Ερωτας τα χρόνια της πέτρας
Η Αννούλα τέλειωνε εκείνη τη χρονιά το Γυμνάσιο. Την ξαναβλέπω και τώρα που γράφω μπροστά μου, έτσι όπως χαράχτηκε στη μνήμη μου.
Είχε δυο ξεχωριστά χαρίσματα, δυο πηγές έλξης. Το πρόσωπό της πρώτα. Ακτινοβολούσε, όπως ένα αινιγματικό αστεράκι, όπως μια ολάνθιστη άνοιξη. Το μίλημά της, δεύτερον, είχε έναν τόνο μελωδικό, μια τρυφερότητα που σε μάγευε. Περπατούσε ανάλαφρα με μικρά βήματα, με το βλέμμα της προσηλωμένο μπροστά. Οι ερωτευμένοι «θεοποιούν» συνήθως το πρόσωπο που αγαπούν. Ομως η Αννούλα ήταν πραγματικά ένα προικισμένο πλάσμα.
Την είχαν ξεχωρίσει και την είχαν βάλει στο μάτι τους πολλοί νέοι, πολλά παλικάρια της Αντίστασης. Εγώ, για κάμποσο καιρό, τον κρατούσα κρυφό τον ερωτά μου. Ωσπου μια μέρα δεν πήγαινε άλλο πια, τ' άφησα να ξεσπάσει το μπουρίνι μου. Της το 'πα ανοιχτά και φωναχτά ότι την αγαπώ.
Με συγκράτησε. Είχε στο πρόγραμμά της τις σπουδές και θα 'φευγε για την πρωτεύουσα. Ηταν και το άλλο: Η γενικότερη κατάσταση. Ενώ περιμέναμε να γιορτάσουμε την άνοιξη της λευτεριάς και της νέας ζωής, στον ουρανό σωρεύονταν νέα μαύρα σύννεφα. Τ' άφησα το ζήτημά μας να το δρομολογήσουμε στο μέλλον. Θα βλεπόμασταν, όμως, ως τον πηγεμό της στην Αθήνα.
Κι έγινε αυτό που έγινε. Οι γενικότερες εξελίξεις στη χώρα μας πήραν τη δική τους πορεία. Η Αννούλα έφυγε για τις σπουδές της κι εγώ...
Ε, ναι, κι εγώ μ' άλλες χιλιάδες συναγωνιστές και συντρόφους μου σ' ένα νέο γύρο διώξεων, συλλήψεων, βασανιστηρίων και σκοτωμών. Στον Εμφύλιο μετά, στα πληγώματα, στην πολιτική προσφυγιά...
Οταν, ύστερ' από χρόνια, είχ' έρθει η μέρα του γυρισμού στην πατρίδα, ναι, χρόνια και χρόνια να την περιμένουμε αυτή τη στιγμή, αναζητώντας να βρω τα αγαπημένα μου πρόσωπα, τους συγγενείς, τους φίλους, τους συναγωνιστές μου, έμαθα και για την Αννούλα. Βρήκα το νούμερο του τηλεφώνου της.
Και να η συνέχεια:
«Παρακαλώ, θα ήθελα να μιλήσω με την Αννούλα...»
Ακούστηκε η γνώριμη φωνή της, τρυφερή, άφθαρτη απ' το χρόνο.
«Η ίδια είμαι. Εσείς;»
Πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Εγώ... Πώς να σου το πω; Δεν ξέρω αν με θυμάσαι. Είμαι ο...». Διαισθάνθηκα την ταραχή της απ' το θόρυβο του τηλεφώνου. «Εσύ!; Απίστευτο! Αν σε θυμάμαι ρωτάς; Πού βρίσκεσαι; Είσαι εδώ; Πότε ήρθες;».
«Ναι, είμαι εδώ. Θα 'θελες ν' ανταμώσουμε;»
Ορίσαμε μέρα, ώρα και τόπο συνάντησης.
Και, να 'μαστε τώρα αντικριστά, στο μισόφωτο της βεράντας αθηναϊκού κέντρου ο ένας να μελετά τον άλλο. Εχ, αυτά τα σημάδια π' αφήνει η ροή του χρόνου κι όχι μόνο αυτή. Αφού είπαμε τα συνηθισμένα λόγια για την υγεία και τέτοια, ανάμεσά μας έπεσε η σιωπή. Γιατί; Είχαμε τόσα πολλά να πούμε κι όμως σωπαίναμε. Τι είχε γίνει με μένα, τι είχε γίνει με κείνη; Τα όσα είχε καταγράψει η ζωή του καθενός ήταν ακόμα άγνωστα, τα σκέπαζε η ομίχλη. Πώς να τ' αποκαλύψουμε;
Αρχισα εγώ.
«Αννούλα, ας γυρίσουμε τώρα πίσω, πολύ πίσω, στα περασμένα. Πού είχαμε μείνει, θυμάσαι;»
Σα να 'πεσε ένα σύννεφο και σκέπασε τα μάτια της. Μελαγχόλησε ξαφνικά, άλλαξε όψη το πρόσωπό της. Να 'τανε η λεπτομέρεια που είδε στο δάκτυλο του χεριού μου η αιτία;
Απάντησε μονολεκτικά:
«Δε θυμάμαι»
«Εγώ θυμάμαι. Να σου πω;
«Οπως θέλεις»
«Είχαμε μείνει, μετά που κουβεντιάσαμε για τη σχέση μας, σε μια γιορτή της ΕΠΟΝ. Ηταν η πρώτη φορά που σου 'πιασα το χέρι, στο χορό. Το κρατούσα το χέρι σου με ευλάβεια, σαν κάτι πολύ ακριβό. Το πιο ακριβό στον κόσμο. Χορέψαμε δυο για τρεις φορές μαζί. Υστερα το ρίξαμε όλοι οι νέοι στα τραγούδια της Αντίστασης. Μετά εσύ κάθισες στη γωνιά της αίθουσας με τη φίλη σου την Ιοκάστη. Το θυμάσαι;»
Απάντησε το ίδιο μονολεκτικά:
«Οχι, δεν το θυμάμαι»
«Φαινόσουν χλομή. Είχες πάθει πλευρίτιδα από την κράτησή σου στη φυλακή. Μιλούσατε με την Ιοκάστη και μετά έγειρες στο κάθισμα κι αποκοιμήθηκες. Τότε εγώ έβγαλα το σακάκι μου και σε σκέπασα. Μισάνοιξες τα μάτια και με κοίταξες. Ημουνα τόσο ευτυχισμένος που με είδες να σε φροντίζω. Χαράματα σε οδήγησα στο σπίτι σας. Το θυμάσαι;»
Είχε σκεπασμένο το πρόσωπο με τα χέρια της κι απάντησε:
«Οχι, δε θυμάμαι»
«Τότε θα σου θυμίσω κάτι άλλο»
«Οπως θέλεις»
«Σε πήρα ένα δειλινό και βγήκαμε περίπατο στο λόφο με τ' αμπέλια και τα λιόδεντρα. Περπατούσαμε στο μονοπάτι. Δίπλα ήταν γκρεμός. Παραπάτησες. Σ' έπιασα από το χέρι να σε προφυλάξω. Πιο κει το χέρι μου το πέρασα στη μέση σου. Πρόφερες ένα μισοσβησμένο "όχι", αλλά δεν το απόδιωξες. Ο ήλιος έγερνε στη δύση του και τα χρώματά του έλουζαν το πρόσωπό σου. Το στόμα σου ήταν πορφυρό. Σε ρώτησα: "Αννούλα, τα βάφεις τα χείλη σου;" Σα να πειράχτηκες. "Αν βάφω τα χείλη μου, είπες; Οχι, δεν τα βάφω". Λίγο πιο κει στάθηκα αντικρύ σου και σου είπα: "Αννούλα, τα χείλη σου είναι σαν τις ανοιγμένες φτερούγες του γλάρου πάνω απ' το πέλαγος"... Κοίταζες αλλού να μη δω το πρόσωπό σου κι εγώ συνέχισα: "Αννούλα, τα χείλη σου είναι ένα αίνιγμα, είναι ένας γρίφος..." Χαμογελούσες κρυφά. Τότε εγώ σε κοίταξα κατάματα και σου είπα σταθερά: "Θα σου τον χαλάσω το γρίφο των χειλιών σου..." Τινάχτηκες όπως το ψάρι στη στεριά. "Οχι, δε θα σ' αφήσω, δε θα σ' αφήσω..." έλεγες. Βύθισα τα μάτια μου στα δικά σου κι όπως σου έλεγα "θα σου τον χαλάσω το γρίφο των χειλιών σου, θα σου τον χαλάσω...", πρόφερες σβησμένα: "Χάλασέ τον..."
Η Αννούλα διαμαρτυρήθηκε:
«Αυτό δεν έγινε ποτέ!...»
«Ας πούμε ότι δεν έγινε. Ας πούμε ότι ήταν μια ονειροφαντασία. Τι καλά, όμως, να είχε γίνει. Ποιος θα μπορούσε να την αποδιώξει μια τέτοια ευτυχισμένη στιγμή; Θα σου θυμίσω, όμως, κάτι άλλο:
Οταν γύριζες απ' τα μαθήματά σου στο Γυμνάσιο, με τα βιβλία σου ακόμα στο χέρι, έμπαινες στη λέσχη της ΕΠΟΝ να κάνεις τις ασκήσεις στο πιάνο. Είχες πάντα μια γαλάζια κορδέλα στα μαλλιά κι ήσουν, στ' αλήθεια, πολύ όμορφη, ήσουν σαν όνειρο. Καθόμουνα στη γωνιά και σ' άκουγα και σε κοιτούσα. Οταν τέλειωνες με τις ασκήσεις, έπαιζες λεύτερα ένα κομμάτι Ούγγρου συνθέτη. Είχε τον τίτλο: "Επιπλήξεις ερωτευμένης". Μπορώ να σου την ψιθυρίσω και τώρα τη μελωδία του. Τη θυμάσαι;»
Με κοίταξε παράξενα, πολύ παράξενα, με κείνη τη γνωστή αινιγματική έκφραση του προσώπου της και είπε:
«Ωραία που τα κράτησες όλα αυτά και ωραία που τα είπες. Αν έμενες, όμως, εδώ...»
«Ναι, αν έμενα εδώ, τι θέλεις να πεις;»
«Εσείς φύγατε και τα πήρατε μαζί σας όλα αυτά και τα φυλάξατε. Τα κοινά οράματα, τη νοσταλγία, τους ρομαντικούς έρωτες. Ομως εδώ ο κόσμος είχε αλλάξει, πήγαινε σ' άλλο δρόμο, έφερε τ' απάνω κάτω κι οι άνθρωποι άλλαζαν...»
«Εσύ άλλαξες, Αννούλα;»
«Αφησέ με εμένα. Εγώ κάηκα στη φλόγα μου...»
«Με περίμενες;»
«Είχα ακούσει ότι σκοτώθηκες»
«Σου είχα γράψει τρεις φορές»
«Γράμμα σου περίμενα, δεν πήρα κανένα»
«Κι εγώ περίμενα δικό σου»
«Πού να σου γράψω; Τη μια μου 'λεγαν πως ήσουνα σ' άγνωστη φυλακή και την άλλη ότι σκοτώθηκες στον Εμφύλιο. Δεν ήξερα ότι είχες καταφύγει στο εξωτερικό...»
«Απ' εκεί σου 'γραφα, αλλά η επικοινωνία μας ήταν δύσκολη. Τα γράμματά μας τα κατέστρεφαν εδώ στην Ελλάδα Ημασταν οι "εχθροί" της...»
Πέρασε λίγη ώρα σιωπής και μετά τη ρώτησα:
«Αννούλα, πώς το 'πες αυτό, ότι κάηκες στη φλόγα σου; Τι σου συνέβη, πώς ήταν οι σπουδές σου, πώς κύλησε η κατοπινή σου ζωή, πώς ζεις σήμερα;»
«Αφησε τη δική μου τη μοίρα, μίλησε για τη δική σου ζωή. Τι έγινε μετά που χωρίσαμε στη γενέτειρά μου;»
«Δε θέλω να μιλήσω χωριστά για τη δική μου ζωή την περίοδο εκείνη. Ηταν μέρος του συνόλου. Και το τι είχε γίνει, πιστεύω, θα το είχες ζήσει κι εσύ. Μετά τη «Συμφωνία της Βάρκιζας», όλοι, είχαμε μπει σε μια σκοτεινή νύχτα άγριων σκοτωμών, βασανιστηρίων και καταστροφών, με σκοπό το ξερίζωμα και την εξαφάνιση των επιτευγμάτων και του πνεύματος της Εθνικής μας Αντίστασης. Εγώ βρέθηκα για τρίτη φορά φυλακισμένος με πληγωμένο κορμί. Τη νύχτα άνοιγαν την πόρτα του κελιού, έμπαιναν οι πληρωμένοι δολοφόνοι της νέας κατοχής των Αγγλο- αμερικάνων ιμπεριαλιστών και των εγχώριων οργάνων τους, άρπαζαν αγωνιστές και τους σκότωναν στους δρόμους. Στα στρατόπεδα που είχανε ανοίξει, στοιβάζονταν κατά χιλιάδες οι αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης. Ο δρόμος που είχαν ανοίξει ήταν ο θάνατος ή η υποταγή. Μαζί με άλλους δυο συντρόφους βρήκαμε την ευκαιρία και δραπετεύσαμε. Νύχτα πήραμε το δρόμο για το βουνό».
«Αρχή του Εμφυλίου πολέμου, δηλαδή».
«Οχι του Εμφυλίου πολέμου. Της νέας αντίστασης. Στον Εμφύλιο οδηγούσαν εκείνοι».
«Δε θα μπορούσατε να την αποφύγετε αυτή την αδελφοσφαγή;»
«Προσωπικά θα μπορούσα να μην πάρω μέρος αν έβαζα την υπογραφή μου κάτω από τη δήλωση της "μετάνοιας", της υποταγής στις εγχώριες και ξένες δυνάμεις της νέας κατοχής. Της απάρνησης του ίδιου του εαυτού μου, των ιδανικών μου. Θα το 'θελες εσύ αυτό, θα μ' αγαπούσες τότε;»
«Λένε ότι τα λάθη της ηγεσίας οδήγησαν στον Εμφύλιο».
«Δε θα σου κάνω ανάλυση για το θέμα αυτό. Την απάντηση την έχει δώσει η ιστορική αλήθεια και όποιος διψάει γι' αυτή ας την αναζητήσει. Αυτό που μπορώ να πω εγώ είναι ότι τον Εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα τον προετοίμαζαν οι Αγγλοι ιμπεριαλιστές απ' την πρώτη κιόλας μέρα της δημιουργίας του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Αλλη είναι η φύση των λαθών της ηγεσίας μας».
«Στο βουνό φτιάξατε το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ). Πες μου κάτι γι' αυτόν, πώς έγινε, πώς πολέμησε, ποιο ήταν το τέλος του;»
«Δεν είμαι αρμόδιος να μιλήσω από εποπτική σκοπιά για το ΔΣΕ. Τα 'χουνε πει, τα 'χουνε γράψει άλλοι. Αυτό που μπορώ να πω εγώ είναι ότι το ξεκίνημα της νέας αντίστασης έγινε από τους ΕΛΑΣίτες, τους ΕΑΜίτες, τους ΕΠΟΝίτες που αρνήθηκαν να υποταχτούν στον ανερχόμενο μοναρχοφασισμό και στη νέα, την αγγλοαμερικάνικη κατοχή. Ηταν αυτοί που δημιούργησαν το Κίνημα Αντίστασης στους χιτλερικούς κατακτητές. Που στάθηκαν πρώτοι στη λεβεντιά, στις μάχες και στους κινδύνους. Που ξεκίνησαν από τα κάτω, ανέβηκαν βήμα το βήμα, σκαλί το σκαλί ψηλά, στις κορυφές, μαχόμενοι κι έμειναν πάντα απλοί κι ακέραιοι. Που τους είπαν να παραδώσουν τα όπλα και τα παρέδωσαν πειθαρχώντας στην ηγεσία τους. Που κυνηγήθηκαν, προπηλακίστηκαν και βασανίστηκαν. Αυτοί ήταν που κατέφυγαν και πάλι στα βουνά και ξαναπόκτησαν τη δύναμή τους. Οχι για να «σώσουν» τη ζωή τους. Αλλά για να ξανασηκώσουν το λάβαρο του λεύτερου ανθρώπου, της λεύτερης πατρίδας, των οραμάτων τους για τον κόσμο. Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) τη σήκωσε την Εθνική Αντίσταση ένα μπόι ακόμα πιο ψηλά. Ανέδειξε κορυφαίους πολέμαρχους και απλούς μαχητές, που οι μορφές τους, μαζί με τους αντρείους των φυλακών και στρατοπέδων, ποτέ δε θα σβήσουν...»
Η Αννούλα είχε ακουμπισμένο το κεφάλι στα διπλωμένα χέρια της και με κοιτούσε και μ' άκουγε, άλλοτε με συγκίνηση, με θαυμασμό, άλλοτε με έκπληξη κι απορία. Πέρασε ώρα για να μου πει:
«Και με τα τόσα που πέρασες, με τα τόσα που υπόφερες, με τα τόσα που συνέβησαν στον κόσμο, τα πισωγυρίσματα, οι αλλαγές, εσύ εξακολουθείς να είσαι ο ίδιος;»
«Θέλεις να μου πεις όπως μ' είχες γνωρίσει τότε;»
«Αυτό θέλω να πω. Οση ώρα μου μιλούσες, την εικόνα σου εκείνη είχα μπροστά μου. Περίεργο. Δεν άλλαξες;»
«Θα σου απαντήσω πρώτα για τα "τόσα που υπόφερα", όπως είπες. Μη ξεχνάς, Αννούλα, πως άλλοι οδηγήθηκαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα και δεν άλλαξαν. Τι 'ταν τα δικά μου παθήματα μπροστά στη δική τους θυσία; Οσο για τις ιδέες μου, για τα οράματά μου, τα κουβαλάω από μικρό παιδί. Είμαι πλασμένος μ' αυτά. Πώς να τ' απαρνηθώ; Και αν τα απαρνιόμουνα, τι θα 'βαζα στη θέση τους; "Ν' αποκτήσω πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες, να γίνω νοικοκύρης;" Σου τον αναφέρω αυτό το στίχο του κλέφτικου τραγουδιού όχι γιατί κατακρίνω τη δίψα και τη χαρά για τη δημιουργία του νοικοκυριού, αλλά για να υποστηρίξω ότι χωρίς κοινωνικά ιδανικά η ζωή είναι ανολοκλήρωτη, κυλάει σε κλειστούς ορίζοντες. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν η πατρίδα σου, ο λαός σου, η μοίρα του ανθρώπου βρίσκονται σε κρίσιμες καμπές. Να 'ξερες πόσο ευτυχισμένος είμαι με το δρόμο που διάλεξα και ακολούθησα... Το ιδανικό εμένα μου έδωνε χαρά και δύναμη. Μου 'κανε τη ζωή πιο πλούσια απ' όλα τα πλούτη. Και βέβαια ο δρόμος αυτός δεν ήταν ονειρικός. Είχε τα σκοντάμματά του, τις πικρίες κι απογοητεύσεις. Δε σου το κρύβω, πέρασα κι εγώ κάμποσες δοκιμασίες...»
«Συνεχίζεις όμως...»
«Και θα συνεχίζω όσο...»
«Μήπως, όμως, είναι ουτοπία το όραμά σας;»
«Είναι ουτοπία, Αννούλα, να θέλεις και ν' αγωνίζεσαι για να ζουν οι άνθρωποι, και συ μαζί τους, χωρίς πολέμους, πείνα και ανεργία; Να 'ναι όλοι οι λαοί αδελφωμένοι; Να υπάρχει στο επίκεντρο ο άνθρωπος, η υγεία του, η σωματική, η ψυχική κι η πνευματική, η χαρά της ευγενικής δημιουργίας κι όχι το άγριο πάθος για το χρήμα που τα ισοπεδώνει όλα, μαζί και τον ίδιο τον άνθρωπο; Είναι ουτοπία αυτό το όραμα, ή πόθος πανάρχαιος του ανθρώπου;»
«Και θα φτάσει κάποτε η ανθρωπότητα σ' αυτή την κοινωνία;»
«Αν δε φτάσει εκεί, θα καταστραφεί. Κι αυτή και το φυσικό περιβάλλον που μας περιζώνει»
«Να σε ρωτήσω κάτι άλλο»
«Ρώτα με»
«Είχατε καταφύγει μετά την ήττα σας στο Βίτσι-Γράμμο στις χώρες του ανατολικού μπλοκ»
«Στις σοσιαλιστικές χώρες, θέλεις να πεις»
«Εστω, σ' αυτές. Πώς ήταν εκεί η ζωή σας;»
«Ημασταν, οι πιο πολλοί... άρρωστοι. Και την αρρώστια μας αυτή τη μεταδίδαμε και στα παιδιά μας...»
«Κάτι αστείο θέλεις να πεις»
«Οχι αστείο. Μιλώ σοβαρά. Υποφέραμε όλοι από ακράτητη νοσταλγία. Δεν ξέρω αν υπάρχει σ' άλλους λαούς αυτός ο πανάρχαιος πόθος των Ελλήνων, το άλγος για την επιστροφή στην πατρίδα. Θέλαμε να γυρίσουμε πίσω. Στο σπιτικό του ο καθένας. Οσο φτωχικό κι αν ήταν. Στο χωριό του, στη γειτονιά, στους συγγενείς και φίλους του. Νοσταλγούσαμε ακόμα τον ήλιο, τη θάλασσα, τα βουνά και τον ουρανό μας. Ημασταν και παραμείναμε Ρωμιοί. Τίποτε δε μας άλλαζε. Και περιμέναμε απ' τη μια μέρα στην άλλη, από τον ένα μήνα στον άλλο, από τον ένα χρόνο στον άλλο, το γυρισμό μας. "Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει...", κύλησαν είκοσι, είκοσι πέντε, για πολλούς τριάντα και πάνω χρόνια στην ξενιτιά, να λαχταρούμε την επιστροφή και να κρατούνε τις πόρτες της πατρίδας μας κλειστές οι κρατούντες. Ημασταν οι "απάτριδες" γι' αυτούς...»
«Και πώς σας φέρθηκαν οι σοσιαλιστικές χώρες;»
«Πιο στοργικά κι απλόχερα κι απ' τους δικούς τους λαούς. Τέτοια υψηλή πράξη συμπαράστασης δεν ξέρω να έχει γραφεί στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ηταν μια βαθύτατη ανθρωπιστική συμπεριφορά, γέννημα του νέου κοινωνικού συστήματος, του νέου κόσμου που γεννιούνταν...»
«Και για το άτομό σου;»
«Κυλούσαν τα χρόνια κι έπρεπε να φτιάξω οικογένεια».
«Και την έφτιαξες;»
«Ναι, την έφτιαξα»
«Εφάρμοσες δηλαδή την αρχή που μου 'λεγες τότε»
«Τι σου 'λεγα τότε;»
«Οτι τη ζωή πρέπει να την παίρνουμε όπως είναι κι όχι όπως θα θέλαμε να είναι»
«Ναι, αυτό έλεγα. Με μια προσθήκη: Τη ζωή θα πρέπει να προσπαθούμε να την κάνουμε όπως θέλουμε κι όχι να υποτασσόμαστε στο πεπρωμένο...»
«Είσαι ευτυχισμένος;»
«Είμαι»
«Και συ; Δε μου είπες τίποτε για τον εαυτό σου»
«Αφησέ με εμένα, σου είπα: Εγώ κάηκα στη φλόγα μου...»
Η Αννούλα σηκώθηκε να φύγει. Δε θέλησε να τη συνοδέψω. Οπως διέσχιζε το δρόμο να περάσει αντίπερα, ο ήλιος έγερνε στη δύση του. Χάθηκε η οπτασία της, έτσι σαν μια σκιά στο ηλιοβασίλεμα...
Δημήτρης ΚΗΠΟΥΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου