτο «να το παρακάνει» υποκινούμενο από την επαναστατική του θέση. Στη θέση της αποφασιστικής πολιτικής αντιπολίτευσης, έχουμε τη γενική συνδιαλλαγή. Στη θέση του αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση και την αστική τάξη, έχουμε την προσπάθεια να τις κερδίσουμε και να τις πείσουμε. Στη θέση της πεισματικής αντίστασης ενάντια στην κακομεταχείριση από τα πάνω, έχουμε την ταπεινή υποταγή και την αναγνώριση ότι η ποινή είναι δίκαιη. Ολες οι ιστορικά αναγκαίες συγκρούσεις ερμηνεύονται σαν παρεξηγήσεις και όλες οι συζητήσεις τελειώνουν με τη διαβεβαίωση ότι στην ουσία είμαστε όλοι σύμφωνοι. Οι άνθρωποι που το 1848 εμφανίστηκαν σαν αστοί δημοκράτες, μπορούν τώρα με την ίδια επιτυχία να ονομάζονται σοσιαλδημοκράτες. Οπως για κείνους η δημοκρατία, έτσι και για τούτους το γκρέμισμα του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος βρίσκεται σε απρόσιτη, μακρινή απόσταση και επομένως δεν έχει καμιάν απολύτως σημασία για την πολιτική πραχτική του παρόντος. Μπορούμε να μεσολαβούμε, να συμβιβαζόμαστε, να κάνουμε τον φιλάνθρωπο όσο τραβά η ψυχή μας. Το ίδιο ισχύει και για την ταξική πάλη ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη. Στο χαρτί την αναγνωρίζουν γιατί δεν μπορούν πια να την αρνηθούν, στην πράξη όμως τη σκεπάζουν, τη θολώνουν, την αδυνατίζουν. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν πρέπει να είναι κόμμα της εργατικής τάξης, δεν πρέπει να επισύρει το μίσος της αστικής τάξης ή γενικά το μίσος οποιουδήποτε. Πρέπει πριν απ' όλα να κάνει δραστήρια προπαγάνδα μέσα στην αστική τάξη. Αντί να δίνει βαρύτητα σ' έναν απώτερο σκοπό που τρομάζει τους αστούς, ενώ είναι οπωσδήποτε ακατόρθωτος για τη δική μας γενιά, ας διαθέσει καλύτερα όλη της τη δύναμη και ενεργητικότητα για κείνες τις μικροαστικές μεταρυθμίσεις-μπαλώματα, που δίνουν νέα στηρίγματα στο παλιό κοινωνικό καθεστώς και που θα μπορούσαν ίσως έτσι να μεταβάλουν την τελική καταστροφή σ' ένα βαθμιαίο, κομματιαστό κι όσο το δυνατό πιο ειρηνικό προτσές αποσύνθεσης. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που με το πρόσχημα της ακούραστης πολυασχολίας όχι μόνο οι ίδιοι δεν κάνουν τίποτα, αλλά και γυρεύουν να εμποδίσουν να γίνει γενικά οτιδήποτε, εκτός από φλυαρίες, οι ίδιοι άνθρωποι που στα 1848 και 1849 ο φόβος τους μπροστά σε κάθε πράξη, ανάκοπτε το κίνημα σε κάθε του βήμα και τελικά οδήγησε στην ήττα, οι ίδιοι άνθρωποι - που δε βλέπουν ποτέ την αντίδραση και που ύστερα μένουν κατάπληχτοι γιατί βρέθηκαν τελικά σε αδιέξοδο, όπου δεν είναι δυνατή ούτε η αντίσταση, ούτε η φυγή, οι ίδιοι άνθρωποι που θέλουν να αιχμαλωτίσουν την ιστορία μέσα στο στενό τους μικροαστικό ορίζοντα, μα που η ιστορία κάθε φορά περνά πάνω από τα κεφάλια τους στην ημερήσια διάταξη.
Οσο για το σοσιαλιστικό τους περιεχόμενο, έχει κιόλας κριτικαριστεί αρκετά στο «Μανιφέστο», στο κεφάλαιο: «Ο γερμανικός ή "αληθινός" σοσιαλισμός»5. Εκεί, που η ταξική πάλη αφήνεται στην μπάντα σαν δυσάρεστο «ωμό» φαινόμενο, εκεί σαν βάση του σοσιαλισμού δε μένει τίποτα άλλο, παρά ή «αληθινή αγάπη για τον άνθρωπο» και κούφιες φράσεις για «δικαιοσύνη».
Υπάρχει ένα αναπόφευγο φαινόμενο που καθορίζεται από την πορεία της εξέλιξης, ότι και άνθρωποι από την ως τώρα κυρίαρχη τάξη, προσχωρούν στο αγωνιζόμενο προλεταριάτο και του φέρνουν στοιχεία μόρφωσης. Αυτό το εκφράσαμε κιόλας καθαρά στο «Μανιφέστο». Πρέπει όμως εδώ να σημειώσουμε δυο πράγματα:
Πρώτο, τα άτομα αυτά για να ωφελήσουν το προλεταριακό κίνημα πρέπει να φέρουν μαζί τους πραγματικά στοιχεία μόρφωσης. Αυτό όμως δε συμβαίνει με τη μεγάλη πλειοψηφία των Γερμανών αστών προσυλήτων. Ούτε η «Zukunft», ούτε η «Neue Gesellschaft»6έδοσαν κάτι που να βοηθήσει το κίνημα να προχωρήσει έστω και κατά ένα βήμα. Σ' αυτούς δεν υπάρχει απολύτως καθόλου αληθινό, πραγματικό ή θεωρητικό μορφωτικό υλικό. Αντί γι' αυτό υπάρχουν προσπάθειες να συμβιβαστούν οι επιπόλαια αφομοιωμένες σοσιαλιστικές ιδέες με τις πιο διαφορετικές θεωρητικές απόψεις, που οι κύριοι αυτοί κουβάλησαν μαζί τους απ' το πανεπιστήμιο ή από οπουδήποτε αλλού, και που η μια τους ήταν πιο μπερδεμένη από την άλλη, χάρη στο προτσές της αποσύνθεσης που βρίσκονται σήμερα τα υπολείμματα της γερμανικής φιλοσοφίας. Αντί να μελετήσουν προηγούμενα οι ίδιοι κατά βάθος τη νέα επιστήμη, ο καθένας αντίθετα την κουτσούρεψε σύμφωνα με την άποψη που κουβαλούσε μαζί του, έκανε για τον εαυτό του χωρίς περιστροφές μια δική του ατομική επιστήμη και εμφανιζόταν αμέσως με την αξίωση να τη διδάξει στους άλλους. Γι' αυτό στους κυρίους αυτούς υπάρχουν περίπου τόσες απόψεις όσα και κεφάλια. Αντί να φωτίσουν ένα οποιοδήποτε ζήτημα, έφεραν μόνο μια φοβερή σύγχυση - ευτυχώς σχεδόν μόνον ανάμεσά τους. Τέτοια στοιχεία μόρφωσης, που πρώτη τους αρχή είναι να διδάσκουν εκείνο που δεν έχουν μάθει τα ίδια, μπορούν άριστα να λείπουν από το κόμμα.
Δεύτερο. Αν στο προλεταριακό κίνημα προσχωρούν τέτοιοι άνθρωποι από άλλες τάξεις, το πρώτο αίτημα είναι να μην κουβαλάνε μαζί τους υπολείμματα από αστικές, μικροαστικές κτλ. προλήψεις, αλλά να αφομοιώσουν χωρίς περιστροφές τον προλεταριακό τρόπο αντίληψης. Οι κύριοι όμως αυτοί, όπως το αποδείξαμε, είναι πέρα για πέρα φορτωμένοι με αστικές και μικροαστικές αντιλήψεις. Σε μια χώρα τόσο μικροαστική σαν τη Γερμανία, οι αντιλήψεις αυτές έχουν βέβαια τη δικαίωσή τους. Αλλά μονάχα έξω από το σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα. Αν οι κύριοι αυτοί συγκροτηθούν σαν σοσιαλδημοκρατικό μικροαστικό κόμμα, τότε είναι απόλυτα μες στο δίκιο τους. Θα μπορούσε κανείς τότε να διαπραγματεύεται και ανάλογα με τις περιστάσεις, να συνασπίζεται μαζί τους κλπ. Μέσα όμως σ' ένα εργατικό κόμμα είναι νόθο στοιχείο. Αν υπάρχουν λόγοι να τους ανεχόμαστε για την ώρα εκεί μέσα, έχουμε την υποχρέωση μόνο να τους ανεχόμαστε, να μην τους επιτρέπουμε όμως καμιάν επιρροή στην καθοδήγηση του κόμματος, να έχουμε πάντα συνείδηση ότι η ρήξη μαζί τους είναι μόνο ζήτημα χρόνου. Ο χρόνος αυτός, φαίνεται άλλωστε να έχει φτάσει. Μας φαίνεται ακατανόητο πώς το κόμμα μπορεί ακόμα ν' ανέχεται στις γραμμές του τους συντάχτες αυτού του άρθρου. Αν όμως πέσει, λιγότερο ή περισσότερο, στα χέρια τέτοιων ανθρώπων και η κομματική καθοδήγηση, τότε το κόμμα απλώς θα ευνουχιστεί και η προλεταριακή κόψη θα πάψει πια να υπάρχει.
Οσο για μας, δε μας μένει, ύστερα απ' όλο μας το παρελθόν, παρά ένας δρόμος ανοιχτός. Εδώ και σαράντα σχεδόν χρόνια τονίζουμε ότι ο ταξικός αγώνας είναι η άμεση κινητήρια δύναμη της ιστορίας και ειδικά ότι ο ταξικός αγώνας ανάμεσα στην αστική τάξη και στο προλεταριάτο είναι ο μεγάλος μοχλός της νεότερης κοινωνικής ανατροπής. Επομένως μας είναι αδύνατο να πηγαίνουμε μαζί με ανθρώπους που θέλουν να ξεγράψουν αυτόν τον ταξικόν αγώνα από το κίνημα. Οταν ιδρύαμε τη Διεθνή, διατυπώσαμε ρητά το πολεμικό σύνθημα: η απελευθέρωση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης. Επομένως δεν μπορούμε να συνεργαζόμαστε με ανθρώπους που λένε ανοιχτά ότι οι εργάτες είναι πολύ αμόρφωτοι και δεν μπορούν ν' απευλευθερωθούν μόνοι τους, και ότι μόνο απ' τα πάνω πρέπει να απελευθερωθούν από φιλάνθρωπους μεγαλοαστούς και μικροαστούς. Αν τo νέο κομματικό όργανο πάρει μια στάση που ν' ανταποκρίνεται στα φρονήματα αυτών των κυρίων, αν είναι αστικό κι όχι προλεταριακό, τότε σε μας δε θα μένει τίποτε άλλο, όσο κι αν θα μας πονούσε αυτό, παρά να ταχθούμε δημόσια ενάντιά τους και να διακόψουμε την αλληλεγγύη που είχαμε ως τώρα, αντιπροσωπεύοντας το γερμανικό κόμμα στο εξωτερικό. Ωστόσο ελπίζουμε να μη φτάσουν τα πράγματα ως εκεί...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πρόκειται για ένα άρθρο που γράφτηκε από τους Χέμπεργκ, Μπέρνσταϊν και Σραμ και δημοσιεύτηκε στα σοσιαλ-ρεφορμιστικά «Χρονικά για την κοινωνική επιστήμη και την κοινωνική πολιτική» («Jahrbud fur Sozialwiessenschaft und Sozialpolitik»). (Σημ. Συντ.)
2. Εννοεί τις επαναστατικές μάχες οδοφραγμάτων στο Βερολίνο (8 και 9 του Μάρτη 1848). (Σημ. Συντ.)
3. Με το κραχ του 1873 έληξε κι η λεγόμενη «μέθη των ιδρύσεων», μια περίοδος που τη χαρακτήριζε ξέφρενη κερδοσκοπία και παίξιμο στο χρηματιστήριο και που είχε αρχίσει ύστερα από το τέλος του γερμανο-γαλλικού πολέμου του 1870-1871. (Σημ. Συντ.)
4. Πρόκειται για τον έκτακτο νόμο ενάντια στους σοσιαλιστές, που τον εφάρμοσε ο Βίσμαρκ τον Οχτώβρη του 1878. (Σημ. Συντ.)
5. Βλέπε τόμ. Ι της έκδοσής μας, σελ. 48. (Σημ. Σύντ.)
6. «DieZukunft» («To Μέλλον») καί «Die Neue Gesellschaft» («Η Νέα Κοινωνία)- σοσιαλ-ρεφορμιστικά περιοδικά. Το πρώτο έβγαινε από το 1877 ως το 1880 στη Ζυρίχη, το δεύτερο το 1877-88, στο Βερολίνο. (Σημ. Συντ.)
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
14/6/2009
-- Η πρώτη μεγάλη μάχη ανάμεσα στις δύο τάξεις
23/11/2008
-- Θεωρητικά ζητήματα για τη στρατηγική και τακτική του Κομμουνιστικού Κόμματος
26/6/2005
-- Η 18η ΜΠΡΥΜΑΙΡ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ
12/6/2005
-- Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 έως το 1850
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου