«Ενωση Κέντρου» και ΕΔΑ
Βασικό στοιχείο της παραπάνω πολιτικής ήταν η αντίληψη για το χαρακτήρα και το ρόλο της «Ενωσης Κέντρου».
Το ΚΚΕ και η ΕΔΑ υποστήριζαν ότι η «Ενωση Κέντρου» ακολουθούσε πολιτική «διμέτωπου αγώνα», ότι δηλαδή έστρεφε τα «πυρά» της τόσο κατά της «Δεξιάς», όσο και κατά του ΚΚΕ και της ΕΔΑ. Ηταν έτσι τα πράγματα;
Από τα ιστορικά γεγονότα που έχουν ήδη παρατεθεί σε τούτα τα δημοσιεύματα, καθώς και από πολλά άλλα που συναντάει κανείς στα ντοκουμέντα της ιστορίας, αποδείχνεται πως η προηγούμενη άποψη, ότι η «Ενωση Κέντρου» έκανε διμέτωπη πάλη, ήταν αναντίστοιχη και με τον ταξικό χαρακτήρα και με την πολιτική της «Ενωσης Κέντρου». Η «Ενωση Κέντρου» δεν έκανε διμέτωπο αγώνα, για τον απλούστατο λόγο ότι τέτοιος αγώνας δεν μπορεί να υπάρξει. Δεν είναι δυνατό να αγωνίζεται ένα κόμμα και κατά των μονοπωλίων και κατά του λαού. Οπως δεν είναι δυνατό να τάσσεται και υπέρ του λαού και υπέρ των μονοπωλίων. `Η με τη μια πλευρά θα βρίσκεται ένα κόμμα ή με την άλλη. Η «Ενωση Κέντρου», είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση, είτε συνεργαζόμενη με την ΕΔΑ, είτε όταν απέρριπτε τις προτάσεις συνεργασίας του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, έκανε πάντα ταξικό μονομέτωπο αγώνα κατά του ΚΚΕ και της ΕΔΑ.
Δε βρισκόταν έξω από την πραγματικότητα το γεγονός ότι η «Ενωση Κέντρου» αντιπάλευε την ΕΡΕ (τη «Δεξιά»), μάλιστα η μεταξύ τους σύγκρουση πήρε και δραματικές διαστάσεις. Το γεγονός αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο, ούτε αποτελεί μόνο ελληνικό φαινόμενο. Υπήρξαν φορές που οι ενδοαστικές αντιθέσεις αποκτήσανε τέτοια οξύτητα, ώστε χύθηκε και αίμα προκειμένου η μια πλευρά να επικρατήσει επί της άλλης. Για παράδειγμα, το 1922, η «φιλελεύθερη» παράταξη έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα 6 επιφανή στελέχη της «Δεξιάς» (Γούναρης, Χατζηανέστης, Πρωτοπαπαδάκης, Θεοτόκης, Μπαλτατζής, Στράτος), με τη γνωστή «Δίκη των Εξι», φορτώνοντας σ' αυτούς την ευθύνη της εκστρατείας στη Μικρά Ασία, αν και για την τραγωδία του λαού η βενιζελική παράταξη ήταν εξίσου υπεύθυνη με τη βασιλική. Δεν είναι επίσης άγνωστο ότι στρατιωτικές δικτατορίες στην Ελλάδα δεν επιβλήθηκαν μόνο από την «ακροδεξιά», αλλά και από τους «φιλελεύθερους» (δικτατορία Πάγκαλου), στα πλαίσια της σύγκρουσης βενιζελικών - αντιβενιζελικών. Τα αστικά κόμματα, όσο μπορούν να συνενώνουν τις δυνάμεις τους όταν χρειαστεί, άλλο τόσο φτάνουν και σε διαχωρισμούς και σε οξύτατες συγκρούσεις, είτε ως αποτέλεσμα βαθιάς κρίσης τους και μεταξύ τους διαφωνίας για την αντιμετώπιση του λαϊκού κινήματος, είτε ως αποτέλεσμα οξυμένων αντιθέσεων ανάμεσα σε μερίδες της οικονομικής ολιγαρχίας.
Παρά τις διαφορές, λοιπόν, ανάμεσα στην «Ενωση Κέντρου» και την ΕΡΕ, που ασφαλώς υπήρχαν, «Δεξιά» και «Κέντρο» πορευόντουσαν στην ίδια όχθη, «πολεμώντας» μεταξύ τους για το ποια από τις δύο θα υποτάξει καλύτερα τις δυνάμεις της «απέναντι όχθης».
Επιπλέον απόδειξη γι' αυτό αποτελεί και το ότι η «Ενωση Κέντρου» αποδέχτηκε να συνεργαστεί με την ΕΔΑ, όταν χρειάστηκε να τη χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς. Στις εκλογές του 1956, για παράδειγμα, το «Κέντρο», ενώ συνεργάστηκε εκλογικά με την ΕΔΑ, έβαλε ανάμεσα στους όρους για τη συνεργασία και τον εξής: Οτι το «Κέντρο» θα σχημάτιζε κυβέρνηση μόνο στην περίπτωση που οι δικοί του βουλευτές θα ήταν πλειοψηφία στη Βουλή. Διαφορετικά δε θα σχημάτιζε, έστω κι αν αποκτούσε την πλειοψηφία μαζί με τους βουλευτές της συνεργαζόμενης ΕΔΑ!
Το ΚΚΕ, θεωρώντας ότι η συνεργασία με την «Ενωση Κέντρου» αποτελούσε προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την υλοποίηση του Προγράμματος της «Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής», κι επικεντρώνοντας σ' αυτό την πολιτική του, δεν έδινε το πρώτο βάρος στη συμμαχία των κοινωνικών δυνάμεων της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Παράλληλα η ΕΔΑ, υλοποιώντας αυτή την πολιτική: α) Αδυνάτιζε την πάλη για τη λαϊκή ενότητα. β) Δεν αποκάλυπτε τον πραγματικό χαρακτήρα της «Ενωσης Κέντρου», γεγονός που όχι μόνο δε βοηθούσε λαϊκές δυνάμεις να απεγκλωβιστούν απ' αυτή, αλλά και ενίσχυε τη λογική του «μικρότερου κακού». γ) Αδυνάτιζε έτσι και την πίεσή της προς την «Ενωση Κέντρου», ώστε να την υποχρεώσει σε λήψη κάποιων δημοκρατικών μέτρων.
Βεβαίως πρέπει να συνυπολογιστεί το εξής αναμφισβήτητο θέμα: Οτι οι τότε πολιτικές συνθήκες (εξόριστοι και φυλακισμένοι, το ΚΚΕ στην παρανομία, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, θεσμικό πλαίσιο του εμφυλίου κ. ά.) υποχρέωναν το ΚΚΕ και την ΕΔΑ να προσεγγίζουν και να δρουν από κοινού με άλλες δυνάμεις, του «Κέντρου» ακόμη και της «Δεξιάς», που αντιτίθονταν στα παραπάνω. Αυτό η ΕΔΑ έπρεπε να το κάνει και ασφαλώς το έκανε (επιτροπές για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, υπογραφές για τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ κλπ.). Το θέμα δε βρισκόταν σ' αυτό. Βρισκόταν στο γεγονός ότι η κοινή δράση με αστικές δυνάμεις γι' αυτά τα ζητήματα δεν περιοριζόταν σε πρωτοβουλίες στο μαζικό κίνημα ή και στο πολιτικό επίπεδο (π.χ. Βουλή), αλλά εντασσόταν απ' την πλευρά της ΕΔΑ σε προγράμματα κυβερνητικής συνεργασίας με την «Ενωση Κέντρου». Και ενώ αυτά ήταν προγράμματα αστικού εκσυγχρονισμού, το Κόμμα μας έβλεπε τη συγκεκριμένη κυβερνητική σύμπραξη ως μέσο για να υλοποιηθούν ακόμη και ριζικές αλλαγές. Ενώ στην πραγματικότητα συνέβαινε το εξής: Για να συμπορευτεί με την «Ενωση Κέντρου», με βάση τα όποια κοινά σημεία υπήρχαν, άφηνε στην άκρη τα κύρια, αυτά δηλαδή που καθόριζαν την κατεύθυνση της πολιτικής πάλης κατά της πλουτοκρατίας.
Το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ υπογράμμιζε: «Πολλές φορές η πολιτική της ενότητας όχι μόνο δε βοηθούσε την ενότητα, αλλά, αντίθετα, έδινε την ευχέρεια στην Ενωση Κέντρου να την αποφεύγει και να προβάλλεται σαν ηγετική δύναμη. Ετσι, στην πράξη, της αναγνωριζόταν το προβάδισμα και η Αριστερά οδηγούνταν πολλές φορές στην ουρά της Ενωσης Κέντρου και η επιρροή της, σαν συνέπεια αυτού του γεγονότος, περιοριζόταν» (9ο Συνέδριο ΚΚΕ, σελ. 79, Εκδοση της ΚΕ - 1974).
Μπορεί, ίσως, να τεθεί και ο προβληματισμός, αν ήταν ρεαλιστικό να υπάρξει διαφορετική εξέλιξη απ' την παραπάνω, τη στιγμή που το ΚΚΕ έβλεπε την «Ενωση Κέντρου» ως κόμμα που θα μπορούσε, κάτω από προϋποθέσεις, να συμμετάσχει ακόμη και σε επαναστατικό μέτωπο (8ο Συνέδριο ΚΚΕ - 1961).
Η κατάσταση υποκειμενικού παράγοντα
Οταν έγινε η δικτατορία, στην Ελλάδα υπήρχαν χιλιάδες κομμουνιστές, αλλά δεν υπήρχε ΚΚΕ, αφού οι κομματικές οργανώσεις του είχαν διαλυθεί από το ίδιο. Επιπλέον, σημαντικός αριθμός μελών της ΚΕ του ΚΚΕ (πολλά από αυτά δούλευαν και στην ΕΔΑ), παρεμβάλλανε συνεχώς εμπόδια και αντιδρούσαν στην πάλη για τη νομιμοποίησή του. Πολύ περισσότερο αντιδρούσαν στην προσπάθεια για την ντεφάκτο νομιμοποίηση του ΚΚΕ, την οποία πρότειναν άλλα στελέχη του.
Ακόμη, η επιλογή του κοινοβουλευτικού δρόμου για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, η κυριαρχία της αντίληψης ότι ο ένοπλος αγώνας 1946-1949 ήταν τυχοδιωκτισμός, η επίδραση του ιταλικού «ευρωκομμουνισμού» σε μεγάλο τμήμα της ηγεσίας του ΚΚΕ, η εδραίωση της νόμιμης παρουσίας της ΕΔΑ, μια σειρά εκλογικές επιτυχίες που είχε σημειώσει, καθώς και αποκρυσταλλωμένες πεποιθήσεις «προσαρμογής», που είχε φέρει η ήττα και οι αδυναμίες στην αφομοίωση και δημιουργική εφαρμογή της θεωρίας μας, είχαν οξύνει τις αυταπάτες ότι «η Ευρώπη δε σηκώνει δικτατορίες»! Το αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρξει καμιά ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική προετοιμασία για την αντιμετώπιση της δικτατορίας ή, έστω, για να οργανωθεί κάποια αντίσταση στην επιβολή της.
Είναι βασικό εξάλλου να σημειωθεί ότι το ΚΚΕ ήταν τότε ουσιαστικά διασπασμένο. Στην Ελλάδα η ηγεσία της ΕΔΑ προετοίμαζε το Γ` Συνέδριο της, με στόχο την αποκοπή της ΕΔΑ από την καθοδήγηση του ΚΚΕ και τη διάλυσή του. Ας δούμε ορισμένα αποσπάσματα από όσα έγραψε γι' αυτό το θέμα ο Τάκης Μπενάς, τότε μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και γραμματέας της Νεολαίας Λαμπράκη.
«Προέκυπτε, όμως, ένα πρόβλημα σχέσεων ανάμεσα σε δύο κόμματα, στην ΕΔΑ και στο ΚΚΕ. Και δεν μπορούσε, βεβαίως, να προταθεί η μόνη ορθή λύση που είναι η συγχώνευσή τους, δηλαδή η κατάργηση ή ο παραμερισμός του εξόριστου, εκτός νόμου, ΚΚΕ και η ενοποίηση της ηγεσίας στο μόνο δυνατό φορέα: την ΕΔΑ. Αυτή η λύση - όσο και αν ήταν σωστή, όσο κι αν την έβλεπαν αρκετά στελέχη - δεν μπορούσε να τεθεί στα κείμενα του Συνεδρίου. Ετσι, ετέθη ευθέως το θέμα των σχέσεων των δύο κομμάτων, πάντοτε μέσα στις απαγορευτικές από το Σύνταγμα και τους Νόμους συνθήκες της περιόδου εκείνης» (Τ. Μπενά: «Ενα Συνέδριο που δεν έγινε ποτέ», σελ. 106, εκδόσεις ΔΕΛΦΙΝΙ).
Παρακάτω: «Το πρώτο μας συμπέρασμα από τη διερεύνηση του θέματος στα Αρχεία της ΕΔΑ είναι αναμφίβολα η ανανεωτική δραστηριότητα μιας πλειάδας ηγετικών στελεχών. Και στο βαθμό που διάφορες σκοπιμότητες εμποδίζουν να ξεδιπλωθεί ολόκληρος ο ιδεολογικός τους προβληματισμός, επιστρατεύεται το παράλληλο ιδεολογικό μέτωπο, εκτός ντοκουμέντων του συνεδρίου, για να δουν το φως της δημοσιότητας ορισμένες προωθημένες επεξεργασίες...» (ο. π., σελ. 154).
Στη συνέχεια: «... εκείνη που θα μπορούσε να θεωρηθεί βεβαιότητα είναι η ρήξη και η διάσπαση του ΚΚΕ. Θα συντελείτο οπωσδήποτε, αφού είχαν ήδη δρομολογηθεί αντιπαραθέσεις ελληνικού, αλλά και διεθνούς ενδιαφέροντος. Ομως, υπό άλλους όρους, αρκετά πιο ευνοϊκούς για τις δυνάμεις της ανανέωσης, αφού σε συνθήκες νομιμότητας του κινήματος και μάλιστα της ΕΔΑ, οι επιπτώσεις από τη διάσπαση θα ήταν σαφώς διαφορετικές» (ο. π., σελ. 156).
Η πραγματικότητα, λοιπόν, μας λέει ότι ο βασικός προσανατολισμός των «ανανεωτών» τής πριν το 1967 περιόδου και «ηρώων» της 12ης Ολομέλειας του 1968, όπου το ΚΚΕ διασπάστηκε και δημιουργήθηκε το «ΚΚΕ εσωτερικού», κινιόταν στην κατεύθυνση της επικράτησής του έναντι του ΚΚΕ. Ωστόσο, όταν διασπάστηκε το ΚΚΕ, δεν έμειναν στην υπάρχουσα ΕΔΑ, αλλά δημιούργησαν το «ΚΚΕ εσωτερικού»!! Με αυτόν τον τρόπο έστειλαν οι ίδιοι «περίπατο» τη θέση τους ότι «η ΕΔΑ αποτελούσε ιστορικό πείραμα, για το οποίο όσοι προβληματίζονταν τότε μέσα στο διεθνές κομμουνιστικό (και όχι μόνο) κίνημα, μελετούσαν με πολλή προσοχή την πρωτοτυπία αυτής της λύσης»! (Τ. Μπενά, ο.π., σελ. 14).
Κείμενα
Μάκης ΜΑΪΛΗΣ
Το ΣΤ΄ Μέρος την άλλη Κυριακή Θέμα :Ορισμένα συμπεράσματα από την περίοδο 1941 -1967
Μάκης ΜΑΪΛΗΣ
Το ΣΤ΄ Μέρος την άλλη Κυριακή Θέμα :Ορισμένα συμπεράσματα από την περίοδο 1941 -1967
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου