Η Πηνελόπη και τ' αστραπόβροντα
Γρηγοριάδης Κώστας |
Το μαβί κόκκινο χρώμα της ανθισμένης κουτσουπιάς δέσποζε πάνω στα υπόλοιπα χρώματα της ζωντανεμένης φύσης δίνοντας στην ατμόσφαιρα τόνο μελαγχολικό. Και όλα τα ζουζούνια του κόσμου βούιζαν στον αέρα τρελαμένα από το λεπτό άρωμα των λουλουδιών της αφροξυλιάς, που ήταν ο φυσικός φράχτης σ' όλα τα σοκάκια του Μπράλλου.
Κυριακή μέρα και σαν απόλυσε ο παπάς την εκκλησία όλο το χωριό μαζεύτηκε στην αυλή του μεγάλου και καλού νοικοκύρη για να παρακολουθήσει τα αρραβωνιάσματα της κόρης του.
Ο γαμπρός, νέος και καλός και όμορφος, από το παραδιπλανό χωριό, γόνος αριστερής οικογένειας και πρωτοξάδερφος μεγαλοκαπετάνιου της Αντίστασης.
Την τελετή της αλλαγής των δακτυλιδιών την τέλειωσε ο παπάς στα πάνω δωμάτια του δίπατου σπιτιού και οι συμπέθεροι άρχισαν να κατεβαίνουν από την εξωτερική σκάλα στην αυλή όπου μια καλή ζύγια όργανα είχε αρχίσει να παίζει τραγούδια της χαράς και του γάμου.
«Ομορφη που 'ναι η νύφη μας
ωραία τα προικιά της,
ωραία και η παρέα της
που κάνει τη χαρά της.
Ενα τραγούδι θα σας πω
απάνω στο ρεβίθι
χαρά στα μάτια του γαμπρού
που διάλεξαν τη νύφη».
Στη σκάλα άρχισε να κατεβαίνει η νύφη, ψηλή και γεροδεμένη, όμορφη και καλοκαμωμένη. Και ήταν το ωραίο της πρόσωπο μόνο με το κοκκινάδι της ντροπής, όσο ένιωθε το δυνατό χέρι του αρραβωνιαστικού γύρω από τη μέση της και τα μάτια όλου του κόσμου απάνω της.
Πρώτη στο χορό η νύφη, να την κρατάει ο γαμπρός με το μεταξωτό το χειρομάντιλο που είχε φέρει ο πατέρας της από την Αμερική. Από κοντά πεντέξι ξανθά και γαλανομάτικα παλικαρόπουλα, αδέρφια και ξαδέρφια του γαμπρού και παραπίσω όλο το συμπεθερικό.
Ηταν η μουσική και τα τραγούδια, ήταν η αφοσίωση στα κορμοτσακίσματα της νύφης που χόρευε μπροστά, πάντως κανένας δε φάνηκε να κατάλαβε πως το σπίτι με ολόκληρο τον αυλόγυρο βρέθηκε περικυκλωμένο από καμιά δεκαριά Σουρλαίους οπλισμένους με αυτόματα και χειροβομβίδες.
Επεσαν οι πρώτες μπαταρίες στον αέρα, ο κόσμος λούφαξε και ο χορός σταμάτησε.
Μόνο ο κλαριτζής ο Παναγιώτης ο Κάτσικας, συνέχιζε να παίζει κλαρίνο, μάλλον για να πνίξει τις αγριοφωνάρες των Σουρλαίων που φάνηκε απ' την αρχή ότι κάποιον γύρευαν από το σόι του γαμπρού. Σαν ξάμωσε όπως προς το μέρος του ένας Σούρλας το όπλο του και αυτός ζάρωσε.
Ο αρχηγός των Σουρλαίων μπήκε στην αυλή διασχίζοντας τον κόσμο και τον πρώτο γαλανομάτη νεαρό που βρήκε μπροστά του τον άρπαξε από το λαιμό, τον τράνταξε με όλη του τη δύναμη και τον ρώτησε πού είναι ο Αχιλλέας ο Καψής.
Ο νεαρός φοβισμένος ή μάλλον παριστάνοντας τον φοβισμένο, έδειξε στο Σούρλα ένα από τα πάνω δωμάτια του σπιτιού.
Και αμέσως οι Σουρλαίοι τουφεκώντας ασταμάτητα άρχισαν ν' ανεβαίνουν τη σκάλα, τρία τρία τα σκαλοπάτια.
Ο ίδιος ο νεαρός που ήταν και ο καταζητούμενος μέτρησε το ύψος του φράχτη και ξεχύθηκε στο κατηφορικό σοκάκι που τον έβγαλε από το χωριό και τον οδήγησε στο δασάκι της Αγίας Παρασκευής. Και από κει και πέρα όλα ήταν δικά του. Και ο κάμπος και τα βουνά και ο αέρας.
Οι Σουρλαίοι βγήκαν στην καταδίωξη με βροχή τις σφαίρες αλλά τα παράτησαν γρήγορα μια που γνώριζαν πόσο γοργοπόδαρο ήταν το νεαρό τσοπανόπουλο από τη Δρυμαία.
Και σαν γύρισαν στο σπίτι της νύφης, που είχε τώρα τυλιχτεί στο φόβο και την τρομάρα, βάλθηκαν να συλλαμβάνουν όσους νόμιζαν ύποπτους από τους καλεσμένους.
Οι στράτες του χωριού γέμισαν από βία και ξυλοδαρμούς και οι δρόμοι πλημμύρισαν από αίμα και οδυρμούς.
Αυτός που ξυλοκοπήθηκε στη μουριά του Κασσιού λένε ότι πέθανε μετά από λίγες μέρες.
Οι Μπραλιώτες τίποτα από όσα έγιναν δεν μπορούσαν να προλάβουν ή να αποτρέψουν.
Σαν πέρασε η θύελλα ανασκουμπώθηκαν και άρχισαν να περιθάλπουν τους κακοπαθημένους συμπατριώτες τους.
Χρόνια πολλά έχουν περάσει από τότε. Οσοι έζησαν την εποχή εκείνη και βίωσαν τέτοια γεγονότα είναι δύσκολο να ξεχάσουν. Και πώς να ξεχαστεί μία περίοδος όπου η χαρά και η λύπη, η ηρεμία και ο φόβος, η καλοσύνη και η βία, η ζωή και ο θάνατος, πορεύονταν πλάι πλάι.
Και συχνά πυκνά αντάμωναν και συγκρούονταν συνθλίβοντας ανάμεσά τους τον ανυπεράσπιστο άνθρωπο.
Τ' αστραπόβροντα και το κορίτσι
Εκείνο το βράδυ χαλούσε ο Θεός τον κόσμο. Λυσσομανούσε ο αέρας και τ' αστροπελέκια έπεφταν με τέτοια δύναμη, λες κι ήθελαν να μοιράσουν στα δυο τη γη. Οι βροντές ήταν τρομερές κι όταν έπεφταν τις έπαιρνε ο αντίλαλος και γίνονταν πιο άγριες. Μούγκριζε το βουνό λες και του σκίζανε τα σπλάχνα.
Μέσα σ' αυτή την κοσμοχαλασιά το κορίτσι ήταν σκοπιά, κρατούσε σφιχτά το όπλο του και τραβήχτηκε κοντά στον έλατο, για ν' αποφύγει το κρύο. Φορούσε ελαφριά ενδυμασία και παπούτσια χαλασμένα. Μέσα σ' αυτό το αστραπόβροντο έμοιαζε σαν μίσχος λουλουδιού που το φυσάει ο αέρας και το λικνίζει πέρα δώθε.
Κοίταζε γύρω του κι άρχισε το διάλογο με τα στοιχειά της φύσης, σήκωσε το βλέμμα του προς τον ουρανό:
- Μωρέ δεν πα ν' αστράφτεις και να βροντάς, δε σε σκιάζομαι, γιατί άμα θέλω στην μπουμπουνίζω κι εγώ, είπε κουνώντας το όπλο στα χέρια της.
Υστερα θυμήθηκε εκείνα που της έλεγε η μάνα της όταν κάθονταν κοντά στο τζάκι κι έξω χαλούσαν τον κόσμο τα μανιασμένα αστροπελέκια:
«Τέτοιο καιρό κόρη μου, της έλεγε η μάνα της, οι νεράιδες και οι λάμιες στήνουν χορό και τα ξωτικά κατεβαίνουν απ' τις ρεματιές κι όποιον βρίσκουν μπροστά τους τον σακατεύουν στο ξύλο».
- Σιγά ρε μάνα, μονολόγησε. Τι χαζά πράγματα ήταν αυτά που μου έλεγες!
Υστερα κοίταξε προσεχτικά ως πέρα κι ανατρίχιασε παρ' όλα που ήξερε πού βρισκόταν, ψιθύρισε:
«Αχ, μωρέ, κατακαημένη μάνα μου! Πού είσαι να με καμαρώσεις! Τι να σε κάνω κι εσένα, όλο γκρίνια ήσουνα: μπες στον αργαλειό, τράβα για τα μανάρια, σήκω έφεξε, άντε να παχνιάσεις τα ζωντανά, κάνε τούτο, κάνε τ' άλλο, δε μ' άφηνες ντιπ να ησυχάσω. Αχ ρε μάνα, ας σ' είχα τώρα κοντά μου κι ας γκρίνιαζες. Τι να πρωτοθυμηθώ: φτώχεια, κυνηγητά, ο πατέρας που όλο τον περιμέναμε και δεν ερχόταν...».
Το κορίτσι μονολογούσε, πεινούσε, κρύωνε, φοβότανε, ανακάτευε τα παλιά με τα καινούρια και η ώρα πέρασε χωρίς να καταλάβει, δεν κατάλαβε πως ξέσπασε δυνατή βροχή και μούσκεψε ως το κόκαλο. Ετρεμε απ' το κρύο, ζάρωσε, πήγε πιο κοντά στον κορμό και κοίταξε τον έλατο μ' ευγνωμοσύνη...
Το πέρασμα της θύελλας έφερε γαλήνη στο βουνό, τα σύννεφα αραίωσαν και καθώς άρχισε να χαράζει το φεγγάρι έκανε την εμφάνιση του στον ουρανό. Γαλήνεψε ο καιρός και μαζί και η ψυχή της, περίμενε την αλλαγή της σκοπιάς.
- Για μια στιγμή άκουσε κάτι σαν ποδοβολητό, αλαφιάστηκε κι έβαλε αυτί στο χώμα και περίμενε ν' ακούσει καλύτερα. Πιάνει θέση με το χέρι στη σκανδάλη. Με το βλέμμα της κοιτούσε γύρω της όσο μπορούσε πιο προσεχτικά. Τίποτα δε φαινόταν πουθενά, αλλά ο θόρυβος δυνάμωνε όλο και πιο πολύ, ακουγόταν καθαρά, νόμισε πως ήταν μεταγωγικά κι όπως ζύγωναν κοντά, κυλούσαν πέτρες, ποδοβολητό και χτυπήματα, δεν ήξερε τι να κάνει. Σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να τουφεκίσει. Επρεπε να ειδοποιήσει τη σκοπιά των όπλων, που ήταν πιο πάνω. Σύρθηκε προς τα εκεί και συνθηματικά τους έδωσε να καταλάβουν πως κάτι συμβαίνει.
Σε λίγα λεπτά ήταν όλοι οι αντάρτες στις θέσεις τους, σε διάταξη μάχης και με το χέρι στη σκανδάλη. Με σφιγμένη την καρδιά περίμεναν το σύνθημα. Η ώρα περνούσε, αλλά δε γινόταν τίποτα, τα ποδοβολητά τ' ακούγανε όλοι.
Σε λίγο έφεξε για καλά και μπορούσαν να δουν καθαρά. Ολοι τους κολλημένοι στο χώμα περιμένανε να δούνε τι συμβαίνει, είχαν σπάσει τα νεύρα τους.
Πήρανε την απόφαση να ελέγξουνε αυτό το θόρυβο. Με πολλές προφυλάξεις ένας αντάρτης πλησίασε κοντά στο μέρος που ακουγόταν ο θόρυβος κι όταν είδε αυτό που συνέβαινε εκεί, σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να γελάει δυνατά χοροπηδώντας.
Κάποιος από πιο ψηλά του φώναξε:
- Τι έπαθες, ρε θεοπάλαβε; Πες μας, τι συμβαίνει;
- Τίποτα, τίποτα, φώναζε εκείνος. Δυο χελώνες... ζευγαρώνουν, κάνουν έρωτα μαθές, χτυπούν τα καβούκια τους κι όπως είναι κοντά στο σουριά κατρακυλούν τις πέτρες προς τα κάτω. Τίποτα, μη φοβάστε, δε συμβαίνει τίποτα...
Εγινε χαλασμός. Από παντού ακούγονταν φωνές, γέλια, αλλά και βρισιές. Κάποιοι κατσούφιασαν και τα 'βαλαν μ' αυτόν που ήταν σκοπός, του 'σουραν τα χίλια δυο.
Το κορίτσι στενοχωρήθηκε, έκανε προς τα πάνω και παρουσιάστηκε στον καπετάνιο του τμήματος.
- Καπετάνιε, εγώ ήμουν ο σκοπός που φύλαγε σκοπιά στη θέση που έπρεπε απόψε. Κάποιοι από τους συναγωνιστές μας με κατηγορούν και λένε πως με την ανηξεριά μου τα 'κάνα θάλασσα, τους κοψοχόλιασα και ζητούν να...
Ο καπετάνιος χαμογέλασε.
- Δε φταις εσύ, είπε κι εγώ αν ήμουν στη θέση σου το ίδιο θα έκανα. Μη στενοχωριέσαι, πήγαινε στη θέση σου... απόσωσε ο καπετάνιος και χτύπησε το κορίτσι στην πλάτη του τρυφερά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου