Πήρα από την ντουλάπα μια αλλαξιά και από το τραπέζι τρία βιβλία, την οδοντόβουρτσά μου, και ξεκίνησα για μια μικρή μοναχική φθινοπωρινή απόδραση. Σε μισή ώρα, οι επιβάτες του αεροσκάφους της «Ολυμπιακής Αεροπορίας» κατέβαιναν στο αεροδρόμιο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης». Επιτέλους, πάτησα το πόδι μου στη Σκιάθο, στο νησί που πάντοτε ήθελα να επισκεφτώ, αλλά μονάχα τώρα το είχα καταφέρει. Τελικά, όλα μια απόφαση είναι και μόλις πριν από λίγο την είχα πάρει. Καθώς το αυτοκίνητο με πήγαινε στην περιοχή Τρούλος, είχα την ευκαιρία να ρίξω μερικές ματιές από το παράθυρο, για να αποκομίσω μια πρώτη εντύπωση. Πλούσια βλάστηση, χρυσές αμμουδιές, απέραντες ακτές, γαλάζια νερά. Καθαρά, κρυστάλλινα, φιλόξενα νερά όπου το πεύκο καθρεφτίζεται και δροσίζεται μέσα τους.
«Ο αρχαιολόγοι, λένε, πως το νησί πρωτοκατοικήθηκε τη νεολιθική εποχή. Κοντά στις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. εγκαταστάθηκαν εκεί οι Ευβοείς. Μερικά από τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας που σημάδεψαν το νησί είναι η συμμετοχή του στους Περσικούς Πολέμους, η ένταξή του στην Α' Αθηναϊκή Συμμαχία και η συμμετοχή του στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, άλλοτε στο πλευρό της Αθήνας και άλλοτε της Σπάρτης», μου λέει η φίλη που θα με φιλοξενήσει.. Οσο εκείνη μου μιλά, για την ιστορία της Σκιάθου, για τη συμμαχία της με την Αθήνα ενάντια στον Φίλιππο τον Β' και πώς ερημώθηκε τελικά από τον Φίλιππο τον Ε', για να χρησιμοποιηθεί ως ορμητήριο από τους εχθρούς του, και να περιέλθει τελικά στους Ρωμαίους, την ακούω αποσπασματικά. Εχω διατάξει το βλέμμα μου να αγκαλιάζει και να φυλακίζει ό,τι ακουμπά, ενώ άφησα ελεύθερη τη φαντασία μου να καλπάζει στο υπέροχο τοπίο.
«... Το 1538 λεηλατήθηκε από τον Μπαρμπαρόσα και στη συνέχεια υποτάχτηκε στους Τούρκους Τέλος, πήρε μέρος στην Επανάσταση του 21 και μην ξεχνάς ότι η Σκιάθος ήταν πατρίδα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Με προσέχεις;». Φυσικά και σε προσέχω, είπα. Μα δεν έλεγα και όλη την αλήθεια.
Πευκόφυτη χερσονησίδα
Επέμενα να σταματήσουμε στην πόλη, όχι είπα δεν ήμουνα κουρασμένη, να βιαστούμε και να δούμε όσα περισσότερα μπορούμε όσο έχει φως. Ο ήλιος πήγαινε να βασιλέψει. Η οικεία μορφή του Παπαδιαμάντη κλέβει την προσοχή μου. Στέκεται ασάλευτη, σκεπτική και ανάγλυφη στην είσοδο του Μπούρτζι (βενετσιάνικο φρούριο), στην πευκόφυτη χερσονησίδα. Πάμε; Πήγαμε, περπατήσαμε στο δρομάκι κάτω από το ανοιχτό θέατρο, από όπου ακούγονταν μουσικές νότες. Κάποια παιδιά έκαναν πρόβα, έτσι φαίνεται. Καθίσαμε στο γραφικό καφενεδάκι που κοιτάει λίγο τα πανέμορφα παλιά σπίτια, λίγο τη θάλασσα, λίγο τον ήλιο που δεν αντέχει άλλο και κουρασμένος γέρνει πάνω στο υγρό γκριζογάλανο μαξιλάρι. Ας κρατήσω όσο μπορώ περισσότερο αυτήν την εικόνα σκέφτομαι, ας την κρατήσω, για να την ανακαλώ όταν ανάγκη θα την έχω τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες που έρχονται. Τις σκοτεινές νύχτες χωρίς φεγγάρι που είναι καθ' οδόν.
Με τη σειρά;
Οχι, με τη σειρά δε γίνεται να περιγράψουμε τις κινήσεις μας, τις εμπειρίες, τα χρώματα, τα αρώματα, τις διαθέσεις της θάλασσας και του ουρανού που κάθε ώρα άλλαζαν ανάλογα με τα κέφια τους, που πολύ ευμετάβλητα ήταν ομολογουμένως αυτήν την εποχή.
Σε μια μυστική επικοινωνία με τον ουρανό, η θάλασσα συνεχώς μετέβαλλε την εικόνα της. Ακίνητη, ρυτιδιασμένη, ανήσυχη, θυμωμένη, γαλήνια, ζεστή, φιλική ή σε απωθούσε μακριά της ή σε καλούσε να βυθιστείς μέσα της. Κι αυτό ακριβώς κάναμε, απλώς περιμέναμε τις προσταγές της. Μια είχαμε την εντύπωση ότι το καλοκαίρι είχε πάρει παράταση από το θεό και πως ο χειμώνας εδώ κανένα δικαίωμα δεν είχε. Αλλά, να που αυτός ο πονηρός ενέσκηπτε ξαφνικά, και στα αρπαχτά τα έκανε όλα έτσι όπως μονάχα εκείνος ξέρει. Μα κι έτσι ακόμα, όταν ο ουρανός αναλυόταν σε λυγμούς, όταν ο Αίολος άνοιγε τους ασκούς του, τούτος ο τόπος δεν έχανε τη γοητεία του. Νησί παντός καιρού είναι.
Εδώ κι εκεί
Σε απόσταση δώδεκα χιλιομέτρων από το κέντρο βρίσκεται η πασίγνωστη παραλία, εκεί όπου τα πεύκα και οι κουκουναριές σκύβουν ευλαβικά πάνω στη χρυσή λεπτή άμμο. Είναι άδεια. Από τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες μπορείς να υπολογίσεις τι γίνεται εδώ το καλοκαίρι. Χίλιες φορές τις προτιμώ έτσι χωρίς το ανθρώπινο στοιχείο, στριμωγμένο, ιδρωμένο, κακοποιημένο από τον καυτό ήλιο. Απαιτητικό όπως πάντα, εκνευρισμένο ίσως...
Μοναχικοί περίπατοι και Μονές
Αφήσαμε το αυτοκίνητο κοντά στη Μονή της πολιούχου της Σκιάθου, της
Παναγιάς της Κουνίστρας, και κατεβήκαμε στο δρόμο που οδηγεί στο πανέμορφο δάσος. Πυκνή η βλάστηση και από τις δύο πλευρές του χωματόδρομου ξεκούραζε το μάτι από την αθλιότητα του γκρίζου που μας περιβάλλει όλο το χρόνο. Και αφεθήκαμε. Και ξεχαστήκαμε εντελώς, τόσο που νομίζαμε ότι είμαστε νέοι και πως είχαμε την αντοχή να περπατούμε, να περπατούμε και να μη σταματούμε ποτέ. Μερικές σταγόνες βροχής μάς επανέφεραν στην πραγματικότητα. Δε γίνονται θαύματα. Κάναμε επιτόπου μεταβολή στην ...ηλικία μας και, αμέσως, νιώσαμε το τράβηγμα στη γάμπα και στη μέση. Πού αντοχή για μια επίσκεψη στη Μονή; Το τράβηγμα παρατράβαγε. Ομως, πριν μπούμε στο αυτοκίνητο η φίλη μου άρχισε και πάλι να με ξεναγεί.
«Το κτίσμα είναι του 17ου αιώνα και επισκευάστηκε στα 1726 και στα 1798. Γι' αυτήν την Παναγιά ακούγονται πολλοί θρύλοι. Ονομάζεται Εικονίστρια επειδή εμφανίστηκε, Κλωνίστρια επειδή βρέθηκε σε ένα κλαρί και Κουνίστρα επειδή αιωρούνταν. Γιορτάζει στις 21 Νοέμβρη».
Το κάστρο
Είναι χτισμένο σε απρόσιτη τοποθεσία στο βόρειο άκρο του νησιού που κάποτε, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν η πρωτεύουσά του. Ομως, στα 1829 οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν στην πρώτη πρωτεύουσα, την αρχαία, τη σημερινή Σκιάθο. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο Αγγλων, Αυστραλών και Νεοζηλανδών που από κει έφευγαν τις νύχτες χωρίς φεγγάρι και περνούσαν στις ακτές της Τουρκίας και στη συνέχεια στην Αίγυπτο. Στη θαλάσσια περιοχή του Κάστρου βυθίστηκε τον Σεπτέμβρη του 1943 το υποβρύχιο «Λάμπρος Κατσώνης». Περπατώντας ανάμεσα στα ερείπια θα δεις τρεις εκκλησίες που ακόμη σώζονται: Ο Χριστός στο Κάστρο, η Αγία Μαρίνα και ο Αγιος Νικόλαος.
Πόσες φορές πέρασα, στα αλήθεια, μπροστά από το σπίτι, όπου έζησε και πέθανε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; Αμέτρητες. Και πόσες φορές είπα «έχω καιρό, αύριο θα έρθω», ισάριθμες. Μα να που αυτό το αύριο δεν ήρθε. Εφυγα χωρίς να το επισκεφτώ. Ούτε αυτό, αλλά ούτε και τη Μονή της Ευαγγελίστριας, η οποία εκτός από το ιστορικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει είναι χτισμένη μέσα σε μια φύση ασύλληπτης ομορφιάς. Ντροπή μου...
«Τα 33 ροζ ρουμπίνια» του Ευγένιου Τριβιζά, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Καλέντης» είναι ένα παράξενο βιβλίο, που έχει την εξής πρωτοτυπία: Διαβάζεται όπως εσύ θες και όχι με τον κλασικό τρόπο, από την αρχή... Ο μικρός αναγνώστης θα αποφασίσει, δηλαδή, αν ο ιππότης θα συναντήσει τον ρινόκερο που κατάπιε το ουράνιο τόξο, αν θα κόψει τη μαργαρίτα που λέει πάντα «σ' αγαπώ» ή αν θα βάλει το χέρι του στο κοφίνι με τα φαρμακερά φίδια... Πήγαινε, λοιπόν, στη σελίδα 214 και ακολούθησε πιστά τις οδηγίες. Ετσι θα μπορέσεις να φτιάξεις προσεκτικά τον ιππότη και το άλογό του. Καλή ανάγνωση...
Ανάμεσα στα βιβλία που πήρα μαζί μου στη σύντομη επίσκεψή μου στη Σκιάθο ήταν και η
«Πορτοκαλιά» του Κάρλος Φουέντες (Εκδόσεις «Αγρα»). Η πορτοκαλιά, το δέντρο της Ανατολής, του οποίου οι σπόροι, σπαρμένοι, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, θα γίνουν αρχή γονιμότητας, επιμειξίας και ορμής ενός «Νέου Κόσμου». Καρπός στρογγυλός, μητρικός, όπως το μητρικό στήθος, όπως η γη, την οποία ονειρεύεται να κατακτήσει ο εξερευνητής, καρπός χυμώδης όπως η θάλασσα, που επιθυμεί να διασχίσει ο θαλασσοπόρος. Πέντε νουβέλες αποτελούν την
Πορτοκαλιά, που ξεκινάνε από την άφιξη του Κολόμβου στην Καραϊβική μέχρι τη μοίρα του Ερνάν Κορτές και των γιων του, και από την καταστροφή της Νουμαντίας από τους Ρωμαίους μέχρι τον ερωτικό, αλλά και τραγικό, θάνατο στο Ακαπούλκο ενός ηθοποιού βραβευμένου με το γρουσούζικο, το παγερό αγαλματάκι, το Οσκαρ. Τι να πει κανείς για την απίστευτα ορμητική και χειμαρρώδη πένα του Φουέντες; Ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να παρασύρει τον αναγνώστη τόσο πολύ, ώστε εκείνος να είναι ανήμπορος να του αντισταθεί. Να σταθεί, να σκεφτεί και, τέλος, να πει: «Οχι δε συμφωνώ. Δεν είναι δυνατόν να είναι καλός και ο Κορτές και Μοντεζούμα, και η Μαρίνα, και οι δυο γιοι του, και μονάχα ο πρώτος μεταφραστής του, εκείνος που είχε πριν εμφανιστεί η Ινδιάνα του, να φταίει για όλες τις συμφορές που βρήκαν την έρημη χώρα και τους κατοίκους της».
Φυσικά, ο Φουέντες προσπαθεί, επιτυχώς από λογοτεχνικής πλευράς, να εισχωρήσει μέσα στην ψυχή των ηρώων του. Να τους δώσει φωνή, για να εκφράσουν τη δική τους εκδοχή. Να μας πείσουν για το δικότους δίκιο. Ομως, έχοντας διαβάσει πολλά ιστορικά βιβλία πάνω στο θέμα δεν έχω, εδώ και πολλά χρόνια τώρα, την παραμικρή αμφιβολία για το ποιος είναι υπεύθυνος και ποιος προκάλεσε όλη αυτή την καταστροφή. Ποιος αποφάσισε τη γενοκτονία τόσων λαών. Ποιος πήρε τη γη τους, τα πλούτη τους, ποιος έκανε σκλάβο τον γηγενή, ποιος βίασε, σφαγίασε, βασάνισε, λήστεψε και περιφρόνησε εκατομμύρια απλών ανθρώπων. Δεν είμαι Μεξικάνα, ούτε Ινδιάνα, οπότε μπορεί κανείς να μου πει ότι αφού δεν είμαι, δεν έχω δικαίωμα γνώμης. Και όμως νομίζω ότι έχω. Σ' αυτό το σύντομο σημείωμα, θα περιοριστώ να χαρακτηρίσω μονολεκτικά την πένα του συγγραφέα Φουέντες. Είναι καταπληκτική. Ομως για τον άνθρωπος Φουέντες δεν ξέρω, δεν τρέφω μεγάλη εκτίμηση για τους αμέτοχους σε τέτοιες τραγωδίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου