Δύο γνήσιοι λαϊκοί καλλιτέχνες
ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΤΣΟΜΙΔΗΣ
Σπουδαίος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού
Γρηγοριάδης Κώστας |
Την ίδια περίπου εποχή, θα κάνει τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, συμμετέχοντας σε λαϊκές ορχήστρες που περιόδευαν σε μαγαζιά της επαρχίας: στο Βόλο, στην Αρτα, στην Πρέβεζα, στη Θεσσαλονίκη και στο Αγρίνιο. Γυρνώντας στον Πειραιά, θα πιάσει δουλιά στο μαγαζί του «Περιβόλα» στην Κοκκινιά, μαζί με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. Από τότε καθιερώθηκε σαν ένας απ' τους καλύτερους μπουζουξήδες στα λαϊκά πάλκα.
Το 1957 ο Ιορδάνης Τσομίδης, όπως και τόσοι άλλοι δεξιοτέχνες μπουζουξήδες, θα φύγει για δουλιά στην Αμερική. Για 15 περίπου χρόνια, θα παίξει σε μαγαζιά της Νέας Υόρκης, του Λος Αντζελες, του Σαν Φραντσίσκο, του Χόλιγουντ, του Λας Βέγκας, της Νεβάδα και αλλού. Εκεί θα γίνει ονομαστός όχι μόνον ανάμεσα στους Ελληνες ομογενείς, αλλά και στους Αμερικάνους ακροατές, αποκτώντας διάσημους φίλους και θαυμαστές, όπως ο Τζακ Νίκολσον, η Τζέιν Φόντα, η Σίρλεϊ Μακλέιν και πολλοί άλλοι.
Το 1973, ο Ιορδάνης Τσομίδης θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα προσπαθήσει να φτιάξει ένα δικό του μαγαζί. Δε θα τα καταφέρει, όμως, και θα αναγκαστεί να ξαναφύγει στο εξωτερικό. Θα παίξει πάλι στην Αμερική και έπειτα σε μαγαζιά και συναυλίες στην Ευρώπη, σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας, της Ολλανδίας και της Γερμανίας. Στο εξωτερικό θα ηχογραφήσει αρκετούς δίσκους. Ανάμεσά τους υπάρχει και η συμμετοχή του σε έναν τζαζ δίσκο, που ηχογράφησε το 1966 με τον σαξοφωνίστα Φιλ Γουντς και άλλους μουσικούς της πολυεθνικής σκηνής της Νέας Υόρκης.
Την τελευταία δεκαετία, ο Τσομίδης προτίμησε να δουλεύει σε μικρά μαγαζιά, όπου το μπουζούκι του είχε τον κυρίαρχο ρόλο. Το πρώτο που γινόταν αμέσως αντιληπτό από τους μαγαζάτορες, αλλά και τους πελάτες ήταν ότι θα ανέβαινε στο πάλκο να παίξει μόνον όταν ο ίδιος είχε τη διάθεση κι αυτό γινόταν συνήθως αργά, μετά τις δύο το βράδυ. Το πρόγραμμά του βασιζόταν στην εξής λογική: «Δεν υπάρχει πρόγραμμα, παίζουμε ό,τι μας αρέσει την κάθε φορά».
Ο αυτοσχεδιασμός ήταν ένα εξίσου βασικό χαρακτηριστικό της παρουσίας του Τσομίδη, σε αντίθεση με τη σύγχρονη καθημερινότητα, όπου στα περισσότερα - αν όχι όλα - τα μαγαζιά οι οργανοπαίχτες είναι αναγκασμένοι να λειτουργούν στην υπηρεσία του «τραγουδιστή - φίρμα», παίζοντας σχεδόν το ρόλο του καλά προγραμματισμένου τζουκ μποξ. Τα ταξίμια του Τσομίδη είναι πραγματικά ανεπανάληπτα. Ο οργανοποιός και φίλος του Παναγιώτης Βαρλάς λέει χαρακτηριστικά: «Ο Ιορδάνης μπορεί να σου παίξει μισή ώρα ταξίμι, χωρίς να επαναλάβει ούτε μια φράση, χωρίς να αντιγράψει ούτε μια πενιά».
Για τον Τσομίδη μπορούμε να υποστηρίξουμε άφοβα ότι ήταν ένας από τους πιο πλούσιους μπουζουξήδες. Πλούσιος, βέβαια, στον ήχο του και στην ποικιλία στο παίξιμό του και όχι όσον αφορά την οικονομική του κατάσταση, η οποία ήταν ίδια με αυτήν των περισσότερων παλιών σημαντικών μουσικών του λαϊκού μας τραγουδιού. Γιατί εκτός από τον μποέμικο χαρακτήρα, που δεν του επέτρεψε να κάνει κάποιες ...επενδύσεις, ο Τσομίδης κατάφερε να πάρει ένα μικρό επίδομα από το κράτος μόλις στα 73 του χρόνια.
Αρης ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΣ
Διατήρησε την «ευωδιά» του ρεμπέτικου
Γρηγοριάδης Κώστας |
Γέννημα - θρέμμα της προσφυγιάς, ο Σπ. Καλφόπουλος είδε το πρώτο φως στις 27 του Γενάρη 1923, μέσα σε μια μαούνα στον Πειραιά, όπου είχαν βάλει τη Μικρασιάτισσα ετοιμόγεννη μάνα του για να γεννήσει. Λίγο αργότερα η οικογένειά του, όπως και τόσες άλλες, εγκαθίσταται στη Νέα Ιωνία, όπου αρχίζει έναν άλλο αγώνα, αυτόν της καθημερινής επιβίωσης. Σε εφηβική ηλικία, γοητευμένος από τον ήχο του μπουζουκιού, αρχίζει να το μαθαίνει, να βρίσκει δημιουργική διέξοδο στις χορδές του και να παίζει τα πρώτα τραγούδια. Αργότερα, στα σκληρά χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου, κάνει την εμφάνισή του στο πάλκο, μαζί με τους Μητσάκη, Καλδάρα, Μπακάλη, Λαύκα, Τζουανάκο, Τατασόπουλο, Χάρμα, Δερβενιώτη, Καπλάνη, Κλουβάτο, Ζαμπέτα, Πετσά κ.ά., συνεχίζοντας την παράδοση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Μέσα σ' ένα κλίμα σκλαβιάς, αλλά και διχασμού, οι λαϊκοί δημιουργοί είναι υποχρεωμένοι να γράφουν μέσα στις αυστηρότερες συνθήκες λογοκρισίας, κατ' εφαρμογή του νόμου «Περί Τύπου» της περιόδου της γερμανο-ιταλο-βουλγάρικης τριπλής κατοχής. Στην Κατοχή, εντάσσεται στο ΕΑΜ και αργότερα στον ΕΛΑΣ. Μετά την απελευθέρωση, στη διάρκεια του εμφυλίου, συλλαμβάνεται από τους ταγματασφαλίτες και στέλνεται εξορία στον Αϊ Στράτη, όπου παρέμεινε εννέα μήνες. Οταν επέστρεψε από την εξορία, κυκλοφόρησε το 1947, με μεγάλη επιτυχία, τα πρώτα του τραγούδια. Το πρώτο του τραγούδι ήταν ένα καλαματιανό, το «Δυο μάτια, μάτια μου», με ερμηνευτές την αδελφή του Σούλα Καλφοπούλου και τον Χρήστο Νάκο. Στις αρχές του 1950 έγραψε άλλα πέντε τραγούδια με την Στέλλα Χασκίλ και αργότερα άλλα 20 με ερμηνευτές τους Μάρκο Βαμβακάρη, Στελλάκη Περπινιάδη, Τάκη Μπίνη και άλλους. Σταμάτησε να γράφει το '62, έφυγε στην Αμερική κι όταν επέστρεψε στην Ελλάδα συνέχισε τη δισκογραφία, τις εμφανίσεις στα κέντρα.
Ο Σπύρος Καλφόπουλος ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος και λαϊκός καλλιτέχνης, ο οποίος, εκτός από τη γενικότερη προσφορά του, υπήρξε μετά το 1974 ένας από τους εκπροσώπους της θρυλικής παλιάς φρουράς, που αγωνίστηκε για την αναβίωση του ρεμπέτικου, σε κοινές εμφανίσεις, με τους: Μπαγιαντέρα, Κηρομύτη, Ρούκουνα, Μοσχονά, Γενίτσαρη, Χρυσάφη, Κυριαζή και άλλους. Πολύ σημαντική υπήρξε η προσφορά του ως δάσκαλος του μπουζουκιού. Στη σχολή του, μέχρι και πριν δυο χρόνια, με γενναιοδωρία και αγάπη προσπαθούσε να μυεί τους νεότερους στα μυστικά του οργάνου, να τους μεταδίδει τον αυθεντικό τρόπο παιξίματος του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού. Τα περισσότερα τραγούδια του είναι ζεϊμπέκικα, αλλά είχε αδυναμία και στους ανατολίτικους ρυθμούς, ενώ έγραφε και χασαποσέρβικα, συρτούς κ.ά. Μερικά τραγούδια του είναι: «Ξαναγυρνώ στο φτωχικό» (Σούλα Καλφοπούλου - Τάκης Μπίνης - Στελλάκης Περπινιάδης), «Γύρισα χρόνια στους γιατρούς» (Τάκης Μπίνης - Σούλα Καλφοπούλου - Στελλάκης Περπινιάδης), «Αγοροκόριτσο» (Σούλα Καλφοπούλου - Τάκης Μπίνης - Στ. Περπινιάδης), «Βαγγελίτσα - Βαγγελίτσα» (Ιωάννα Γεωργακοπούλου - Γιάννης Τατασόπουλος - Νίκος Βούλγαρης), «Σκέπτομαι το χωρισμό μας» (Στέλλα Χασκήλ), «Ζηλεύει όποιος αγαπά» (Στέλλα Χασκήλ), «Παναγιά μου ένα παιδί» (Ιωάννα Γεωργακοπούλου), «Γιλδίζ - Πανσέληνος στο Βόσπορο» (Σούλα Καλφοπούλου - Γιάννης Σταμούλης), «Ξημέρωσε - ξημέρωσε» (Πάνος Σάμης - Σούλα Καλφοπούλου).
Παρά το αξιόλογο δισκογραφικό του έργο, ο Σπύρος Καλφόπουλος υπήρξε ακόμη ένας βετεράνος του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού, που έφυγε από τη ζωή παραμελημένος και ξεχασμένος από την επίσημη πολιτεία. Ο ίδιος ποτέ δε ζήτησε τίποτα από το κράτος. Ούτε καν την πενιχρή σύνταξη του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης επιδίωξε να πάρει. Το παράπονό του αφορούσε τη σημερινή κατάντια του ελληνικού τραγουδιού, το οποίο είναι δέσμιο του εμπορικού κυκλώματος των δισκογραφικών εταιριών. Ο ίδιος πάντως έφυγε «γεμάτος» γιατί μπόρεσε να βάλει φαντασία και μεράκι στη μελωδία, γιατί έφτιαξε τραγούδια με συναίσθημα...
Ρ. ΣΟΥΛΗ
Εμπρός βήμα ταχύ...
Και, φυσικά, μη φανταστείτε πως μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα ν' αρχίσω να τραγουδώ το τραγουδάκι που λέγαμε παλιά, για να προϋπαντήσουμε το Μάη, στεφανωμένοι, εμείς οι μικροί, με κατακόκκινες παπαρούνες, χαμομήλια και κίτρινες μαργαρίτες. Κι από πίσω οι πατεράδες μας φορτωμένοι με τα καλάθια, γεμάτα πούλουδα και λούλουδα, που έγραψε και ο ποιητής, ντολμαδάκια γιαλαντζί, ξεροψημένους κεφτέδες, ξιδάτες ελιές, ζυμωτικό ψωμί και με τη γνωστή μπουκάλα γεμάτη ρετσίνα. Ο δικός μου ο πατέρας, ιδιαίτερα, σε μια πάνινη σακούλα, ραμμένη γι' αυτό το λόγο, κουβαλούσε τα καφεμπρίκια και όλα τα σχετικά. Μερακλής, βλέπεις, ο κυρ Χαράλαμπος, μετά το φαγητό το ήθελε το καφεδάκι του. Πολλά βαρύ και όχι, φυσικά και το σέρτικο Ματσάγγου από τη μεγάλη κούτα να ντουμανιάζει και ο βραχνός φωνόγραφος «Να σου τηγανίζω ψάρια με παντζάρια σκορδαλιά». Να λείπει και ο Γιάννης ο παλιόφιλος, φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, δυο χρόνια τώρα στο «Γεντί Κουλέ». Κι όμως, ο Μάης Μάης, αδυσώπητος και γιορταστικός. Ματωμένος και λουλουδιασμένος μαζί, αρχή και τέλος μιας ζωής που είχε το νόημά της. Είχε το δικό της το αίμα, κατακόκκινο προς το μαβί και αψύ.
Μα τώρα δεν τα θυμήθηκα όλα αυτά γιατί πλησιάζει ο Μάης. Οχι, τις «μαθητικές εκδρομές» θυμήθηκα και έπιασα αυτήν την κουβέντα. Τις μαθητικές εκδρομές, που πρέπει να είναι και εκπαιδευτικές και να δίνουνε την ευκαιρία στους μαθητές να γνωρίσουνε την Ελλάδα. Να γνωρίσουνε τα ιστορικά της τοπία, τους αρχαιολογικούς της χώρους και τις φυσικές της τις ομορφιές. Να γνωρίσουνε, εν πάση περιπτώσει, και κάτι άλλο, έξω από τα νεκρά και τα άχρηστα των βιβλίων που γράφονται στο πόδι και εγκρίνονται στο γόνατο. Να γνωρίσουνε, με άλλα λόγια, πώς στήνεται ο κόσμος της γνώσης, με βάση τις εμπειρίες που η ίδια η ζωή σού προσφέρει. Κι ας είναι αυτή η μικρή ζωή μέσα σε ένα πούλμαν που σε πάει από δω κι από εκεί. Κι ας είναι ένα μικρό ξενοδοχείο σε μια μικρή επαρχιακή ελληνική πόλη. Μέσα σε ένα μικρό ταβερνάκι, όπου μπορεί ένας ξεχασμένος φωνογράφος να τραγουδάει βραχνά παλιά, βαριά ρεμπέτικα. Κι ας είναι, τέλος πάντων, η αίθουσα ενός μουσείου, όπου ένας μαρμάρινος κούρος χαμογελάει με το αρχαϊκό του χαμόγελο, λες και θέλει να σε χαιρετίσει, να σου μιλήσει τη δική του τη γλώσσα, για να σου πει πως δεν έχει σημασία που αυτός είναι από μάρμαρο κι εσύ από σάρκα, αφού συναντιέστε πάνω στο ίδιο το νήμα της ιστορίας. Μέσα στην απόλυτη σιωπή ενός πολιτισμού που τον έφτιαξαν άνθρωποι, καθώς προσπαθούσαν να φτιάξουν την ίδια τους τη ζωή.
Κι όμως, τι γίνεται με τις σχολικές εκδρομές; Ποιο από τα δυο μαθαίνουνε τα παιδιά; Την Ιστορία ή τον Πολιτισμό; Ποια γνώση, τελικά, κατασταλάζει μέσα τους, Ποιες πρωτοφανείς εμπειρίες καταγράφει η συνείδησή τους, ως δραματική μετάληψη ενός άλλου κόσμου, που μπορεί να μην είναι το «σώμα» και το «αίμα» ενός κατασκευασμένου θεού, είναι, όμως, η οδυνηρή γεύση μιας περιπέτειας, που θα μείνει βαθιά καρφωμένη στη μνήμη; Τίποτε. Απολύτως τίποτε. Οι μαθητικές εκδρομές, όπως γίνονται, είναι τελικά ένα βαθύ τραύμα στο βαθιά πληγωμένο σχολικό σώμα. Είναι ένα άθροισμα ήχων και θορύβων. Μια απόπειρα ανολοκλήρωτων ερώτων. Ενα πλήθος από σκουριασμένα σφηνάκια. Είναι, φοβάμαι, ο τραγικός αποχαιρετισμός ενός σχολείου, που δεν μπόρεσε να κάνει αυτό που έπρεπε. Δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε; Το υπουργείο Παιδείας πάει τη δική του «εκδρομή», γι' αυτό και δεν μπορεί να απαντήσει!
Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου