15 Αυγ 2012

Μάμα Κοκαΐνα...


Μάμα Κοκαΐνα...
Ο πατέρας μου παραπονιέται από καιρό. Λείπουν - λέει - όλο και πιο πολλά λεφτά από το ταμείο... Πού θα πάει - λέει - ετούτη η ιστορία... Αμάν πια, όποτε συναντιόμαστε, μου κοπανάει τα ίδια και τα ίδια. Προχτές του έβαλα τις φωνές. Τέλος πάντων, για ποια με περνάει; Τι να κάνω για να τα βγάλω πέρα; Κλέφτρα να γίνω; Του φώναξα όσο μπορούσα πιο δυνατά. Και τότε άρχισε βέβαια η συνηθισμένη - όπως πάντα - πολυλογία του, οι ίδιες -όπως πάντα - παράλογες συμβουλές του. Ο,τι μου δίνεις δε με φτάνει... του πέταξα στα μούτρα. Κατάλαβέ το επιτέλους, έχω έξι παιδιά... Ναι, από τρεις διαφορετικούς συζύγους... με κατακεραύνωσε ο τσιγκούναρος. Μάλιστα, κύριε, το ξέρεις πολύ καλά, δεν πρόκειται για νέο ούτε για κανένα ατράνταχτο επιχείρημα. Μη με προκαλείς, θα σου χτυπήσω και τα δικά σου χάλια. Η κουβέντα ή ο καβγάς, πες το όπως θέλεις, γινόταν στο σαλόνι του πατρικού μου σπιτιού. Στον αναπαυτικό καναπέ, βουβή και κατάχλομη, η μητέρα παρακολουθούσε. Αμέσως σκέφτηκα πως δεν είχε διάθεση να ανακατευτεί. Καλύτερα έτσι... ψιθύρισε μέσα μου η πείρα. Τον πατέρα τον κάνω στις βρισιές σκουπίδι, του θυμίζω το απαράδεκτο δικό του παρελθόν - το λιγότερο δύο εξώγαμα - και κάποια στιγμή σου τον κάνω αρνάκι. Τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα με τη μαμά. Μια ματιά της, ακόμα και σήμερα που έχω κλείσει για τα καλά τα τριάντα έξι, με κάνει να καταπίνω τη γλώσσα μου και να κοκκινίζω σαν μικρό κοριτσάκι. Τίποτα δεν έχω να της προσάψω αυτηνής. Αν δεν ήταν η μάνα σας, σήμερα θα ήσαστε όλοι ζητιάνοι... λέει πάντα η αδερφή του πατερά μας που τον ξέρει, όπως η ίδια τονίζει, σαν την κάλπικη δεκάρα. Μετανάστης έφυγε από το χωριό ο αδερφούλης της, χωρίς στην τσέπη πεντάρα τσακιστή. Θα πάω όπου με ρίξει ο διάολος... είχε πει και είχε αρχίσει της μετανάστευσης τη σχετική διαδικασία. Στη Γερμανία τον έριξε ο εξαποδώ, σε μια μικρή πόλη κοντά στη Στουτγκάρδη. Στην αρχή όλα του πήγαιναν στραβά. Μεροδούλι - μεροφάι, που λένε και στο χωριό. Ασε τις μπέκρες, τους μεθυσμένους καβγάδες και τις άλλες βλακείες. Πολύ τον πίεζε η ζωή, λέει και σήμερα ακόμη η καλή του αδερφή. Για άλλα είχε αυτός γεννηθεί... συμπληρώνει. Ποια είναι αυτά τα άλλα, η θεία μας δεν ξέρει να πει. Πάντως ετούτη, η μεγάλη αδερφή, έψαξε και βρήκε το σωτήριο κλειδί. Ο γάμος ήταν του προβλήματος η λύση. Η νύφη βρέθηκε γρήγορα και ήταν απόλυτα ιδανική. Αμέτρητα της μάνας σου τα παίνια... μου λέει και σήμερα ακόμα η δραστήρια θεία Τριανταφυλλιά. Η νεόνυμφη λες και κράταγε στο χέρι της το μαγικό ραβδί. Και το ρέμπελο σύζυγο συμμάζεψε και η ίδια ρίχτηκε στη δουλιά σαν τρελή και, όντας αρκετά έξυπνη να διακρίνει κάποιες απρόσμενες ευκαιρίες, τον παρακίνησε σε κάτι το καινούριο να ξανοιχτεί. Τέλος πάντων, με σκληρό αγώνα και προσπάθεια απερίγραπτη έκανε η μάνα της σημερινής μας φίρμας την αρχή. Στο μεταξύ ήρθα στον κόσμο εγώ, η πρώτη κόρη, ακολούθησαν ο αδερφός μου και μια αδερφή και η ευτυχία μαζί με την επιτυχία μας πήραν από πίσω. Ετσι έλεγαν οι γειτόνισσες στο χωριό και έτσι παίνευε τον αδερφό της η θεία Τριανταφυλλιά, όσο και αν ήξερε καλύτερα από τον καθένα της οικογένειας τα χάλια. Η τότε ζωή μας ήταν -τουλάχιστον - φριχτή. Δεν είχαμε ούτε πατέρα ούτε μάνα. Η πάλη για τη φίρμα είναι αδύνατο να περιγραφεί. Το ίδιο απερίγραπτα είναι τα σκαμπανεβάσματα και η αγωνία. Ο πατέρας ποτέ δεν ήταν από στόφα αγωνιστή. Η μάνα τράβαγε το κουπί. Στο σπίτι πότε είχα το κουμάντο εγώ, πότε η μικρή μου αδερφή. Ο αδερφός μας στα χέρια μας μεγάλωσε, λες από θαύμα. Η φίρμα κάποτε σταθεροποιήθηκε, το προσωπικό αυξήθηκε, ας είναι καλά το χωριό στην Ελλάδα, που μας έστελνε - και στέλνει - φτηνό εργατικό δυναμικό. Ετσι ονόμαζε τότε ο πατέρας, και σήμερα ονομάζουν οι λογιστές, όλους εκείνους τους ανθρώπους που έφταναν σε κακή κατάσταση και για μια δουλιά έκαναν στον οποιονδήποτε τεμενάδες. Δεν είχα κλείσει τα δεκαπέντε όταν κατάλαβα ότι είχα μωρό στην κοιλιά. Ο γιατρός το επιβεβαίωσε και η μάνα μου, κατάχλομη όπως όλα της τα χρόνια από την... καλοπέραση, με κοίταξε με μαύρη ματιά. Αφησα αμέσως το σχολείο και ασχολήθηκα με πλεξίματα - ήταν της μόδας εκείνο τον καιρό - και με μωρουδιακά. Ο πρώτος σύζυγος μου χάρισε δυο παιδιά, ο δεύτερος τρία και ο τρίτος - ο φαρμακερός - το στερνοπούλι μου. Αγριες ιστορίες και οι τρεις, έρωτες παθιασμένοι που έσκασαν σαν κολοκύθες και από τις δυο πλευρές. Τώρα παλεύω μόνη. Εξι παιδιά, το πρώτο -ο μεγάλος μου ο γιος - ανεπάγγελτος σαν εμένα και ναρκομανής σαν τον πατέρα του. Το δεύτερο, η κόρη μου η μονάκριβη, ακολούθησε το δρόμο μου κι αυτή. Ψάχνοντας να βρει - όπως κι εγώ - λίγη αγάπη έξω από το σπίτι, ρίχτηκε στους αδιέξοδους έρωτες και σπαταλάει την ψυχή της στον αέρα. Τα υπόλοιπα τέσσερα αγγελούδια μου, από δεκατεσσάρων μέχρι έξι χρονών, παραπαίουν μέσα στα χάλια μιας αλλόκοτης ανατροφής από την πλευρά τη δική μου - δυστυχώς - αλλά και των παππούδων και των γιαγιάδων τους. Κάποια στιγμή η μάνα μου, βλέποντας της οικογένειας τα χάλια, στην κυριολεξία τα 'παιξε. Για ένα διάστημα τριγύριζε στης Βάδης Βυρτεμβέργης τα καζίνο, έπινε, κόντευε από το πολύ κάπνισμα να καταστραφεί, όμως του πατέρα μου η ασωτία της έσωσε - κατά κάποιο τρόπο - τη ζωή. Οταν έμαθε ότι εκείνος απέκτησε από μια νεαρή ξεδιάντροπη το δεύτερο εξώγαμο, αποφάσισε να γυρίσει πίσω, στην παλιά της σπαρτιάτικη καθημερινότητα. Της μοίρας οι παραξενιές και οι παλινδρομήσεις την οδήγησαν στην Εκκλησία και στο χριστιανικό τρόπο ζωής. Σήμερα είναι κάτι σαν κοσμοκαλόγρια, ήρεμη, σχετικά δυνατή, όμως ανίκανη να με στηρίξει, να μου δώσει ένα χέρι μέσα στη βαρβαρότητα του δικού μου βίου. Γιατί έχει δίκιο ο πατέρας μου, από το ταμείο του όλο και πιο πολλά λεφτά λείπουν, εγώ είμαι η κλέφτρα, όμως δεν έχω άλλη επιλογή. Οπως σε όλα, έτσι και στην ανατροφή των παιδιών μου λαμπρά τα κατάφερα. Ο μεγάλος μου δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη σημερινή μόδα, που κατάντησε τραγωδία σκέτη. Παρέες, πάρτι, παράξενες συντροφιές, χάπια, ενέσεις, αδιέξοδο...
Αυτά έχει, κυρία μου, η ζωή... μου είπε ο δικηγόρος που με συνόδεψε στο αστυνομικό τμήμα την περασμένη Κυριακή. Ο γιόκας μου, που δεν είναι καθόλου κακό παιδί, έκανε μια τεράστια βλακεία. Πρόκειται για πραγματική διάρρηξη, όχι για αστείο... μας ανέφερε ο αξιωματικός υπηρεσίας αποφεύγοντας να κοιτάξει εμένα - αστείο πράγμα - τη μάνα που δεν κατάφερε να κόψει το δρόμο του παιδιού της προς τον όλεθρο. Τεράστιες σκέψεις και τύψεις με άρπαξαν, όμως εκεί, μέσα στο αυστηρό γραφείο με την ατμόσφαιρα την ανυπόφορη που μου έφερνε στο στόμα γεύση μεταλλική, πάλευα με τον εαυτό μου. Να σταθώ στα πόδια μου, λεφτά έχουμε, τι στο καλό. Ολα θα τα καταφέρουμε, αποτοξίνωση, δικηγόρος σπουδαίος, θα αποφύγουμε σίγουρα τη φυλακή... Οσο κι αν φωνάζει ο πατέρας, ότι εγώ φταίω, τέτοια μάνα που έφτασε να ανέχεται και να χρηματοδοτεί του γιου της τη θανατηφόρα πτώση. Το εγγόνι μου και να πατάει ένεση. Κακούργα... ούρλιαξε λες και η ευθύνη του είναι από τη δίκη μου πιο μικρή... Μην κλαίτε, κυρία μου... είπε κάπως αμήχανα του τμήματος ο διοικητής. Ελάτε, καλή μου, δεν έγινε και καμιά μεγάλη καταστροφή... προσπάθησε να με παρηγορήσει ο δικηγόρος, ενώ στο βάθος του μεγάλου γραφείου άνοιξε μια σκούρα πόρτα που δεν την είχα δει και ο γιος μου, αδύνατος σαν κατάρτι και κατάχλομος σαν μπαγιάτικο λείψανο, κοίταξε τους ξένους άντρες που γέμιζαν το χώρο συνοφρυωμένοι και σιωπηλοί. Μέσα σε δευτερόλεπτα η ματιά του έπεσε πάνω μου, λίγο θολή, ίσως δακρυσμένη, και η καρδιά μου διαλύθηκε, την ένιωσα μέσα μου μαλακιά σαν τη γλυκιά ψίχα του βρασμένου κάστανου... Αγόρι μου... άκουσα τις λέξεις μου σαν μακρινή, βραχνή κραυγή... Ο Βασιλάκης, το πρώτο και πιο αγαπημένο μου παιδί, αμίλητος έκανε με τα μάτια το γύρο του γραφείου, κάρφωσε τους αστυνομικούς αδιάφορα, το δικηγόρο ψυχρά και γυρίζοντας προς το μέρος μου χαμογέλασε, ένα χαμόγελο σκέτο φαρμάκι. Ηταν η στιγμή που έχασα τις αισθήσεις μου, το δευτερόλεπτο ακριβώς που τα λόγια του, μαχαίρι κοφτερό, μου ξέσκισαν άπονα την ψυχή.
- Καλησπέρα, Μάμα Κοκαΐνα. Τι λες; Απόψε είναι του ταξιδιού το τέλος ή μήπως του τέλους η αρχή;

Της
Λίζας ΚΟΝΤΟΜΙΧΑΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ