15 Αυγ 2012

«ΛΕΦ» («ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΕΤΩΠΟ» ΤΕΧΝΩΝ) Η τέχνη ως «εργαλείο» της Επανάστασης


«ΛΕΦ» («ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΕΤΩΠΟ» ΤΕΧΝΩΝ)
Η τέχνη ως «εργαλείο» της Επανάστασης
Η γέννηση, η ακμή και οι αντιφάσεις ενός από τα χαρακτηριστικότερα καλλιτεχνικά κινήματα του Μεγάλου Οχτώβρη
Β. Μαγιακόφσκι
«Ο Οχτώβρης μας δίδαξε με τη δουλιά. Εμείς ήδη από τις 25 Οχτώβρη αρχίσαμε να δουλεύουμε» («Γιατί παλεύει το ΛΕΦ», περιοδικό «ΛΕΦ», Νο 1, 1923)
Το βασικό χαρακτηριστικό της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, ως της πρώτης επανάστασης στην Ιστορία κατά την οποία οι φορείς της εκμετάλλευσης δεν αντικαταστάθηκαν, αλλά καταργήθηκαν, δε θα μπορούσε παρά να αποτελέσει τον αντικειμενικό παράγοντα για την εκρηκτική απελευθέρωση δημιουργικών δυνάμεων, πρωτόγνωρων, μέχρι εκείνη τη στιγμή, για την ανθρωπότητα. Οι συνέπειες αυτής της απελευθέρωσης πήραν χαρακτήρα «σειριακών εκρήξεων» σε όλους τους τομείς δράσης της ανθρώπινης διάνοιας. Σε ό,τι αφορά στο εποικοδόμημα, οι λαμπερότερες των «εκρήξεων» αυτών έλαβαν χώρα στο πεδίο της κουλτούρας και της τέχνης (η εποποιία του αλφαβητισμού αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο), όπου, για πρώτη φορά, τα πλέον ριζοσπαστικά κινήματά της που «γεννήθηκαν» από τις στάχτες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, έβρισκαν στο κάλεσμα των μπολσεβίκων την πολιτική πραγμάτωση της κραυγής τους: «Στη Σοβιετική εργατοαγροτική Δημοκρατία όλη η τοποθέτηση του ζητήματος της διαφώτισης (...) και στον τομέα της τέχνης ειδικά, πρέπει να διαποτίζεται από το πνεύμα της ταξικής πάλης του προλεταριάτου για την επιτυχή πραγματοποίηση των σκοπών της δικτατορίας του, δηλ. για την ανατροπή της αστικής τάξης, για την κατάργηση των τάξεων, για την εξάλειψη κάθε εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο» (Β. Ι. Λένιν «Για τον προλεταριακό πολιτισμό», 1920).
Κινήματα όπως ο υπερρεαλισμός, το νταντά και η ρωσική εκδοχή του φουτουρισμού (απαλλαγμένη αρκετά νωρίς από το φασιστικό εκφυλισμό της ιταλικής ηγεσίας του υπό τον Μαρινέτι) κ.ά. στην ακμή τους, πρόσφεραν ακόμη και αίμα στην υπόθεση αυτή (π.χ. οι ντανταϊστές στη γερμανική επανάσταση το 1919) με τη Ρωσία να μετατρέπεται σε ένα επίσης πρωτόγνωρο «πειραματικό εργαστήρι» για τα «πώς» και τα «γιατί» του ζητήματος της ενεργητικής συμμετοχής της ριζοσπαστικής διανόησης στο χτίσιμο του νέου προλεταριακού κράτους.
Κολάζ του Ε. Περεμίσλιεφ βασισμένο στο πορτρέτο της Λίλι Μπρικ από τον Α Ροντσένκο (1924)
Ηταν αντικειμενικό, αυτός ο διάλογος να παίρνει ενίοτε και τη μορφή διαπάλης, τόσο στο εσωτερικό της διανόησης, όσο και στη σχέση της με το προλεταριάτο και την οργανωμένη πολιτική του πρωτοπορία, το λενινιστικό Κόμμα νέου τύπου. Διότι, εκτός από το ότι δεν υπήρχε ανάλογο προηγούμενο, τα πρωτοπόρα τμήματα της διανόησης είχαν και έντονη πολιτική δράση, άρα επηρεάστηκαν και εξέφραζαν και στο πεδίο της κουλτούρας την ιδεολογική διαπάλη της εποχής.
Και τώρα ...δουλιά!
Το βέβαιο είναι ότι οι πιο φωτισμένοι εκπρόσωποι της επαναστατικής διανόησης ξεκαθάρισαν εξαρχής τα πράγματα εντός των κύκλων τους και τη σχέση τους με το προλεταριάτο: Δουλιά! Δουλιά με όρους «βιομηχανικής» παραγωγής. Οχι βέβαια όπως εννοείται σήμερα από τα μονοπώλια η «πολιτιστική βιομηχανία», αλλά όπως εννοούνταν στην επαναστατημένη Ρωσία οι ανάγκες των προλεταρίων και των φτωχών αγροτών για αλφαβητισμό, χειραφέτηση, ουσιαστική ψυχαγωγία, άρρηκτα δεμένα όλα αυτά με την εμψύχωση των επαναστατημένων μαζών σε μια χώρα ρημαγμένη από τον εμφύλιο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση που ακολούθησαν της Επανάστασης.
Οι μορφές που πήρε αυτή η πολιτιστική εποποιία μετά το '17 ήταν πολλές, απλώθηκαν σε όλους τους τομείς της τέχνης και εκφράστηκαν από ένα τεράστιο πλήθος φορέων και εντύπων με όρους κινήματος, «μοντέλο» που κυριαρχούσε άλλωστε στην Ευρώπη των πρώτων 10ετιών του 20ού αιώνα. Ανάμεσά τους ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε το «Αριστερό Μέτωπο» τεχνών, το γνωστό«ΛΕΦ», από τα ρωσικά αρχικά των δύο πρώτων λέξεων. Ο λόγος που ξεχωρίζει το «ΛΕΦ» από τα άλλα, επίσης σημαντικά, ρωσικά καλλιτεχνικά, επαναστατικά κινήματα της εποχής, είναι αφενός η συγκρότησή του από διανοούμενους και καλλιτέχνες που θα αποτελούσαν αργότερα σημαντικά κεφάλαια της σοβιετικής κουλτούρας και, αφετέρου, ότι σε αυτό αντανακλώνται περισσότερο ξεκάθαρα τα ιδεολογικά, πολιτικά, καλλιτεχνικά ζητήματα, οι αντιθέσεις καιαντιφάσεις της διανόησης.
«Επανάσταση» του Ντ. Μπουρλιούκ
Το «ΛΕΦ» δεν ήταν η πρώτη έκφραση της επαναστατικής διανόησης. Μόλις μια βδομάδα πριν την Επανάσταση (19/10/1917), δημιουργείται η «ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ»(«Προλεταριακή Κουλτούρα») με στόχο τη «δημιουργία μιας νέας προλεταριακής κουλτούρας». Η «ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ» αποτέλεσε την πλέον μαζική και περισσότερο προσηλωμένη στα επαναστατικά καθήκοντα οργάνωση της Σοβιετικής Ρωσίας, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια. Η αυτοδιάλυσή της και ο μετασχηματισμός της είναι ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον κεφάλαιο. Το Μάρτη του 1918 στην Πετρούπολη (Λένινγκραντ) δημιουργείται η«Ενωση Λογοτεχνών» (Γκόρκι, Μπλοκ, Τσουκόβσκι κ.ά.), η οποία αυτοδιαλύθηκε το Μάη του 1919 λόγω των αντιθέσεων και της διαπάλης στο εσωτερικό της. Επίσης, το 1918 δημιουργείται η «Πανρωσική Ενωση Ποιητών»(Μπλοκ, Μπριούσοφ, Τίχονοφ κ.ά.) και η«Πανρωσική Ενωση Συγγραφέων». Το 1919 εγκαινιάζεται στην Πετρούπολη το «Σπίτι των Τεχνών». Παρεμβάλλεται το 1ο Πανρωσικό Συνέδριο Προλεταριακών Συγγραφέων (18-21/10/1920) και το 1921 δημιουργείται η «Πανρωσική Ενωση Αγροτών Συγγραφέων» και η «Πανρωσική Ενωση Προλεταριακών Συγγραφέων».
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, δημιουργείται στις 30/12/1922 το «ΛΕΦ», το οποίο αρχικά εμφανίζεται σαν ένα είδος της προλεταριακής μετεξέλιξης του ρωσικού Φουτουρισμού («νέο στάδιο στην ανάπτυξη του φουτουρισμού» κατά την άποψη των ιδρυτών του) και αποτέλεσε τον κυριότερο οργανωμένο εκφραστή της αντίληψης ότι τώρα η τέχνη έχει νόημα μόνο ως «κοινωνική παραγγελία». Αυτή η αντίληψη λειτούργησεευεργετικά στις προπαγανδιστικές ανάγκες του νέου κράτους (με κορυφαίες καλλιτεχνικές - προπαγανδιστικές επιδόσεις μέσω των «Παραθύρων» του Ρωσικού Τηλεγραφικού Πρακτορείου), ενώ το ταλέντο και η διάνοια των συντελεστών του «ΛΕΦ» χάρισε στην παγκόσμια προοδευτική τέχνη μερικά από τα σημαντικότερα κεφάλαιά της. Αλλωστε, επικεφαλής του κινήματος και αρχισυντάκτης του ομότιτλου περιοδικού ήταν ο κατεξοχήν ποιητής της Επανάστασης, Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι.
Τέχνη «οικοδόμος της ζωής»
Αν τα «σπάργανα» του ΛΕΦ ήταν η Επανάσταση, οι ιδέες του έχουν σαν αφετηρία το «παρακλάδι» του ρωσικού φουτουρισμού που «σκάει» την ...επαναστατική του «μύτη» το 1912, οπότε ο Μαγιακόφσκι και άλλοι επαναστάτες και κομμουνιστές - φουτουριστές (αδελφοί Μπουρλιούκ κ.ά.) δημοσιεύουν το μανιφέστο τους υπό τον τίτλο «Μπάτσος για το δημόσιο γούστο». Αν και «απογαλακτισμένος» από τον ιταλικό φουτουρισμό, ο ρωσικός «ξάδερφος» σε αυτό το κείμενο διατηρεί τη ρητορική του («Το παρελθόν είναι στενάχωρο. Η Ακαδημία και ο Πούσκιν πιο ακατανόητοι κι από ιερογλυφικά»). Αυτή η ρητορική απαντάται στο μανιφέστο του φουτουρισμού που δημοσιεύτηκε το 1909 στην εφημερίδα «Φιγκαρό» με υπογραφή του Ιταλού ποιητή Φιλίπο Τομάζο Μαρινέτι (1876 - 1944) («Ενα βρυχώμενο αυτοκίνητο, που μοιάζει να τρέχει πάνω σ' ένα πολυβόλο, είναι πιο όμορφο από τη Νίκη της Σαμοθράκης...»). Σαν κίνημα, ο φουτουρισμός θα χειραγωγηθεί από τα ιδεολογικά αδιέξοδα του ιδρυτή του, ο εθνικισμός του οποίου γίνεται φανερός στο μανιφέστο, ενώ από την άλλη, λίγο πριν, το 1905, ύμνησε τον αναρχισμό, το 1911 οι Ιταλοί φουτουριστές χαιρέτισαν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στη Λιβύη (όπως γράφει ο ντε Μικέλι, «σ' αυτό το σημείο οι φουτουριστές αποχαλινώθηκαν και η αντιαστική τους θέση ναυάγησε άθλια»), ενώ το 1918 θα ιδρυθεί το «Φουτουριστικό Πολιτικό Κόμμα» με σαφή φασιστικά χαρακτηριστικά.
Στη Ρωσία το κίνημα είχε εντελώς διαφορετική πορεία, γι' αυτό και είναι διακριτό στην παγκόσμια βιβλιογραφία σαν Ρωσικός Φουτουρισμός. Ο Μαγιακόφσκι, ήδη προεπαναστατικό στέλεχος του Μπολσεβίκικου Κόμματος, με κομματική, παράνομη δουλιά, διώξεις και φυλακίσεις, αλλά και ήδη αναγνωρισμένος ποιητής, δημιούργησε μετεπαναστατικά την ομάδα των «κομμουνιστών - φουτουριστών» μαζί με τον Οσιπ Μπρικ, καταλήγοντας στο «ΛΕΦ», όπου θα συσπειρωθούν λογοτέχνες και θεωρητικοί όπως οι Ασέγιεφ, Τρετιακόφ, Κάμενσκι, Παστερνάκ, ζωγράφοι κονστρουκτιβιστές όπως οι Ροντσένκο, Στεπάνοφ, Λαβίνσκι, κινηματογραφιστές όπως οι Αϊζενστάιν, Βερτόφ κ.ά.
Μπορεί ο μηδενισμός της πολιτιστικής κληρονομιάς να ήταν το βασικό θεωρητικό σημείο που διατήρησε το «ΛΕΦ» από το «ακραιφνώς» φουτουριστικό του παρελθόν (σ.σ. αν και ίδιες αντιλήψεις είχε και η «Προλετούλτ», που δεν είχε σχέση με τον φουτουρισμό), αλλά ήταν και το αφετηριακό σημείο από όπου χωρίστηκαν οριστικά και αμετάκλητα οι δρόμοι των Ιταλών και των Ρώσων φουτουριστών, με την ηγεσία των πρώτων να υποκλίνεται στο φασισμό και με τους δεύτερους να θέλουν να αντικαταστήσουν την παλιά από τη νέα επαναστατική τέχνη. Η μπολσεβίκικη «μαγιά» του «ΛΕΦ» αποπειράθηκε να συνδέσει τον φουτουρισμό με τον μαρξισμό: «Ο φουτουρισμός (επαναστατική τέχνη) όπως και ο μαρξισμός (επαναστατική επιστήμη) προορίζεται από τη φύση του να θρέψει την επανάσταση», βεβαίωνε ο Ν. Γκόρλοφ, ένας από τους θεωρητικούς του κινήματος. Ετσι, από το αρχικό φουτουριστικό σύνθημα «να σταθούμε πάνω στον όγκο της λέξης "εμείς" μέσα σε θάλασσα σφυριγμάτων και αγανάκτησης», οι «ΛΕΦοι» ανακάτεψαν το δικό τους «μικρό "εμείς" στο τεράστιο "εμείς" του κομμουνισμού» και έθεσαν το κίνημα στις προσταγές της Επανάστασης: «Οργανώνουμε το ΛΕΦ. Το ΛΕΦ είναι η κάλυψη των μεγάλων κοινωνικών θεμάτων από όλα τα πυροβόλα του φουτουρισμού».
Θα ήταν λάθος (και θα αδικούσε όχι μόνο το εν λόγω κίνημα αλλά και την επαναστατική κουλτούρα που είχε αρχίσει να μορφοποιείται) να εκληφθεί το «ΛΕΦ» ως ένα είδος «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών» των φουτουριστών μεταξύ τους. Η δημιουργία του «ΛΕΦ» (όσο κι αν το ίδιο θα απέρριπτε αυτή τη θέση) ήταν ένα από τα αποτελέσματα των διεργασιών και της εξέλιξης της ρωσικής τέχνης και λογοτεχνίας των τελευταίων δύο αιώνων πριν την Επανάσταση. Διεργασίες που σαφώς επηρεάστηκαν από (και εξέφρασαν) το επαναστατικό κίνημα στην τσαρική αυτοκρατορία. Προεπαναστατικά οι Ρώσοι φουτουριστές αντιμετώπιζαν την τέχνη ως«καταστροφή του καλουπιού» (σ.σ. εννοείται και το στερεότυπο). Το «ΛΕΦ» όμως ξεκαθάρισε πως το «καλούπι», το «στερεότυπο» και ο «βάλτος» αφορούσε στην προεπαναστατική πραγματικότητα, η οποία βέβαια έπρεπε «διά παντός» να «καταστραφεί». Μετά τον Οχτώβρη λοιπόν, η «πρακτική πραγματικότητα» εκλήφθηκε ως «αιώνια ρευστή, μεταβαλλόμενη». Με αυτόν τον τρόπο οι θεωρητικοί του «ΛΕΦ» πίστευαν ότι καταστρέφεται το «αιώνιο όριο» μεταξύ της τέχνης και της πραγματικότητας και ότι τώρα πια είναι δυνατή η ύπαρξη μιας νέας τέχνης, της «τέχνης - οικοδόμου της ζωής». «Η ίδια η πρακτική ζωή πρέπει να κοσμείται με την τέχνη»,βεβαίωνε ο Σ. Τρετιακόφ, εκ των βασικών θεωρητικών του «ΛΕΦ». Ετσι, η ζωγραφική «δεν είναι ο πίνακας, αλλά το σύνολο του ζωγραφικού διάκοσμου του τρόπου ζωής», το θέατρο πρέπει να μετατραπεί σε«σκηνοθετούμενο τρόπο ζωής» (σ.σ. αρκετά ασαφής ο όρος ακόμη και στη ρωσική γλώσσα, γεγονός που αντανακλά ακόμη ένα φουτουριστικό «βαρίδι» του «ΛΕΦ») και λογοτεχνία να «γίνει» (σ.σ. θεωρηθεί, εκληφθεί) οποιοδήποτε έργο τέχνης που προβαίνει σε πράξη λόγου. Οπότε, «ανακατεμένη» με την «πρακτική ζωή», η τέχνη ακυρώνει το διαχωρισμό της κοινωνίας σε δημιουργούς και καταναλωτές. «Η μάζα με χαρά και προθυμία κινείται στη διαδικασία της δημιουργίας», θριαμβολογούσε ο Ν. Τσουζάκ.
Τα ...δύο «μηδέν»
Το ζήτημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης την εποχή που εμφανίζεται το «ΛΕΦ» έχει και χαρακτηριστικά επιβίωσης, με την έννοια ότι το νέο κράτος του προλεταριάτου καλούνταν στην πράξη να ξεκινήσει από το «μηδέν», όχι μόνο λόγω της εντελώς διαφορετικής βάσης της κοινωνίας που δε στηριζόταν πια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά και των αντικειμενικών δυσκολιών (σ.σ. το μέγεθος των οποίων έκανε τους αστούς να πιστεύουν στη σύντομη ημερομηνία «λήξης» του «εγχειρήματος»), που προέκυψαν από τον πόλεμο, τον εμφύλιο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Αυτό απαιτούσε οργάνωση, σχέδιο, προγραμματισμό και, φυσικά, δουλιά. Στο πεδίο της κουλτούρας, το «ΛΕΦ» αποτέλεσε τη χαρακτηριστικότερη έκφραση αυτής της διαδικασίας. Για τους «ΛΕΦοι», η τέχνη δεν είναι αποτέλεσμα έμπνευσης αλλά «σχεδίου» και ορθολογισμού. Η ορολογία του «ΛΕΦ» είναι χαρακτηριστική: Δεν «δημιουργώ» αλλά «κάνω» (φτιάχνω) (σ.σ. «Πώς να κάνετε στίχους», είναι ο τίτλος του γνωστού άρθρου του Μαγιακόφσκι), δεν «συγκροτώ» αλλά «επεξεργάζομαι» λέξεις, δεν υπάρχει «έργο τέχνης» αλλά «επεξεργασμένο υλικό». «Ο άνθρωπος για μας κρίνεται όχι από αυτό που υποφέρει, αλλά από αυτό που κάνει» έγραφε ο Ο. Μπρικ.
Ο «προλεταριακός φουτουρισμός» του «ΛΕΦ» οδήγησε το κίνημα σε θεωρητικές «ακροβασίες», που τελικά το απέκοψαν από την ...«πρακτική πραγματικότητα» που το ίδιο με ειλικρινές πάθος υπηρετούσε στην πράξη. Πριν όμως γίνει αυτό, ακόμη και οι ιδεολογικές του αντιφάσεις πρόφτασαν να προσφέρουν ακόμη μία υπηρεσία στη Σοβιετική - και όχι μόνο - κουλτούρα, φέρνοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της διανόησης τέχνες όπως η φωτογραφία και ο κινηματογράφος που για την τσαρική και προεπαναστατική ρωσική αστική διανόηση δεν αποτελούσαν καν τέχνη. Ορμώμενο από την ολοκληρωτική απόρριψη του παρελθόντος, το «ΛΕΦ» έφτασε στο σημείο να απορρίψει ως «γερασμένα» τα λογοτεχνικά είδη (μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα) και ως εκ τούτου «ανίκανα» να υπηρετήσουν την οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κουλτούρας. Στη θέση τους το «ΛΕΦ» έβαλε το «γεγονός» με τη δημοσιογραφική έννοια. Η «αντικατάσταση» της λογοτεχνίας από το δημοσιογραφικό λόγο οδήγησε το «ΛΕΦ» στη «φετιχοποίηση» της φωτογραφίας. Και αν αυτές οι θεωρητικές επεξεργασίες το οδήγησαν σε ιδεολογικό αδιέξοδο, ωστόσο, έφεραν τη φωτογραφία στο προσκήνιο ως τέχνη.
Ποια ήταν, όμως, η πραγματικότητα, από την οποία αποκόπηκε το «ΛΕΦ»; Το «κλειδί» βρίσκεται στο τι πραγματικά εννοούσε η Επανάσταση με το «ξεκινάμε από το μηδέν» και στο πώς αυτό εκφράστηκε από το «ΛΕΦ». Η μηδενιστική απόρριψη της πολιτιστικής κληρονομιάς από τους «ΛΕΦοι» οδηγούσε ή θα μπορούσε να οδηγήσει αν κάποιος τραβούσε στα άκρα αυτή τη θέση - αν και τελικά δεν εκφράστηκε έτσι - και στη μηδενιστική απόρριψη κάθε επιστημονικοτεχνικού επιτεύγματος. Οδηγούσε, τελικά, σε μια αντιδιαλεκτική και αντι-υλιστική θεώρηση της Ιστορίας, σε έναν ...«φουτουριστικό μαρξισμό», που με τη σειρά του θα διολίσθαινε στον «κλασικό» ιδεαλισμό της «παρθενογένεσης». Ομως, «ο μαρξισμός (...) αποτελεί την ανώτατη ανάπτυξη όλης της ιστορικής και της οικονομικής και της φιλοσοφικής επιστήμης της Ευρώπης» (Β. Ι. Λένιν, «Αλλη μια εκμηδένιση του σοσιαλισμού»). «Θα κάνατε όμως τεράστιο λάθος αν δοκιμάζατε να βγάλετε το συμπέρασμα ότι μπορεί να γίνει κανείς κομμουνιστής χωρίς να αφομοιώσει ό,τι έχει συσσωρεύσει η γνώση του ανθρώπου (...) Ο προλεταριακός πολιτισμός δεν είναι κάτι που ξεπήδησε άγνωστο από πού, δεν είναι επινόηση των ανθρώπων που ονομάζουν τον εαυτό τους ειδικούς στον προλεταριακό πολιτισμό. Ολα αυτά είναι καθαρή ανοησία. Ο προλεταριακός πολιτισμός πρέπει να είναι η νομοτελειακή ανάπτυξη του αποθέματος των γνώσεων που επεξεργάστηκε η ανθρωπότητα κάτω από το ζυγό της καπιταλιστικής κοινωνίας (...)» (Β. Ι. Λένιν «Τα καθήκοντα της νεολαίας»).
Επαναστατική παρακαταθήκη
Αν και εδώ ο Λένιν αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς στην «ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ», ωστόσο η «μπάλα» παίρνει και το «ΛΕΦ». Στο εσωτερικό του οποίου η ιδεολογική αντιπαράθεση ήταν εξαρχής έντονη. Συσπειρωμένο γύρω από το ομώνυμο περιοδικό του, το κίνημα άρχισε να χαλαρώνει τους εσωτερικούς δεσμούς του. Σύμφωνα με τον Μαγιακόφσκι, στην πρώτη περίοδο του «ΛΕΦ» (1922 - 1925 οπότε κλείνει προσωρινά και το περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται από το 1923) «στριμώχνονταν» πάνω από 12 διαφορετικές ομάδες (φουτουριστές, κονστρουκτιβιστές, φορμαλιστές, θεωρητικοί της τέχνης, «εφημεριδάδες» κ.ά.). Οι ιδεολογικές αντιθέσεις και αντιφάσεις του κινήματος το οδήγησαν πλέον σε «ασυμβατότητα» με την κοσμογονία που συντελούνταν στη χώρα των Σοβιέτ. Ωστόσο, δεν είχε σβήσει ακόμη.
Το 1927 εμφανίζεται το «Νέο ΛΕΦ» με αρχισυντάκτη και πάλι τον Μαγιακόφσκι και συντακτική ομάδα τουςΑϊζενστάιν, Σκλόφσκι, Παστερνάκ, Ροντσένκο κ.ά. Η ύλη είναι σαφώς μικρότερη, όπως και ο αριθμός των μελών του. Διαφορετικές είναι και οι θέσεις του σε σχέση με το παρελθόν. Αυτή η διαφορετικότητα όμως δεν αποδείχτηκε αρκετή. Νιώθοντας ότι ο κύκλος της προσφοράς του «ΛΕΦ» στην Επανάσταση ολοκληρώθηκε, ο Μαγιακόφσκι το εγκαταλείπει οριστικά τον Αύγουστο του 1928, μαζί με τους Ασέγιεφ, Μπρικ κ.ά. Ο Τρετιακόφ θα συνεχίσει για μερικούς μήνες ακόμη, αλλά τελικά το περιοδικό θα κλείσει για πάντα. Αφήνοντας όμως μια σπουδαία παρακαταθήκη και δίνοντας ένα σημαντικό ιστορικό μάθημα για το χρέος της σημερινής προοδευτικής διανόησης, που δεν είναι άλλο, από το να συνταχτεί με την εργατική τάξη και την πολιτική της πρωτοπορία, να εκφράσει και να εμπνεύσει τους λαϊκούς αγώνες, αν πραγματικά εννοεί ότι ετεροκαθορίζεται από τη νομοτέλεια της τελικής απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από τα δεσμά της ταξικής εκμετάλλευσης.

Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ
Κύριες πηγές:1) Β. Ι. Λένιν «Απαντα» 2)Μάριο Ντε Μικέλι: «Οι πρωτοπορίες της τέχνης του 20ού αιώνα» («Οδυσσέας»)3) Β. Β. Μαγιακόφσκι, «Απαντα», (εκδοτικό «Πράβντα», Μόσχα 1987)4) «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια»5) «Ιστορία της δημιουργίας των καλλιτεχνικών ενώσεων» («Μοσχοβίτες συγγραφείς» http://mp.urbannet.ru)6) Λιουντμίλα Πολικόφσκαγια: «ΛΕΦ» (www.krugosvet.ru)7) Β. Ι. Λένιν: «Για την πολιτιστική επανάσταση» («Σύγχρονη Εποχή» 1979)

ΟΧΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
«Κοντσέρτο» για μια νέα κοινωνία
Σε μια πρωτόγνωρη άνθηση της μουσικής οδήγησε η Επανάσταση του Οχτώβρη
Πιανίστα παραδίδει μάθημα μουσικής σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, σε παιδικό σταθμό της ΕΣΣΔ
Η Οχτωβριανή Επανάσταση έδωσε τη δυνατότητα στους λαούς της ΕΣΣΔ να εκδηλώσουν τις δημιουργικές τους δυνάμεις σε όλα τα είδη της Τέχνης. Αυτό συνέβη και στον τομέα της μουσικής δημιουργίας, η οποία στη σοβιετική περίοδο γνώρισε μεγάλη άνθηση σε όλους τους τομείς. Στηριγμένη στην πλουσιότατη κληρονομιά της λαϊκής δημιουργίας και της κλασικής μουσικής, καθώς και στην αμέριστη κρατική ενίσχυση, η σοβιετική μουσική αποτέλεσε ένα νέο σταθμό στην ανάπτυξη της παγκόσμιας μουσικής δημιουργίας.
Κρατική μουσική υποδομή
Η δημιουργία κρατικής μουσικής υποδομής, σε όλη την επικράτεια της Σοβιετικής Ενωσης, σε πόλεις και χωριά, από τις Δημοκρατίες του ευρωπαϊκού τμήματος μέχρι τη Σιβηρία, την κεντρική Ασία και την υπερκαυκασία, υπήρξε η σοβαρότερη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής μουσικής κουλτούρας. Αυτό πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά με διάταγμα του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων για τα ωδεία της Μόσχας και της Πετρούπολης (12/7/1918), που φέρει την υπογραφή του Λένιν. Το κράτος ανέλαβε τη διεύθυνση των μεγαλύτερων μουσικών ιδρυμάτων (ωδείων, θεάτρων, του Μπολσόι και του πρώην Μαριίνσκι), μουσικών εκδοτικών οίκων, εργοστασίων μουσικών οργάνων κ.λπ. Δημιουργήθηκαν νέα μουσικά συγκροτήματα, όπως η περίφημη Ρώσικη Λαϊκή Ορχήστρα (1919), που από το 1946 πήρε τ' όνομα του Ν. Σ. Οσίποφ, η σπουδαία Φιλαρμονική της Πετρούπολης (1921) κ.ά., καθώς και πολλά μουσικο - εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Το κύριο πρόβλημα στον τομέα της μουσικής παιδείας τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια ήταν η μόρφωση των εργαζομένων και η μύησή τους στη μουσική. Με τη συμμετοχή εξειδικευμένων μουσικών πραγματοποιούνταν πολυάριθμες λαϊκές συναυλίες και διαλέξεις για τη μουσική και οργανώνονταν ερασιτεχνικές χορωδίες, ορχήστρες, εκπαιδευτικά σεμινάρια, ακόμη και στα τμήματα του Κόκκινου Στρατού. Σπουδαίο ρόλο στη διαφύλαξη και διάδοση αξιόλογων έργων της κλασικής μουσικής έπαιξαν οι συνθέτες Α.Κ. Γκλαζουνόφ, Ιππολίτς - Ιβανόφ και Ρ.Μ. Γκλιέρ, οι οποίοι διηύθυναν τα Ωδεία της Πετρούπολης, της Μόσχας και του Κιέβου, αντίστοιχα, καθώς και ο Α. Δ. Καστάλσκι, διευθυντής της Λαϊκής Χορωδιακής Ακαδημίας της Μόσχας.
«Καρποί» της σοσιαλιστικής οικοδόμησης
Η Ακαδημαϊκή Συμφωνική Ορχήστρα Μόσχας
Τα πρώτα σοβιετικά μουσικά έργα δημιουργούνται στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου (1918 - 1920) και είναι κυρίως τραγούδια τόσο από ερασιτέχνες όσο και από συνθέτες που συνδέονται με τον Κόκκινο Στρατό και υμνούν τα κατορθώματά του. Μετά το τέλος του εμφυλίου και με το πέρασμα στην ειρηνική ανοικοδόμηση, αρχίζει νέα περίοδος ανάπτυξης στη μουσική, που χαρακτηρίζεται από την εντατική αναδιοργάνωση της μουσικής ζωής και της δραστηριότητας όλων των μουσικών ιδρυμάτων και οργανισμών. Χιλιάδες όμιλοι και ομάδες ερασιτεχνών (χορωδίες και λαϊκές ορχήστρες) έκαναν την εμφάνισή τους, αναπτύχθηκε το ερασιτεχνικό τραγούδι και ανανεώθηκε το ρεπερτόριο του θεάτρου και των συναυλιών με έργα Σοβιετικών και ξένων συνθετών, ενώ μεγάλη επιτυχία γνώρισαν λυρικά έργα, με θέματα εμπνευσμένα από τους λαϊκούς απελευθερωτικούς αγώνες - το 1928 ανεβαίνει στο Λένινγκραντ για πρώτη φορά η όπερα του Μουσόργκσκι «Μπορίς Γκοντουνόφ» στην αυθεντική της μορφή. Παράλληλα, νέα μουσικά θέατρα και ωδεία αρχίζουν να λειτουργούν στο Αζερμπαϊτζάν (1921), Αρμενία (1923) κ.ά.
Μεγάλη άνοδο γνώρισε η σοβιετική μουσική κουλτούρα τη δεκαετία του 1930. Σε όλες τις ενωσιακές και σε μερικές αυτόνομες Δημοκρατίες λειτουργούσαν πλέον εθνικά μουσικά θέατρα, ενώ σε πολλές Δημοκρατίες, για πρώτη φορά, έκαναν την εμφάνισή τους συμφωνικές ορχήστρες και ορχήστρες μουσικής δωματίου. Η Απόφαση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος (23/4/1932) «Για την αναδιοργάνωση των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών οργανώσεων» υπήρξε σημαντικό ορόσημο στην ιστορία της σοβιετικής τέχνης, σημαντικό βήμα για τη συνένωση των καλλιτεχνικών δυνάμεων στην κατεύθυνση δημιουργίας μιας νέας, σοσιαλιστικής τέχνης. Εκείνη την περίοδο παρουσιάζονται τα πρώτα δείγματα της κλασικής σοβιετικής μουσικής, όπως η 5η Συμφωνία και άλλα έργα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, το χορόδραμα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», η καντάτα «Αλέξανδρος Νέφσκι» του Σεργκέι Προκόφιεφ, τα κοντσέρτα για πιάνο και βιολί του Χατσατουριάν κ.ά. Η αλληλεπίδραση των εθνικών πολιτισμών της Σοβιετικής Ενωσης γίνεται εντονότερη, ενώ γράφονται όπερες, συμφωνικά έργα, χοροδράματα σε Δημοκρατίες που προηγουμένως δεν είχαν γραπτή παράδοση μουσικής τέχνης, όπως στο Ουζμπεκιστάν, Καζαχστάν, Κιργκιζία, Μπασκιρία, Ταταρία κ.ά. Το 1936-37 οργανώνεται η Συμφωνική Ορχήστρα και το Συγκρότημα Λαϊκών Χορών της ΕΣΣΔ, ενώ παράλληλα, εγκαινιάζονται καινούργια ωδεία στο Μινσκ, Σβερντλόφσκ, Τασκένδη, Κισινιόφ και πολυάριθμες μουσικές σχολές. Το σοβιετικό τραγούδι γίνεται παλλαϊκό, ανθίζουν η όπερα και η συμφωνική μουσική, ενώ δημιουργούνται μνημειώδη έργα στο είδος του ορατορίου - καντάτας. Το 1935, στο «Λιτερατούρνι Λένινγκραντ», ο μεγάλος Σοβιετικός συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς δηλώνει: «Εδώ στη Σοβιετική Ενωση κάθε εξειδικευμένος δημιουργός, παραγωγός, συγγραφέας, μηχανικός, συνθέτης ή οτιδήποτε άλλο, απολαμβάνει την υποστήριξη του Κόμματος και της κυβέρνησης... Οι Σοβιετικοί συνθέτες έχουν όλες τις ευκαιρίες να δώσουν μεγάλα έργα. Ουδέποτε υπήρξε άλλη εποχή ή άλλος τόπος, όπου ένας συνθέτης να μπορεί ήσυχος να γράψει μια σονάτα ή ένα κουαρτέτο, ξέροντας ότι είναι οικονομικά εξασφαλισμένος. Αυτό είναι αποτέλεσμα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα μας, αποτέλεσμα της πολιτικής του Κόμματός μας».
Η σαρανταμελής Ορχήστρα Ακορντεόν του Σπιτιού Πολιτισμού των Τεχνικών Σχολών Λένινγκραντ
Παιδί της Οχτωβριανής Επανάστασης, ο Ντ. Σοστακόβιτς εμπνεύστηκε όπως και άλλοι μεγάλοι ομότεχνοί του από τα ιδανικά της, θέτοντας τη δημιουργία του στην υπηρεσία του λαού που έχτιζε τη σοσιαλιστική κοινωνία. Ηγετική φυσιογνωμία στο χώρο της μουσικής ο Σοστακόβιτς (έγραψε 15 συμφωνίες, όπερες, μουσική για μπαλέτο, κινηματογράφο, θέατρο κλπ.) εντυπωσιάζει όχι μόνο για την αισθητική υπεροχή της γραφής του, αλλά και για τη συμμετοχή του στα κοινά, στην πολιτική ζωή, για την ενεργό δράση του στο παγκόσμιο κίνημα ειρήνης. Οπως έλεγε «ο δεσμός του καλλιτέχνη με το λαό και με την εποχή που ζει είναι η ραχοκοκαλιά κάθε πραγματικού έργου τέχνης»...
Το μεγαλείο αυτού του δεσμού αποκαλύφθηκε περίτρανα στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς οι Σοβιετικοί μουσικοί συμμετείχαν από κάθε μετερίζι στον αγώνα κατά του ναζισμού (είτε ήταν στο μέτωπο είτε στα μεγάλα μουσικά ιδρύματα που συνέχιζαν να λειτουργούν). Και με τη γλώσσα της μουσικής δόθηκε το φιλοσοφικό - ηθικό νόημα του πολέμου σαν γιγάντια σύγκρουση του φωτός και του σκότους, του ανθρωπισμού και της φασιστικής βαρβαρότητας, όπως και η επιβεβαίωση των υψηλών ιδεών του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού. Να θυμηθούμε την ιστορική πρεμιέρα της μνημειώδους 7ης Συμφωνίας του Σοστακόβιτς, στον Αύγουστο του 1942 στο πολιορκημένο από τους χιτλερικούς Λένινγκραντ, όπου η παρτιτούρα μεταφέρθηκε με ειδικό αεροπλάνο και που για να εμπλουτιστεί η σύνθεση της μοναδικής ορχήστρας που είχε απομείνει στην πόλη, της Ορχήστρας της Ραδιοφωνίας, η Στρατιωτική Διοίκηση ανακάλεσε επαγγελματίες μουσικούς από το μέτωπο;
Από την άνθηση στη ...Γιουροβίζιον
Από τη μεταπολεμική περίοδο και στις επόμενες δεκαετίες η σοβιετική μουσική αναπτύχθηκε μέσα από έντονες δημιουργικές αναζητήσεις, που οδήγησαν στην πολυμορφία των στιλ, των ειδών και των μορφών, ενώ απέκτησε παγκόσμια φήμη. Η μουσική παιδεία στην ΕΣΣΔ, μέσα από ένα αξιοζήλευτο σύμπλεγμα κρατικών ωδείων (ανάμεσά τους το κορυφαίο Ωδείο Τσαϊκόφσκι), ινστιτούτων τέχνης, μουσικών ιδρυμάτων μέσης και κατώτερης βαθμίδας και χιλιάδων ακόμη παιδικών μουσικών σχολών, δημιούργησε γενιές μουσικών δημιουργών και εκτελεστών υψηλότατου επιπέδου και μια πλατιά, πρωτόγνωρη άνθηση της μουσικής ζωής.
Η ανατροπή του σοσιαλισμού στην πρώην ΕΣΣΔ, που είχε δραματικές επιπτώσεις σε όλη τη σφαίρα του πολιτισμού, επέφερε μεγάλο χτύπημα και στον τομέα της μουσικής. Καταδικάστηκαν σε ένδεια μεγάλοι μουσικοί οργανισμοί, ενώ υπήρξε τεράστια αιμορραγία των μουσικών της προς το εξωτερικό. Ο «πολιτισμός» της εποχής της καπιταλιστικής παλινόρθωσης μπορεί να καταδικάζει σε οικονομική ασφυξία το Μπολσόι και να εμπορευματοποιεί τη μουσική παιδεία, όμως διαθέτει εκατομμύρια για τα γκλάμουρ σόου της «Γιουροβίζιον» και την προώθηση του κάθε λογής μουσικού φαστ φουντ...

Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ