Το τέλος του δρόμου
Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ |
Στα βουνά της άγονης και αφιλόξενης εκείνης χώρας με τα εφιαλτικά ονόματα, σάπιζαν χιλιάδες ξύλινοι σταυροί, χωρίς ονόματα. Τα νοσοκομεία σ' όλη τη χώρα, ήτανε φίσκα μισερούς και σακατεμένους άντρες. Χιλιάδες άλλοι, γεμάτοι ψείρα κι απόγνωση, γυμνητεύανε στους δρόμους. Απλώνανε το χέρι αυτοί οι περήφανοι αητοί με τα σπασμένα φτερά για λίγο ψωμί! Ετσι για να κρατηθούνε στα πόδια τους, σ' αυτή την πικρή πορεία προς τα πίσω...
Ωστόσο κατέβαινε ακάθεκτος ο θάνατος, καβάλα σε σιδερένια άλογα. Κατέβαινε και σάρωνε τα πάντα. Στη μικρή πολιτεία, η ζωή κυλούσε όπως πάντα. Εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, όταν ο μαύρος άγγελος πετάριζε πάνω της και κροταλούσε τα φτερά του. «Ο υιός σας έπεσεν, υπέρ Πίστεως και Πατρίδος ηρωικώς μαχόμενος»...
Οι μαγαζάτορες που μυρίζονταν φοβερές μέρες να φτάνουν, είχανε παραμερίσει καθετί που τρωγότανε. Ακούς εκεί... σκεφτότανε. Καλύτερα εμείς και τα παιδιά μας, παρά ο πάσα ένας.
Στα ράφια μένανε κάτι ψευτοπράματα που τα 'χαν κάμει σχεδόν αχρείαστα των καιρών τα μαύρα προμηνύματα. Κι όταν πήγαινες να γυρέψεις κάτι απ' όσα τρωγότανε, σε κοίταζε ο παμπόνηρος έμπορας απορημένος και παρίστανε την ...οσία Μαρία: Πού να τα 'βρω κυρά μου... Τι να σου κάνω φίλε μου... μας τελείωσε αυτό που ζητάς... Ναι, δυστυχώς κι απ' αυτό δεν έχουμε... Τι να σου κάνω, μήπως φταίω κι εγώ; Παράγγειλα και ...δε μου το 'στειλαν ακόμη...
Η αβεβαιότητα πλανιότανε στους δρόμους. Εμπαινε στα σπίτια. Ακολουθούσε τους ξωμάχους στον κάμπο, άδραχνε το τσαπί που σκάβανε και το 'κανε πιο βαρύ. Τους έπιανε από το λαιμό και δεν κατέβαινε η μπουκιά μ' ευκολία.
***
Στο «Δεσποτικό», απ' τ' ανοιχτά παράθυρα έμπαινε ο βορινός αέρας κι ανακάτωνε τα χαρτιά του γραφείου και τα γένια του Δέσποτα. Δίπλα του ένας άντρας με χακί, που και καθιστός έδειχνε θεόρατος, κάτι του 'λεγε καθώς ρουφούσαν τα καφεδάκια που σέρβιρε η οικονόμος. Το ύφος του έδειχνε ανησυχία και κάτι σαν φόβο. Σε λίγο σηκώθηκαν και βγήκαν έξω. Τα κλαδιά του δέντρου απέναντι στην είσοδο, σάλευαν μ' αφρικανική νωχέλεια.
Αν πρόσεχε κανείς κάπως τον άντρα με το χακί, θα διαπίστωνε πως τα στομάχια του δεν υστερούσαν καθόλου από εκείνα του άγιου πατέρα. Θα 'βλεπε ακόμη πως είχε ταυρίσιες πλάτες και χοντρές ποδάρες. Τα χοντρά μάτια του είχανε κατεβάσει σακούλες και στο δεξί του μάγουλο έπαιζε ένα νεύρο. Ο «θεοφιλέστατος» ξεκούκκιζε αργά - αργά, σα χάντρες κομπολογιού, την κουβέντα καθώς προχωρούσαν στη δημοσιά. Το λόγο διέκοπτε αραιά και πού καμιά γυναίκα, ή κανένα σκολιαρόπαιδο. Μετά όμως την ευχή και τον καλό το λόγο, στο πρόσωπο που του 'χε υποβάλει τα σεβάσματά του, συνέχιζε το δρόμο του και την κουβέντα του: Στρατηγέ μου, τι μπορούν να σας καταμαρτυρήσουν; Οσον τούτο ήτο εφικτόν, δεν επράξατε εις το ακέραιον το χρέος σας προς το Εθνος και την Πατρίδα; Οταν πλέον εξέλιπε πάσα ελπίς, και όταν η Θεοτόκος απέστρεφαν αφ' ημών το πρόσωπόν της, ένεκεν των αμαρτιών μας, η επιμονή σας εις την διατήρησιν των σχηματισμών των υφ' υμάς δυνάμεων, θα ήτο ματαία...
Ο θεόρατος άντρας κοίταζε ανήσυχος δεξιά - ζερβά και κάτι ψέλλιζε. Σαν κάτι να φοβόταν, σαν κάτι να περίμενε... Από το βάθος κάποιου καφενέ, κάποιος άρχισε να μουτζώνει προς τη μεριά των διακεκριμένων αντρών που περνούσαν απ' έξω. Ηταν ένας κοντόχοντρος γεροδεμένος άντρας, που το πρόσωπό του είχε γίνει κόκκινο σαν παντζάρι απ' το θυμό και το μίσος. Μα δε μου λες, τρελάθηκες; του πέταξε κάποιος από το διπλανό τραπεζάκι. Τι σου 'καμε ο θεοφιλέστατος και φασκελώνεις; Δεν τα 'χω μπρε Γιώργη με το Δεσπότη. Με τον άλλο τα 'χω τον κερατά, τον προδότη. Που παράτησε τη μεραρχία στο έλεος του Θεού κι έγινε Λούης!..
Οσο συνεχιζότανε οι νίκες και οι... τελετές παρασημοφόρησης, ήτανε καλά! Μα «ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται»... Κατάλαβες ο... ερίφης; Είχε τρυπώσει σε μία σπηλιά με τριπλές και τετράδιπλες σειρές από σακιά άμμου στην είσοδο. Δεν ξεμύτιζε παρά μόνο για σωματική του ανάγκη! Κι αν παρουσιαζότανε αεροπορία; Το μισό του κάτουρο το 'κανε πάνω του... Τέτοιος άντρας! Εβλεπε τα παιδιά του λόχου στρατηγείου να τουρτουρίζουνε στα χιόνια, και ρωτούσε με την αναίδεια του καλοντυμένου: Μωρέ Κρητικάκια κρυώνετε; Κι όταν κάποιος απαντούσε: Λαμβάνω την τιμή στρατηγέ μου να σας αναφέρω πως κρυώνω... απαντούσε αλαζονικά και με έσχατη περιφρόνηση: Εγώ μωρέ δεν κρυώνω, εσείς γιατί κρυώνετε;
***
Κάμποσοι μαγαζάτορες, κοιτάζανε το διακεκριμένο δίδυμο σαν ξελιγωμένοι. Μοιάζανε να εκλιπαρούνε ένα λόγο, μια ματιά ή ένα νεύμα έστω. Κι όταν τ' αξιωνότανε, χαμογελούσαν γλοιώδικα και λύγιζαν τη μέση ως κάτω! Δεν ήταν δα και μικρό πράγμα, να περνούν... Θρησκεία και Πατρίς και να σου γνέφουν με συμπάθεια!!.. Παναπεί πως είσαι κάποιος και πως προσφέρεις στο κοινωνικό σύνολο! Υστερα συνέχιζαν να ξεσκονίζουν τ' αδειανά ράφια και να διώχνουν τις μύγες, που βυζαίνανε τους τελευταίους κόκκους της ζάχαρης απ' τ' αδειανά σακιά...
Σε μία γωνιά έγινε το αναπάντεχο, ένας χωροφύλακας με πένθος στο μανίκι, πετάχτηκε και τους έκλεισε το δρόμο. Ο στρατηγός κέρωσε. Η κάννη ενός μάλινχερ, βρέθηκε να σκοπεύει ίσια τα στήθια του. Τα μάτια του οπλοφόρου, θαρρείς πετούσανε φωτιές. Από το στόμα του, το παραμορφωμένο από μίσος και λύσσα, βγήκε ένας βρυχηθμός: Στρατηγέ πού 'ναι τα παιδιά μας; Πού 'ναι τ' αδέλφια μας; Ο άλλοτε αγέρωχος και αλαζών άντρας ξεροκατάπιε. Προσπάθησε να στυλωθεί στα πόδια του που 'νιωθε να τον προδίδουν. Κάτι ζεστό ένιωσε να κυλάει από το διακριτικό του φύλου του και να του βρέχει την κιλότα. Η μπάσα φωνή του βγήκε σπασμένη: Ε... ερ... χονται... έρχονται... Ο απαίσιος κρότος του κινητού ουραίου, άφησε να διαφανεί πόση βαρύτητα και σημασία έδινε ο οπλοφόρος στα λόγια του...
Ο κύριος μαζί σου τέκνον μου, τι πας να κάνεις; μουρμούρισε ξέπνοος απ' την τρομάρα η αγιότης του ο Δέσποτας. Λέγοντας αυτά, μπήκε ανάμεσα στην κάννη και τα στήθια του στρατηγού.
Κάποια μύγα που 'χε κολλήσει στα χείλη του στρατηγού, έκανε για τ' αυτιά του ένα βόμβο σαν αεροπλάνο.
Στα στήθια που πάσχιζε να προστατέψει ο «θεοφιλέστατος», αν τα 'βλεπες σε στιγμές επίσημες, κρατούσαν αμέτρητα σιρίτια και μπιχλιμπίδια. Οι στρατιώτες τα 'λεγαν, πίσω από την πλάτη του, «λιλιά». Στα πρόσωπά τους πλανιόταν τότε ένα κακό γέλιο. Κάτι σαν περιφρόνηση ή σαν μοχθηρία. Ολα τούτα, ιστορούσανε την ...εποποιία που 'γραφε ο κάτοχός των. Κρυμμένος βέβαια σε μια σπηλιά απ' όπου θα δυσκολεύονταν να τον βγάλουν ...δυο εχθρικά συντάγματα! Μετακινούσε πάνω σε μια τεράστια σκακιέρα, με κόκκινο φόντο ζωντανά πιόνια. Ετσι παρομοίαζε το μέτωπο και τους στρατιώτες. Και σε κάθε «Ματ» που έκανε του στρατηγού, από την άλλη πλευρά του μετώπου, νάσου ένα καινούριο «λιλί» να πλουταίνει την επιστήθια συλλογή του!..
Το πένθος στο μανίκι του οπλοφόρου που του 'κλεινε το δρόμο, ήταν η απόδειξη του σπαραγμού του για δυο τέτοια «πιόνια». Είχε χάσει δυο αδέρφια στο μέτωπο...
Γέροντα!! ούρλιαξε σκοτεινός και αδυσώπητος. Φύγε πιο πέρα, γιατί θα πληρώσεις εσύ για λόγου του!.. Ο στρατηγός κατάλαβε πως εδώ ακριβώς ήταν το τέλος του δρόμου. Το οριοθετούσε τούτο το βροντόλαλο σύνεργο της αποκάλυψης. Εδώ τελειώναν οι ευτυχισμένες και ένδοξες μέρες, οι γεμάτες νίκες, νεκρούς και δάφνες... Νεκρούς για τις δάφνες και τις δάφνες για κείνον... Μια βροντή τον κεραυνοβόλησε, ύστερα κι άλλη. Μέσα στο τεράστιο σώμα του έγινε σεισμός. Σαν να γκρεμίστηκε κάτι. Το κρανίο του δονήθηκε κι ο κόσμος γύρισε με ιλιγγιώδη ταχύτητα γύρω - γύρω του για κλάσματα δευτερολέπτου. Βρέθηκε φαρδύς - πλατύς στο οδόστρωμα κι από το χιτώνιό του, στο μέρος της καρδιάς, δυο τρύπες ανάβλυζαν αίμα. Ο άγιος πατέρας έσκυψε και του 'κλεισε τα μάτια. Το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή: Σκοτώσανε το στρατηγό Παπαστεργίου, διοικητή της μεραρχίας Κρητών.
(Ο μύθος του διηγήματος είναι από πραγματικό γεγονός: Αυτός ο στρατηγός δολοφονήθηκε στην Κίσσαμο Χανίων)
Του
Αντώνη ΧΑΡΧΑΛΑΚΗ
Αντώνη ΧΑΡΧΑΛΑΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου