13 Αυγ 2012

Για την Επανάσταση του 1821


Για την Επανάσταση του 1821
Ο Θ. Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του σε ανάπαυση μετά τη μάχη στα Δερβενάκια
Η 25η Μάρτη καταγράφηκε από την αστική ιστοριογραφία ως ημερομηνία έναρξης της ελληνικής εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης των Ελλήνων στα 1821, αν και στις 21 Μάρτη ο Κολοκοτρώνης απελευθέρωνε την Καλαμάτα. Βεβαίως, τα χρονικά όρια έναρξης κοινωνικοϊστορικών γεγονότων είναι συμβατικά, πολύ περισσότερο γεγονότων που καθορίζουν τις κοινωνικές επαναστάσεις. Αλλά η συγκεκριμένη ημερομηνία, δοσμένη από την αστική ιστοριογραφία, δεν έχει σχέση τόσο με αυτό που η ιστοριογραφία γενικά καταγράφει ως επέτειο των ιστορικών γεγονότων. Θα μπορούσε π.χ. να είναι ένα άλλο γεγονός που προηγήθηκε ή διαδραματίστηκε αργότερα από την 25η Μάρτη, στα πολλά γεγονότα κρίκους της ελληνικής επανάστασης. Η συγκεκριμένη ημερομηνία σηματοδοτεί αυτό που η άποψη της «επίσημης» από το κράτος ιστορίας, θεμελιώνει ως γεγονός έναρξής της. Δηλαδή, την ημερομηνία που, σύμφωνα με την αστική ιστοριογραφία, η «σημαία της επανάστασης υψώθηκε από το δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό». Και φαίνεται να επιλέχτηκε, από την κυρίαρχη, μετά τη νίκη της Επανάστασης, τάξη, για το συμβολισμό της εθνικοαπελευθερωτικής εξέγερσης και της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, θέλοντας να επιβάλει σ' αυτό το συμβολισμό και τη συμμετοχή της επίσημης εκκλησίας στην επανάσταση, αν και το γεγονός της «σημαίας στην Αγία Λαύρα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό» είναι ανύπαρκτο. Σημασία, όμως, έχει ότι η κυρίαρχη μετά την Επανάσταση τάξη χρειαζόταν και την ορθόδοξη εκκλησία ως ένα στοιχείο του δικού της εποικοδομήματος που θα επιδρούσε στη δημιουργία υποταγμένης σ' αυτήν συνείδηση στις λαϊκές μάζες.
Μέρα σαν τη σημερινή είναι χρήσιμη στην κυρίαρχη τάξη, στην εξουσία της, στους κάθε λογής θεσμούς του εποικοδομήματός της, από την «επίσημη εκπαίδευση», χαρακτηριστικό παράδειγμα το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, έως την εκκλησία, αλλά και τους φύλακες του αστικού κράτους, από το στρατό έως τους άλλους κατασταλτικούς μηχανισμούς, να παιανίζουν θριάμβους για μιαν επανάσταση με κυρίαρχη μορφή την ένοπλη πάλη, με την οποία πλέον καμιά σχέση δεν έχουν, αντίθετα την αποκηρύσσουν με τα βδελυγμίας βαφτίζοντάς την «τρομοκρατία». Ολοι αυτοί λοιπόν, που τους αγώνες και ιδιαίτερα την ένοπλη μαζική πάλη την αποκαλούν τρομοκρατία, αυτοί που στέλνουν στρατό, συμμετέχοντας σε ιμπεριαλιστικούς, άδικους, πολέμους σε ξένα εδάφη για την υποδούλωση άλλων λαών, προκειμένου να υπηρετούνται τα συμφέροντα των μονοπωλίων και του κεφαλαίου, θα μιλήσουν για ελευθερία. Το ψέμα και η υποκρισία, σ' όλο τους το μεγαλείο, θα θριαμβεύσουν σήμερα, προκειμένου να προβάλουν το νόημα της Επανάστασης κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Για απελευθέρωση του έθνους θα μιλούν και ας συμμετέχουν στο μακελειό για την υποδούλωση λαών. Να διαφυλάξουμε τα «ιερά και τα όσια» θα πουν και ας κρύβουν τα «ιερά και τα όσια» των επαναστατημένων Ελλήνων για να διαφυλάξουν τη δική τους εξουσία. Γιατί η εξέγερση του 1821 είχε εχθρό την κυρίαρχη εξουσία, που εμπόδιζε το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, δηλαδή την κίνηση της ιστορίας, για τη συγκεκριμένη εποχή, προς τα μπρος. Οι Ελληνες με τα όπλα τέτοιον αγώνα έκαναν. Για να ανατρέψουν την εξουσία των Οθωμανών, που τη διαχειρίζονταν μαζί με τους Ελληνες κοτζαμπάσηδες και Φαναριώτες, μαζί και η Εκκλησία.
Ο ρόλος της εκκλησίας
«Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» (πίνακας του Ντελακρουά)
Η ηγεσία της επίσημης Εκκλησίας και στον ελλαδικό χώρο, όπως και το Φανάρι, ήταν εχθρός της Επανάστασης. Ο συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας», «Ανώνυμος Ελλην», «ξεσκεπάζει και μαστιγώνει αλύπητα τους εχθρούς της Επανάστασης, τους εκμεταλλευτές του λαού, τον κλήρο, τους Φαναριώτες, τους κοτζαμπάσηδες», (Νίκου Μπελογιάννη, «Κείμενα από την απομόνωση»). Είναι επίσης χαρακτηριστικοί οι διάλογοι του Παπαφλέσσα με τους κοτζαμπάσηδες και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στο Αίγιο (τότε Βοστίτσα), στις 26 Γενάρη 1821, όταν, ως πληρεξούσιος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, τους συνάντησε στο σπίτι του Αντρέα Λόντου, προκειμένου να τους πείσει να συμμετάσχουν στην Επανάσταση. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός αρνιόταν την επανάσταση, ρωτώντας: «Πού πολεμοφόδια; Πού όπλα; Πού χρήματα πολυάριθμα; Πού στρατός πεπαιδευμένος; Πού στόλος εφοδιασμένος;». Για να καταλήξει: «... Αλλ' εις την εποχήν ταύτην οποία δείγματα θετικότητας έχομεν, διά να πιστεύσωμεν όσα λέει ο Δικαίος και όσα γράφει ο Υψηλάντης;». Ενώ ο Σωτήρης Χαραλάμπης είπε: «... πιστεύω πως η Ρωσία, όπου έχει την ίδια θρησκεία μ' εμάς, θα συντροφέψει τον Υψηλάντη με στρατεύματα... Μα εμείς εδώ, αφού ξεκάνουμε τους Τούρκους, σε ποιον θα παραδοθούμε; Ποιον θα 'χουμε ανώτερο; Ο ραγιάς, αφού πάρει τα όπλα, δε θα μας ακούει πια και δε θα μας σέβεται και θα πέσουμε στα χέρια εκείνου, που δεν μπορεί να κρατήσει το πιρούνι να φάει! (σ.σ. αυτός ήταν ο Νικήτας Φλέσας, αδελφός του Παπαφλέσσα). Κάλλιο οι Τούρκοι κι ο ραγιάς υπόδουλος, παρά λεύτερο έθνος με το λαό να 'χει δικαιώματα»! Αυτό ήταν το πραγματικό τους πρόβλημα. Ο επαναστατημένος λαός, με τα όπλα, θα αφαιρούσε τα προνόμια των κοτζαμπάσηδων, θα αποκτούσε ο ίδιος δικαιώματα.
Αλλά ο Παπαφλέσσας, τους δίνει την πρέπουσα απάντηση: «Η επανάσταση είτε θέτε είτε όχι θα γίνει! Πάρτε το απόφαση. Αν εσείς γυρεύετε να την εμποδίσετε, εγώ πήρα προσταγή από την Αρχή να ξεσηκώσω το λαό και να την κάνω. Και τότες όποιον βρουν ξαρμάτωτο οι Τούρκοι, ας τον κόψουν...». Για να του ανταπαντήσει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός: «Είσαι απατεώνας, άρπαγας, εξωλέστατος!» (Αμβρόσιος Φραντζής «Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδας, τ. α', σελ. 98).
«Η έξοδος του Μεσολογγίου» (πίνακας του 19ου αιώνα)
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Το Πατριαρχείο, όχι μόνο δεν ...«ευλόγησε» την Επανάσταση, αλλά αντιθέτως προχώρησε ακόμη και στον αφορισμό των ηγετών της. Ο ανώτερος κλήρος, όχι μόνο δεν ύψωσε το λάβαρο, αλλά αντιθέτως με επιστολές του ίδιου του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε', φρόντισε να καταδικάσει ως ...διαβολική πράξη την όποια προσπάθεια ξεσηκωμού του λαού και να αφορίσει τους ηγέτες της. Και στη διάρκεια της τουρκοκρατίας η ηγεσία του κλήρου το μόνο που κοίταξε να υπηρετήσει ήταν τα δικά του συμφέροντα.
Ο ανώτερος κλήρος στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε τεράστια εξουσία, κοσμική και πνευματική, χάρη στις ίδιες τις διατάξεις των Σουλτάνων. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα γράφει ο Γ. Κορδάτος στο έργο του «Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821»: «Κατά το καθιερωθέν νέον καθεστώς εις την εσκλαβωθείσαν Βαλκανικήν ο Πατριάρχης ήτο ο ανώτατος άρχων των ραγιάδων, ο απόλυτος ρυθμιστής των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών ζητημάτων, με δικαιώματα μάλιστα δικαστικά εις περιπτώσεις αφορώσας το ιδιωτικόν δίκαιον. Ετσι ο ανώτερος κλήρος απέκτησεν εξουσίαν μεγαλυτέραν από εκείνην που είχε πρωτύτερα εις τον καιρόν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».
Αλλά και ο Π. Πιπινέλης, πρώην πρεσβευτής και «υπουργός» Εξωτερικών της χούντας, γράφει στο έργο του «Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» (Παρίσι 1928) ότι «το τμήμα τούτο του κλήρου (αναφέρεται στο Πατριαρχείο και την ηγεσία της εκκλησίας), έζη υπό συνθήκας πολιτικά τοιαύτας, ώστε να μη δύναται να ακολουθήση την ζωήν του Εθνους», και παρακάτω εκτιμά ότι έγινε «ξένος προς το πενθούν και πάσχον έθνος», ενώ ήταν «πολιτικώς ραδιούργος και διπλωματικός εις την Κωνσταντινούπολιν διά να παρακολουθή τας απαιτήσεις της διεθνούς πολιτικής, ήτις επαίζετο γύρω από το Πατριαρχείον»!
«Μεσολόγγι». Ξυλογραφία του Α. Τάσσου (Τάσου Αλεβίζου), από το λεύκωμα «Ελευθερία ή θάνατος»
Ετσι, δεν είναι τυχαίο ότι «η άνοδος στον Πατριαρχικό θρόνο είναι ζήτημα συναλλαγής και ανηθίκων μέσων», όπως γράφει ο Γ. Καρανικόλας στο έργο του «Ρασοφόροι - Συμμορία του Εθνους». Ο δε Γ. Κορδάτος στο έργο του «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» (τόμος 9) αναφέρει: «Τόσο οι καλόγεροι που τότε είχαν μεγάλη δύναμη, όσο και η μεγάλη πλειοψηφία από τους Μητροπολίτες, είχαν συμφέρο να είναι τυφλά όργανα του Σουλτάνου, αφού τους άφηνε, όπως και πρώτα, να έχουν προνομιακή θέση μέσα σε κάθε πόλη και χωριό, να νέμουνται τις εκκλησιαστικές μοναστηριακές περιουσίες και να έχουν και δικαιώματα που δεν τα είχαν πρώτα».
Η Επανάσταση και οι αντιθέσεις στους κόλπους της
Η άρχουσα τάξη, μετά την επανάσταση και τη δημιουργία του ελληνικού αστικού κράτους, δεν ήταν ενιαία (αυτό ως φαινόμενο είναι αντικειμενικό, υπάρχουν διαφορετικά τμήματα στο εσωτερικό κάθε κοινωνικής τάξης, αλλά δεν είναι μόνο αυτό ή κυρίως αυτό). Οι κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης (έμποροι, καραβοκυραίοι, μικροβιοτέχνες, αγροτιά με μικρό ελεύθερο κλήρο, και ο λαός, οι στρατιωτικοί - κλέφτες που προέρχονταν από την αγροτιά) είχαν κοινό συμφέρον την εθνική απελευθέρωση και συγκρότηση του ελληνικού έθνους - κράτους, κόντρα στους αντιδραστικούς κοτζαμπάσηδες και την επίσημη Εκκλησία, που αρχικά ήταν εχθροί της επανάστασης, ταυτιζόμενοι με την οθωμανική εξουσία. Οι οποίοι όμως, φαίνεται, ήρθαν σε συμβιβασμό με τα προοδευτικά, από τη σκοπιά των κοινωνικών μετασχηματισμών, αστικά τμήματα της μετέπειτα άρχουσας τάξης, προκειμένου να συμμετάσχουν στην εξουσία, ή και να την καταλάβουν εξ ολοκλήρου. Και που σε τελευταία ανάλυση, με την έναρξη και εξέλιξή της, αυτός ο συμβιβασμός δεν ολοκληρώθηκε με «ειρηνικό τρόπο», λόγω των οξύτατων μεταξύ τους αντιθέσεων. Οι εμφύλιες συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της επανάστασης, έκφραση διαφορετικών ταξικών συμφερόντων και συμμαχιών, αλλά και των σχέσεων διαφόρων μερίδων της μετέπειτα άρχουσας τάξης με τα διαφορετικά συμφέροντα ξένων κρατών (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά της επανάστασης των Ελλήνων. Ετσι, οι εμφύλιες συγκρούσεις αντανακλούσαν τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της υπό διαμόρφωση αστικής ελληνικής κοινωνίας και μάλιστα στην ιστορική στιγμή της πορείας για τη δημιουργία του εθνικού κράτους. Αντιθέσεις που βεβαίως προϋπήρχαν στους κόλπους της παλιάς φεουδαρχικής κοινωνίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Για παράδειγμα, σοβαρές αντιθέσεις εμφανίστηκαν ανάμεσα στους προκρίτους (Ζαΐμηδες, Λόντοι, Δεληγιανναίοι) και τους στρατιωτικούς (Κολοκοτρώνης) της Πελοποννήσου. Οι πρόκριτοι βλέπουν ότι τα προνόμιά τους απειλούνται από ανερχόμενες δυνάμεις και δεν το ανέχονται. Επίσης, το 1824 είχαν διαμορφωθεί δυο παρατάξεις (έμποροι και πρόκριτοι, η μία, και μεγαλοκαπεταναίοι, κυρίως Πελοποννήσιοι, η άλλη). Τις αντιθέσεις τους θα τις λύσουν με τα όπλα. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους ξεκινούν τον Οκτώβρη του 1824 με την άρνηση των κατοίκων της Αρκαδίας να πληρώσουν φόρους, γεγονός που η τότε κυβέρνηση το αντιμετώπισε στέλνοντας εκεί 500 οπλισμένους Ρουμελιώτες.
Μόνο εθνικοαπελευθερωτική ή και κοινωνική;
Η Επανάσταση του 1821 έχει καταγραφεί από την αστική ιστοριογραφία μονόπλευρα ως αυτή που απελευθέρωσε το ελληνικό έθνος μετά από τα 400 χρόνια σκλαβιάς από τον τουρκικό ζυγό. Αλλά δεν είναι αυτή ολόκληρη η αλήθεια. Ηταν, βεβαίως, επανάσταση εθνικοαπελευθερωτική. Εναντιώθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την εξουσία της. Γι' αυτό και είχε βαθιά προοδευτικό κοινωνικό περιεχόμενο. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί ολοκληρωμένα από την άποψη των σκοπών της, απαιτείται προσέγγιση και έρευνα στο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς, ενάντια στο οποίο στράφηκε η επανάσταση και το χαρακτήρα του, δηλαδή ποιες ήταν οι σχέσεις παραγωγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν καθεστώς φεουδαρχικό και ιστορικά ξεπερασμένο. Υπήρχε ανάγκη αντικατάστασής του από την ανώτερη κοινωνική βαθμίδα, τον καπιταλισμό. Το γεγονός ότι δεν είχε ακόμη ανατραπεί, αποτελούσε και το βασικό εμπόδιο στην ανάπτυξη των νέων αστικών κοινωνικών δυνάμεων, που αναπτύσσονταν στους κόλπους της, της δικής τους εξουσίας και των δικών τους σχέσεων παραγωγής.
Αυτές οι νέες ανερχόμενες κοινωνικές δυνάμεις είχαν να αντιμετωπίσουν το φρενάρισμα της ανάπτυξής τους στα πλαίσια της οθωμανικής εξουσίας. Αλλωστε, τα συμφέροντά τους απαιτούσαν διαμόρφωση εσωτερικής αγοράς, ενώ ήδη είχαν αναπτύξει οικονομικούς δεσμούς με την καπιταλιστική Δύση, λόγω εμπορίου.
Είναι, επίσης, γνωστό ότι το συνειδησιακό υπόβαθρο που διαμορφώθηκε και ώθησε στην Επανάσταση έχει ρίζες στη Γαλλική αστική Επανάσταση του 1789, και τη μεταλαμπάδευση των ιδεών της (ελευθερία - ισότητα - αδελφότητα), από τον Ανώνυμο Ελληνα με την «Ελληνική Νομαρχία», από τον Κοραή και κυρίως τον Ρήγα. Ο Ρήγας, μάλιστα, είχε συλλάβει την ιδέα της επανάστασης σ' όλα τα Βαλκάνια, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι η απελευθερωτική δύναμη όλων των Βαλκάνιων μαζί ήταν πολλαπλάσια μεγαλύτερη, ενάντια στη φεουδαρχία των Οθωμανών, από τον ξεσηκωμό του κάθε έθνους ξεχωριστά.
Ανεξάρτητα από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην προετοιμασία της όπως και η υλοποίηση της ιδέας του Ρήγα, η Επανάσταση ξεκίνησε, έγινε με χαρακτήρα εθνικοαπελευθερωτικό και κοινωνικό, ταυτόχρονα.
Διδάγματα στο σήμερα
Το κύριο, που ως αποτέλεσμα του ένοπλου ξεσηκωμού κατακτήθηκε στην Ελλάδα με την Επανάσταση, είναι η δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού εθνικού κράτους. Ηταν ένα άλμα μπροστά στην ιστορική εξέλιξη, που συνέβαλε επίσης στην αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αυτό το συμπέρασμα έχει διπλή σημασία για τις σύγχρονες συνθήκες. Η μία είναι η ίδια η επανάσταση ως πράξη, το αναπόφευκτό της, όταν οι παλιές σχέσεις φρενάρουν τις νέες δυνάμεις. Η δράση των καταπιεσμένων λαϊκών μαζών ενάντια στην παλιά εξουσία και την ξεπερασμένη ιστορικά κοινωνία, για την ανατροπή της και την εγκαθίδρυση της νέας εξουσίας και την οργάνωση της νέας ανώτερης κοινωνικής βαθμίδας. Οταν οι υλικές προϋποθέσεις για το πέρασμα από μια κατώτερη κοινωνική βαθμίδα σε μια ανώτερη έχουν ωριμάσει και οι λαοί συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα της δικής τους κοινωνικής απελευθέρωσης, τότε η δύναμη της δράσης τους γίνεται ακατανίκητη και καμιά εξουσία δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην επαναστατική τους πάλη.
«Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής - έγραφε ο Μαρξ - καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία (προτσές) της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδησή τους. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή - πράγμα που αποτελεί μονάχα τη νομική γι' αυτό έκφραση - με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες έχουν κινηθεί ως τώρα. Από τις μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης» (Μαρξ - Ενγκελς: «Διαλεχτά έργα», τόμος Α΄, σελ. 424).
Η Επανάσταση του 1821 ήταν επανάσταση που, μαζί με την απελευθέρωση του έθνους, άνοιξε την πρώτη σελίδα της νέας κοινωνίας, του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλη σημασία της, το γεγονός δηλαδή ότι ως αποτέλεσμα της νικηφόρας επανάστασης είναι το πέρασμα από μια κατώτερη κοινωνική βαθμίδα στην ανώτερη.
Η συγκεκριμένη ιστορική επέτειος, όπως κάθε ιστορική επέτειος, έχει ένα συμβολισμό. Αυτόν που αναδεικνύεται από το αποτέλεσμα και κατέγραψε η Ιστορία μέσα από τα πραγματικά γεγονότα. Αποκτά δε συγκεκριμένο περιεχόμενο σε κάθε ιστορική περίοδο κατά την οποία γιορτάζεται. Δεν είναι μόνο η επέτειος μνήμης και μνημόνευσης των προγόνων, που δημιούργησαν το ελληνικό εθνικό αστικό κράτος. Ούτε μόνο το γεγονός ότι αυτοί έκαναν τότε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Είναι επέτειος της εθνικής απελευθέρωσης και ως τέτοια γιορτάζεται. Αλλά ως κοινωνική επανάσταση προβάλλει και το νόημα της κοινωνικής απελευθέρωσης που στις τότε συνθήκες έστειλε στο παρελθόν της ιστορίας την αντιδραστική φεουδαρχία. Στις σημερινές συνθήκες, το μήνυμα και το νόημά της έχουν επίσης το δικό τους περιεχόμενο. Μόνο που αυτό έχει σχέση με τη σκοπιά που κάθε κοινωνική δύναμη προσεγγίζει και τα τότε ιστορικά γεγονότα και τη σύγχρονη πραγματικότητα. Σήμερα ο καπιταλισμός ιστορικά είναι ξεπερασμένος. Είναι καπιταλισμός που σαπίζει και παρασάπισε και ως τέτοιος πρέπει να αντικατασταθεί από την επόμενη κοινωνική βαθμίδα, γιατί βρίσκεται στην εποχή του ιμπεριαλισμού, άρα εποχή περάσματος στο σοσιαλισμό -κομμουνισμό. Χωρίς τον επαναστατικό ξεσηκωμό στα 1821 όλων των τότε καταπιεσμένων δε θα υπήρχε αυτό το ιστορικό γεγονός και το αποτέλεσμά του. Τότε αντιμετώπισαν τη δυναστεία των Οθωμανών μαζί με τη μοιρολατρία που καλλιεργούσαν οι συμβιβασμένοι με την παλιά εξουσία. Ετσι και τώρα η εργατική τάξη, τα φτωχά μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, η νεολαία, οι γυναίκες από τα καταπιεσμένα λαϊκά στρώματα μπορούν, συγκροτώντας το δικό τους αντίπαλο δέος, το αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο πάλης για τη λαϊκή εξουσία, να οργανώσουν τη δική τους αντεπίθεση για την ανατροπή του ιστορικά ξεπερασμένου καπιταλισμού και το πέρασμα στην κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, πραγματοποιώντας την κοινωνική απελευθέρωση για ολόκληρη την κοινωνία. Η εργατική τάξη, τραβώντας τις σύμμαχές της λαϊκές δυνάμεις στην πολιτική πάλη για την εξουσία, έχει όλη τη δύναμη, να οργανώσει τη σύγκρουση και ρήξη με το ζυγό που της επιβάλλει το κεφάλαιο και να νικήσει για να περάσει η ανθρωπότητα από την προϊστορία των ταξικών κοινωνιών στην ιστορία του αταξικού μέλλοντος.

Λ.Κ.

Ανωνύμου Ελληνος «Ελληνική Νομαρχία»
Από τη μελέτη του Νίκου Μπελογιάννη «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»
Ελαιογραφία του 1821
Ο Κομμουνιστής Νίκος Μπελογιάννης ήταν μαχητής και της πένας. Η ενασχόλησή του με τη μελέτη και την έρευνα, παράλληλα με την πραχτική επαναστατική δουλιά, μας άφησε μια σημαντική μελέτη για την«Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας». Αυτή η μελέτη γράφτηκε στα μπουντρούμια της Ασφάλειας, τους μήνες της απομόνωσης, μετά τη σύλληψη του Νίκου Μπελογιάννη από το αντιδραστικό καθεστώς της Ελλάδας και ολοκληρώθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας που μεταφέρθηκε μετά την πρώτη δίκη. Το κείμενο που παρουσιάζουμε σήμερα, είναι απ' αυτήν τη μελέτη, πιο συγκεκριμένα, ένα μέρος από την ανάλυση του βιβλίου«Ελληνική Νομαρχία» με συγγραφέα τον «Ανώνυμο Ελληνα» ως έργου που είχε σημαντική συμβολή όχι μόνο στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, αλλά και στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ξέσπασε στα 1821.Αναδημοσιεύεται από την έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» (1983), «Νίκος Μπελογιάννης - Κείμενα από την απομόνωση».
Μεγάλο σταθμό στο ξετύλιγμα της νεοελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας, αλλά και της εθνικοαπελευθερωτικής επαναστατικής οργάνωσης αποτελεί η «Ελληνική Νομαρχία». Γράφτηκε γύρω στα 1806 και τυπώθηκε τον ίδιο χρόνο πιθανόν στην Μπολόνια της Ιταλίας. Ο συγγραφέας του, για λόγους συνωμοτικούς, θέλησε να μείνει άγνωστος και γι' αυτό παρουσιάζεται σαν «Ανώνυμος Ελλην». (Επίσης και ο τίτλος του δόθηκε για λόγους συνωμοτικούς). Και ίσαμε σήμερα δεν αποκαλύφθηκε ποιος πραγματικά είναι. Αλλοι λένε τον Κωλέτη, άλλοι κάποιον έμπορο του εξωτερικού, το Γιαννιώτη Σπύρο Σπάχο, ο Βέης λέει τον Χριστόφορο Περραιβό, άλλοι τον Κορίνθιο ιατροφιλόσοφο Γεώργιο Καλαρά και τέλος, ο Βαλέτας, που το 1949 βγάζει το συμπέρασμα ότι συγγραφέας είναι ο Ηπειρώτης γιατροφιλόσοφος Ιωάννης Πασχάλης - Δονάς. Είναι όμως και πολύ πιθανό το βιβλίο - αφιερωμένο στον Ρήγα - να γράφτηκε, κολεχτιβιστικά, από ολόκληρη συντροφιά επαναστάτες και φίλους του Θεσσαλού εθνομάρτυρα που είχαν καταφύγει στο Λιβόρνο της Ιταλίας - σοβαρό επαναστατικό κέντρο της εποχής εκείνης. Αλλωστε δεν έχει τόση σημασία ποιος είναι ο συγγραφέας. Ισως καλύτερα που είναι ανώνυμος. Γιατί έτσι συμβολίζει πιο καλά τον «ανώνυμο Ελληνα», τον κάθε Ελληνα που πονούσε για την κατάντια του τόπου του, ονειρευόταν και πάλευε για την απελευθέρωσή του. Η ψυχή του άγνωστου συγγραφέα είναι γεμάτη Ελληνισμό, ανθρωπιά και αγωνιστικό πνεύμα. Βλέπει, τοποθετεί και λύνει το πρόβλημα της επανάστασης και της απελευθέρωσης με τον πιο ρεαλιστικό και θετικό τρόπο. Θεωρεί ότι ο καιρός έχει ωριμάσει (και πραγματικά το 1806 οι συνθήκες, ντόπιες και διεθνείς, για μια εξέγερση είναι ακόμη και από το 1821 πιο ευνοϊκές). Καθορίζει τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης και ξεκαθαρίζει ότι η εξέγερση του Ελληνισμού μπορεί και πρέπει να στηριχτεί στις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις και να μην υπολογίζει στους ξένους, όπως υπολόγιζε κυρίως ο Κοραής - στους Γάλλους - και ίσαμ' ένα βαθμό και ο Ρήγας. Επίσης, ξεσκεπάζει και μαστιγώνει αλύπητα τους εχθρούς της επανάστασης, τους εκμεταλλευτές του λαού, τον κλήρο, τους Φαναριώτες, τους κοτζαμπάσηδες και πολλούς ξενιτεμένους Ελληνες - εμπόρους, δασκάλους κλπ. Απ' αρχής μέχρι τέλους το βιβλίο είναι ποτισμένο από πόνο και αγάπη για το βασανισμένο λαό, μίσος για τους τυράννους και αγανάχτηση γι' αυτούς, που συμμαχώντας με τους Τούρκους, εμπόδιζαν την επανάσταση.
Στα Δερβενάκια
Πρώτη φορά η νεοελληνική σκέψη έβγαλε ένα δημιουργικό έργο, γεμάτο πνοή και δημοκρατισμό, που δεν εξηγεί μόνο το νεοελληνικό κατάντημα της εποχής εκείνης, αλλά φωτίζει και το σωστό δρόμο για μια επαναστατική αλλαγή. Και πολλά κομμάτια του βιβλίου αυτού στέκονται ακόμη και σήμερα, σαν αθάνατα μνημεία της νεοελληνικής σκέψης και τέχνης του λόγου.
Το βιβλίο χωρίζεται σε 5 μέρη. Στο Α' μέρος, αφού μιλάει για την ανθρώπινη ευτυχία - επηρεασμένος από τους διαφωτιστές του 18ου αιώνα - υμνεί τα ελεύθερα πολιτεύματα και στιγματίζει τα καθεστώτα της δουλείας. Παραθέτω μερικές, ανάμεσα στις τόσες, σκέψεις του συγγραφέα: «Και καθώς έν' άνθος ευώδες, όταν γεννάται ανάμεσα εις τα δάση, όπου κανείς δεν το βλέπει, ή καταβιβρώσκεται από τα θηρία, ή κατασήπεται από τον καιρόν, τοιαύτης λογής ακολουθεί και εις τας υποδουλωμένας πόλεις, εις τας οποίας όταν ευρίσκεται κανένα άξιον υποκείμενο, μην έχοντας τον τρόπον να εμφανισθεί, αποθνήσκει χωρίς τινάς να γνωρίσει την αξιότητά του» (σελ. 68, έκδοση Βαλέτα). «Οσα φαίνονται αδύνατα εις τους δούλους, μόλις είναι δύσκολα εις τους ελευθέρους και μεγαλόψυχους άνδρας» (σελ. 70). «Η ζωή του αληθούς πολίτου πρέπει να τελειώνει ή για την ελευθερίαν του ή με την ελευθερίαν του» (σελ. 74).
Τονίζει επίσης την ανάγκη για τους Ελληνες να μάθουν την πολεμική τέχνη, την «επιστήμη των αρμάτων», όπως την ονομάζει. Περιγράφει ύστερα τις ιδιότητες, που πρέπει να 'ναι προικισμένος ένας αρχιστράτηγος, δεν παραλείπει να αναφέρει προβλήματα ταχτικής και τέλος σκορπίζει την πεποίθηση στην ικανότητα των Ελλήνων να αποτινάξουν τον ξένο ζυγό. (Ας σημειωθεί εδώ ότι πρώτος ο «Ανώνυμος» χρησιμοποιεί συνειδητά τον όρο «Ελληνες»).
Στο Β' μέρος - «Τύραννοι και δούλοι» - ξετινάζει τα μοναρχικά καθεστώτα, εξευτελίζοντας και γελοιοποιώντας τους μονάρχες. Ψάχνει να βρει τις αίτιες των «αδίκων», όπως τους λέει, πολέμων - σε αντίθεση με τους «δίκαιους»: «Αυτοί - οι βασιλιάδες - διά παραμικράς αιτίας και συχνάκις διά μίαν βάρβαρον όρεξίν τους, αποφασίζουν τον θάνατον τόσων χιλιάδων υπηκόων, κηρύττοντες τον πόλεμον αναμεταξύ των» (σελ. 112). Σπάνια ως τότε έπεσε τόσο τσουχτερό μαστίγιο στους μονάρχες, και ειδικά για την Ελλάδα, κανείς - και τότε και αργότερα - δε μίλησε με τόσο πάθος, ρεαλισμό και οργή κατά της μοναρχίας, των αρχόντων και του κλήρου. Διαπιστώνει σωστά τις αίτιες της πνευματικής καθυστέρησης του σκλαβωμένου τόπου, αποδίνοντάς την κυρίως στην απόλυτη καλογεροκρατία: «Αι επιστήμαι οπού πρότερον ήνθιζον, άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφαλίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με τη φιλοσοφίαν εξωρίσθηκαν...». Και συνεχίζει με ολοζώντανες και πικρές αλήθειες: «Αλλο βιβλίο δεν ευρίσκετο, ειμή τα πονήματα των ιερέων. Κάθε φιλόλογος άλλον δεν ημπορούσε να αναγνώση, ειμή τα θαύματα και τους βίους των αγίων, και οι ταλαίπωροι Ελληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, υστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι κατά συνήθειαν, μεθυσμένοι δε από την αμάθεια και δεισιδαιμονία, υπήκουον και εφοβούντο τους τυράννους των, χωρίς να ηξεύρουν το διατί. Ενας αφορισμός του αρχιερέως ετρόμαζεν τόσα μιλλιούνια ανθρώπων! Ω δεισιδαιμονία, πόσον φοβερά είσαι ανάμεσα εις τα ανθρώπινα πάθη, και πόσον ουτιδανώνεις την ανθρωπότητα, όταν κυριεύεις τας ψυχάς των απλών και αμαθών λαών, οι οποίοι τόσον αμαυρώνονται οπού τρέμουσιν εις την ψευδή λαλιάν σου, καθώς τα βρέφη φοβούνται έναν όφιν ξύλινον ή ένα χαλκούν λέοντα!».
Στο Γ' μέρος - «Η Ελλάδα στα δεσμά της» - περιγράφει πολύ παραστατικά την εκμετάλλευση της αγροτιάς, των χειροτεχνών, των νοικοκυραίων και των πραματευτών.
Το Δ' μέρος αρχίζει με τα αίτια, που συντηρούνε τη σκλαβιά και που είναι, «το αμαθές ιερατείον και η απουσία των αρίστων συμπολιτών» που ζούνε στο εξωτερικό. Συνεχίζει με επίθεση στους πλούσιους: «Διατί ο πλούσιος να τρώγη, να πίνη, να κοιμάται, να ξεφαντώνει, να μην κοπιάζει και να ορίζη, ο δε πτωχός να υπόκειται, να κοπιάζει, να δουλεύει πάντοτε, να κοιμάται κατά γης, να διψά και να πεινά;». Αμείλιχτος είναι για τους κληρικούς - εξαιρώντας βέβαια τους τίμιους και αγνούς, που κατά τον Ανώνυμο είναι λίγοι. Τους κατηγορεί ότι είναι κύριοι υπεύθυνοι για τη διαιώνιση της σκλαβιάς επειδή δίδασκαν στο λαό ότι «ο Θεός μας έδωσεν την τυραννίαν εξ αμαρτιών μας και πρέπει, αδελφοί, να την υποφέρωμεν με καλήν καρδίαν και χωρίς γογγυσμόν, και να ευχαριστηθώμεν εις ό,τι κάμνει ο Θεός», γιατί «ον αγαπά Κύριος παιδεύει». Και ρωτάει ο συγγραφέας αγαναχτισμένος: «Πώς θέλεις, λοιπόν, να εξυπνήσουν οι Ελληνες από την ομίχλην της τυραννίας;». Και συνεχίζοντας ξεσκεπάζει και ξετινάζει τη θαυματοκαπηλεία, τη λειψανοκαπηλεία, τη συναλλαγή και τη ληστεία των καλογέρων σε βάρος του λαού. Τους καλόγερους τους υπολογίζει σε 100.000!
Υστερα έρχεται στη δεύτερη αιτία της σκλαβιάς, τον ξενιτεμό, και κατηγορεί πολλούς ξενιτεμένους ότι ξέχασαν ή πρόδωσαν την Ελλάδα, τονίζει ότι η απουσία τους αφανίζει την Ελλάδα και τους καλεί όλους, με λόγια συγκινητικά, να γυρίσουν στην Ελλάδα: «Υπάγετε εις την Ελλάδα και εις ολίγον καιρόν θέλετε αισθανθεί τη διαφοράν οπού θέλει προξενήσει η παρουσία σας εις την κατάστασίν της». Και τους βάζει τέλος το πρόβλημα της ξένης βοήθειας: «Ισως προσμένετε να μας δόση την ελευθερίαν κανένας από τους αλλογενείς δυνάστας; Γιατί, αδελφοί μου, να θέλωμεν να αλλάξωμεν κύριον, όταν μόνοι μας ημπορούμεν να ελευθερωθώμεν;».
Στο Ε' μέρος - «Η ανάσταση του γένους» - αποδείχνει ότι είναι δυνατή η απελευθέρωση με μόνες τις δυνάμεις του Εθνους. Αφού χτυπάει τη μικροψυχία των Φαναριωτών, αναφέρει τις αιτίες που κάνουν δυνατή την εθνική αντίσταση. «Πρώτη είναι ο φωτισμός, η διαφωτιστική αναγέννηση, που πρέπει να γίνει πάνω σε λαϊκές και όχι σε σχολαστικές, καλογερίστικες, βάσεις, που εμποδίζουν την αποτίναξη του ζυγού. Ω, πόσον ταχύτερα και ευκολότερα ήθελε φωτισθώσιν οι παίδες των Ελλήνων, αν οι παραδόσεις των επιστημών εγίνοντο εις την απλήν μας διάλεκτον!». Και αγαναχτεί γιατί χάνουμε 3-4 χρόνους στη σπουδή της αρχαίας Ελληνικής. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο «Ανώνυμος» γράφει πως η απελευθέρωση του Ελληνισμού θα φέρει και την αναγέννησή του και όχι η αναγέννηση την απελευθέρωση, όπως πίστευε ο Κοραής. Επίσης πρέπει να τονιστεί ότι απουσιάζει ο Μεγαλοϊδεατισμός και καταδικάζεται ο βυζαντινός σκοταδισμός. Δεύτερη πηγή δύναμης για την επανάσταση: Οι κλέφτες, που το ήθος και η πολεμική τους αξιοσύνη είναι αξεπέραστα. Τρίτο, η κλίση του λαού στ' άρματα. Τέταρτο, η ασύγκριτη ηθική υπεροχή μας απέναντι στους εχθρούς μας. «Μη σας φοβίσουν τα μέσα, ό,τι λογής και αν είναι». «Η τυραννία των Οθωμανών αύξησεν τόσον, οπού μόνη της προδεικνύει τον αφανισμόν της». «Το τέλος των τυράννων, είναι, αδελφοί μου, πασίδηλον».
«Ω Ελληνες! Οι ποταμοί αίματος των συγγενών και φίλων μας, εχύθησαν από το οθωμανικό σπαθί, ζητούσιν εκδίκησιν». «Κάθε μικρά αναβολή είναι επιζήμιος καταπολλά...». Και τελειώνει με λόγια γεμάτα πίστη, αισιοδοξία και πρόσκληση στον αγώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ