Καθ' οδόν: Στη Σκύρο
Ξεμπαρκάροντας
«Εν' από τα γραφικότερα νησιά του Αιγαίου, που δεν έχασε τίποτ' από τη γνήσιά του ομορφιά κι από το έντονο τοπικό του χρώμα, είναι η Σκύρος, η λευκή νύφη των Σποράδων. Είναι το νησί που επιφυλάσσει εκπλήξεις, τόσο για τις φυσικές του ωραιότητες, όσο και για την ψυχή, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων του, για την ξέχωρη χροιά της λαϊκής του τέχνης, όσο και για τον εσωτερικό διακοσμητικό ρυθμό των σπιτιών, που ξεπερνάει σε πρωτοτυπία όλα τα εσωτερικά των νησιώτικων κατοικιών.
Ξεμπαρκάροντας στη Λιναριά, και ύστερ' από λίγα χιλιόμετρα δρόμο με τ' αυτοκίνητο, ανάμεσ' από χτήματα και περιβόλια, ποτάμια και πέτρινα γεφύρια, έτσι καθώς ανηφορίζαμε προς τις βραχώδεις στροφές απ' όπου το μάτι βυθίζεται σε μια ατελείωτη θάλασσα που ψαλιδίζει, παίζοντας, τα πιο αφρόλουστα κεντίδια στις ακτές, αντικρίζουμε αριστερά, στο βάθος, το σκληρόγραμμο, ψηλό και μυτερό βράχο όπου ακαθόριστα σχεδιάζονται τα ερείπια του κάστρου. Κατ' απ' αυτό, ίδια με ειρηνικές σημαίες, φυτρώνουν σκορπιστά λευκά σπιτάκια. Κι είναι σα ν' αγωνίζονται να κρατηθούν σε ισορροπία απάνω στην απόκρημνη κατηφοριά. Στα ριζά του βράχου κάτω, σε μεγάλο βάθος, σχεδιάζεται το μαβί πέταλο του ανοιχτού κόλπου, που τελειώνει σε κάτι μακρινούς ανεμόμυλους, με τα φτερά τους ανοιγμένα στον αέρα, ενώ πιο εκεί, άλλες ασπρόφτερες νεράιδες της θάλασσας, οι γοργές ψαροπούλες, χαράζουν με τον πρωινό μπάτη, στο μπλάβο κρύσταλλο, αυλάκια γυαλιστερά.
Η ασπροπολιτεία
«Οταν φτάνομε πια στο "Χωριό", μια καταπληκτικής λευκότητας ασπροπολιτεία, μας θαμπώνει τα μάτια. Ενα εκτυφλωτικό όραμα κυβιστικών σπιτιών, σαν αφρισμένος χείμαρρος, δένει το γυμνό λαιμό του βράχου και ξεχύνεται στα κράσπεδά του για να σβήσει προς τη γεμάτη μυγδαλόσαρκους αστακούς θάλασσα, ή στους πρασινόλοφους και τα εύφορα αμπέλια του νησιού. Τα πυκνοχτισμένα σπίτια, σα σφιχταγκαλιασμένα τόνα με τ' άλλο, μας κοιτάζουν μέσ' απ' τ' αμέτρητα, σα μάτια, παραθύρια τους, αγέρωχα μαζί και ταπεινά, κοντινά μαζί και μακρυσμένα, σαν αλήθειες και σαν απόκοσμα τραγούδια των παραμυθιών, σαν πέτρινα μαζί και σαν μπαμπακερά ή χάρτινα, πού λες ότι στο πρώτο αλαφροφύσημα θα σηκωθούν και θα πετάξουν. Σύννεφο τάχα ή χιόνι ή σμάρι ταξιδιάρικων πουλιών;».
Με ιδιαίτερη «σφραγίδα»
Κάτω απ' τα ράφια, μια ή δυο σειρές τα "χαρανιά", χάλκινα πιάτα, κρέμονται στη γραμμή μ' ανάμεσό τους τα "σινιά", είδος τεράστια ταψιά μπακιρένια, χαραγμένα με σχέδια της Ανατολής. Στο βάθος ορθώνεται το, σαν παλιά δαντέλα, ξυλόγλυπτο χώρισμα με τους σταμνοστάτες, με τα θολωτά πορτάκια και με τη στενή σκάλα που σε ανεβάζει στο ευρύχωρο πατάρι όπου είναι στημένο το κρεβάτι, και που μοιάζει με πλατύ χαγιάτι πίσω από τις σκαλιστές γκιρλάντες και τα καγκελωτά χωρίσματά του.
Οι άνθρωποι
«Ξεθαρρεμένος από την καλοσύνη των Σκυριανών, πρόθυμα περνάς το κατώφλι τους, με τη δικαιολογία του ξένου ταξιδιώτη ή του ερευνητή που επιθυμεί να γνωρίσει και να μελετήσει τα "περίεργα του τόπου". Πόσες γουστόζικες κι ιδιόρρυθμες κουβέντες στήνομ' εκεί στα πρόχειρα, πόσες παραδόσεις, ήθη και έθιμα του τόπου δε μαθαίναμε, μαζί και χαριτωμένα λιανοτράγουδα βγαλμέν' από τη λαϊκή νησιώτικη ψυχή, τα πιο πολλά γραμμέν' από γυναίκες. Οι απλοϊκοί της κάτοικοι, άλλοι αγρότες ή βοσκοί, άλλοι ψαράδες ή μικροτεχνίτες, κλείνουν την αγαθότερην, αλλά και γεμάτη αντιθέσεις, ψυχή που μένει ωστόσο πιστή στις μακραίωνες παραδόσεις του τόπου, διατηρεί τα ήθη και τα έθιμά του, μια πλούσια κι αστείρευτη πηγή λαογραφίας, γεμάτη συμβολική ποίηση».
«Τρυγήσαμε» το νησί
«Πηγαίνοντας προς τ' ανατολικά, κατά τον Παλαιόπυργο, βλέπεις στημένο το χάλκινο άγαλμα του Μπρουκ, του Αγγλου ποιητή με το αθλητικό κορμί και με το αέτειο βλέμμα, που ξεπερνάει τα πέλαγα και τους ορίζοντες, ατενίζοντας προς κάποιο απόμακρο, άπιαστο κι ανέγγιχτο ιδανικό. Εκεί, καθισμένος στα στρογγυλά, τα πέτρινα πεζούλια, αφήνεις και συ το λογισμό σου σαν τον ορμητικόν αετό, ή να γκρεμίζεται μέσ' από έναν ίλιγγον ηδονικό στην άβυσσο του σκοτεινού πελάγους και των καιρών, ή να παίρνει το φύσημά του προς την πανύψηλη κορφή του κάστρου. Εκεί ψηλά, κάτω απ' τα ερειπωμένα πελασγικά τείχη όπου θεμελίωσαν οι Βενετοί κι οι Τούρκοι το ψηλό κάστρο, κι όπου κατέφευγαν τον παλιό καιρό οι Σκυριανοί για να σωθούν απ' τις κουρσάρικες επιδρομές, βρίσκεται ένα παλιό κι ωραίο μοναστήρι- του αγίου Γεωργίου. Οι αιώνες έφεραν με το πέρασμά τους κάθε λογής φυλές στη Σκύρο. Κάρες, Δόλοπες, Αθηναίους, Μακεδόνες, Ρωμαίους, Βενετσιάνους και Τούρκους, που άλλοι λίγο, άλλοι πολύ, εχάρηκαν την ομορφιά και την ευφορία της γης της. Ετσι τώρα κι εμείς, δικαιωματικά και χωρίς φόβο να μας την κλέψει πια κανένας κουρσάρος ή καταχτητής, τρυγούμε την απλή κι αμόλυντη ψυχή της, που μας ξεκουράζει και μας απολυτρώνει από τα φθοροποιά βάρη της μεγάλης πολιτείας».
Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ
Μικρές σελίδες
Γραμμένες με απλό και κατανοητό τρόπο, οι επιστημονικά εμπεριστατωμένες απαντήσεις βγάζουν από τη ...δύσκολη θέση τους ενήλικες που καλούνται συχνά να απαντήσουν στις πιο απίθανες ερωτήσεις των παιδιών, όπως: «Πότε εφευρέθηκε η τσίκλα;», «Πότε δεν πρέπει να είμαστε υπάκουοι;», «Πότε φτιάχτηκε το πρώτο σάντουιτς;» κ.ά., αλλά και σε απορίες με πιο σοβαρό χαρακτήρα, όπως: «Πότε θα με εμπιστευτούν οι γονείς μου;», «Πότε και πώς να αμυνθώ όταν δέχομαι επίθεση;», «Πότε αρχίζει η ζωή;» κ.ά.
Μια ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση, με έγχρωμες σελίδες και χιουμοριστικά σκίτσα, αποκαλύπτει τι κρύβεται πίσω από διάφορα «μυστήρια» του κόσμου στον οποίο ζούμε και προσφέρει πολύτιμες γνώσεις στους μικρούς, αλλά και στους μεγαλύτερους αναγνώστες.
Μαρτυρία - ντοκουμέντο
Οι ταξικοί αγώνες και τα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα γεννάνε και δημιουργούς, που αναλαμβάνουν να μεταφέρουν στις ερχόμενες γενιές την αληθινή ιστορία, μέσα από τα προσωπικά τους βιώματα.
Τέτοιο βιβλίο, κόσμημα για την αντιστασιακή μας βιβλιογραφία, είναι και το βιβλίο του ΕΠΟΝίτη (γραμματέα της ΠΕΑΦΕ) Γιώργη Μαντά «Ο,τι θυμήθηκα από τη συμμετοχή μου στους αγώνες της γενιάς μου (1942-2004)» (Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») γραμμένο σα μια συζήτηση. Μιλάει ένας αγωνιστής, ένας κομμουνιστής, άνθρωπος αγνός, πιστός, τίμιος. Αληθινός σαν το χρυσάφι: «Φύγαμε από κει ένα βράδυ με χιονοθύελλα. Η πορεία ήταν εφιαλτική. Δεν υπήρχε δρόμος. Ακολουθούσαμε την κορυφογραμμή, βαδίζοντας ο ένας κοντά στον άλλο. Ο πρώτος με το τακούνι του, έσπαγε το παγωμένο χιόνι και πάνω στα ίχνη του πρώτου πατάγαμε οι ακολουθούντες. Καθώς ο βοριάς λυσσομανούσε, 4-5 σύντροφοι δεν τα κατάφεραν να κρατηθούν στην πορεία και γλίστρησαν στην άβυσσο. Εμείς οι υπόλοιποι πιανόμασταν πιο σφικτά και συνεχίζαμε. Ολοι είχαμε τη βεβαιότητα πως όσοι είχανε γλιστρήσει στην πλαγιά, θα είχανε γίνει κομμάτια πάνω στα βράχια. Ευτυχώς, όμως, δεν έγινε κάτι τέτοιο. Λίγες μέρες αργότερα ανταμώσαμε με μερικούς απ' αυτούς που μας είπαν το μυστικό της διάσωσής τους. Στο βάθος της χαράδρας που κατέληξαν, με το γλίστρημα στο παγωμένο χιόνι της πλαγιάς, ο βοριάς είχε συσσωρεύσει φρέσκο χιόνι και καθώς έπεφταν επάνω του ήταν σαν να βούλιαζαν σε μπαμπάκι. Ετσι γλίτωσαν (...)».
Από τα Βούρβουρα Κυνουρίας, ο Γ. Μαντάς ακολουθεί ένα μακρύ οδοιπορικό, γεμάτο κακοτράχαλα μονοπάτια κι ανηφοριές προς το Δημοκρατικό Στρατό Πελοποννήσου. Ακολουθούν ταλαιπωρίες, βάσανα, φυλακή, ξανά φυλακή, εξορία. Κι έπειτα πάλι αγώνας μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ και του ΚΚΕ.
Ενα βιβλίο χρονικό και ντοκουμέντο. Κραυγή διαμαρτυρίας και βαθύτατου πόνου. Μια κατάθεση ψυχής, με ιδρώτα και αίμα.
Η γραφή του απλή, επεξηγηματική, στιγμές στιγμές μακρηγορεί, για να εξηγήσει επακριβώς τα γεγονότα. Γραφή που πληροφορεί και καθηλώνει με την εξέλιξή της.
Τέτοια βιβλία, όπου δεσπόζει το λαϊκό στοιχείο του πιστού αγωνιστή της ελευθερίας και του σοσιαλισμού, σφυρηλατούν την ελπίδα και πλέκουν το κουκούλι του μέλλοντος, για να ξεμυτίσει η πεταλούδα της Ανάστασης.
Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ
Τι πιπίλες κι αυτές...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου