12 Αυγ 2012

Το μεγάλωμα


Το μεγάλωμα
Το διήγημα αφορά στη χρονική περίοδο 1957 -1967, στο κέντρο της Αθήνας
Γρηγοριάδης Κώστας
Για τον σκοταδισμό στην εκπαίδευση.
«Την πολιτεία δυο λάμιες τη ρημάζουνε:
η λύσσα του καλόγερου, του δάσκαλου η μανία».
(Από την Ασάλευτη Ζωή, Τριλογία του Θυμού (1901) ο ποιητής Κωστής Παλαμάς)
***
«Η καμηλοπάρδαλη έχει ψηλό λαιμό. Είναι λαίμαργη. Τόσο, που ξεγελιέται από τη λαιμαργία της και τρώει ακόμα και τα γυαλιστερά αντικείμενα, που βλέπει καμιά φορά να λάμπουν».
Ο δάσκαλος πήρε την κόλλα, διάβασε λίγο την αρχή και σήκωσε το κεφάλι του αργά.
-- Ετσι ε;
-- Η καμηλοπάρδαλη...
Το παιδί έμεινε ακίνητο.
Η καμηλοπάρδαλη;..
Γύρισε το μυαλό του ανάποδα του παιδιού.
Τα μπέρδεψα. Είπε μπερδεμένο.
Η φωνή του δεν έβγαινε κι αισθάνθηκε το αίμα του ν' ανεβαίνει.
-- Ηθελα να πω ...η στρουθοκάμηλος.
Ο δάσκαλος δε μίλησε καθόλου.
-- Σας παρακαλώ. Ακόμα προλαβαίνω. Μου δίνετε να ξαναγράψω; Τα ξέρω....
Το διαγώνισμα τελείωσε.
Οταν πήγαινε για το σχολείο, περνούσε πάντα μπρος σ' ένα παλιό γυψάδικο με την τσάντα. Μια μεγάλη τσάντα, να του βγάλει όλες τις τάξεις, και τα βιβλία. Φαινότανε ο μικρός ένα με την τσάντα του. Σφιχτοδεμένος.
Καμιά φορά, λοιπόν, ο μάστορας απ' το γυψάδικο, όταν είχε κέφια, πείραζε το μικρό και του 'λεγε:
-- Εσύ μικρέ. Πρόσεχε μη σου φύγει κάνα γράμμα.
Κι ο μικρός: «Ακου τι λέει, μη μου φύγει κάνα γράμμα...».
Κι ωστόσο, ασυναίσθητα, έσφιγγε την τσάντα πάνω του.
Μια φορά, τους είχε πει ο δάσκαλος στην τάξη ότι συνάντησε έναν παλιό του μαθητή στο δρόμο. Και κείνος δεν τον εχαιρέτησε. Εκανε τάχα πως δεν τον είδε κι άλλαξε δρόμο. Αυτό το γεγονός είχε φανεί μεγάλη αδικία. Να μη χαιρετήσεις το δάσκαλο που σου 'χε μάθει τόσα.
Κι είχε τότε το παιδί βάλει βαθιά μέσ' στο μυαλό του, ποτέ του να μην κάνει κάτι τέτοιο.
Κάποτε πάλι πήγαινε με τον πατέρα του στο δρόμο. Το θυμότανε σαν χτες. Είδανε λοιπόν μια πολυκατοικία, καινούρια, δεξιά απ' τις γραμμές του τρένου, που φάνταζε ολόκληρη. Ολα τα σπίτια γύρω γύρω κεραμίδι. Και το δικό τους δυο δωμάτια με κεραμίδι ήτανε. Σκέφτηκε αυθόρμητα το παιδί, γιατί να μην είχανε ο κόσμος όλος πολυκατοικίες;
Και άκουσε την απάντηση.
Οτι σ' αυτήν την κοινωνία έχουνε τέτοια σπίτια, μονάχα όσοι έχουνε λεφτά. Και γιατί να μην έχουνε λεφτά όλος ο κόσμος; Πάλι το ερώτημα. Σάμπως δε δουλεύανε όλοι όσους ήξερε;
Γιατί σ' αυτήν την κοινωνία είναι άνθρωποι που δουλεύουνε και ζούνε, άλλοι που δουλεύουν και καλοπερνάνε κι άλλοι που δε δουλεύουνε καθόλου κι έχουνε και λεφτά και πολυκατοικίες.
Του φάνηκε τότε η συζήτηση σπουδαία. Ποτέ δεν είχε ακούσει στο σχολειό του κάτι τέτοιο. Και του 'μεινε ριζωμένος κείνος ο περίπατος.
Λίγα πράγματα θυμάται κανείς από την παιδική του ηλικία. Και το παιδί αυτά τα δύο τα θυμότανε πάνω απ' όλα, όταν τέλειωνε με το σχολείο. Πως πρέπει να χαιρετάει τους δάσκαλους στο δρόμο και κείνο τον περίπατο, που είδανε την πολυκατοικία.
***
Περάσανε τα χρόνια, κυλήσανε, πήγε σε μεγαλύτερο σχολείο το παιδί. Μεγαλύτερη τσάντα, μεγαλύτεροι δάσκαλοι.
Ολοι στην τάξη τους κοιτούσανε τους δάσκαλους με σεβασμό και λίγο φόβο.
Μια μέρα κάνανε διαδήλωση οι οικοδόμοι έξω από το σχολείο. Η δασκάλα, καθηγήτρια Ελληνικών, έκλεισε τα παράθυρα, να μην πέσει, είπε, καμιά πέτρα απ' έξω. Και με κλειστά τα παντζούρια, μέσα στην τάξη, πάνω στην έδρα εκείνη, με το πιο γλυκό της ύφος, άρχισε να αναλύει στα παιδιά το θέμα Τύπος.
Είπε πως ήτανε πολλών ειδών ο Τύπος. Και ο κίτρινος Τύπος. Ο χειρότερος απ' όλους. Ασχημα περιοδικά, πορνογραφήματα άθλια, χυδαιότητες και μια εφημερίδα, που την ονόμασε.
Επάνω στο παράδειγμά της το παιδί έμεινε άναυδο. Μα, τούτη την εφημερίδα, τη διαβάζαμε στο σπίτι μας. Και δεν ήτανε μήτε πορνογραφία, μήτε χυδαιότητα. Κι ο πατέρας που την έφερνε ήταν από κείνους που δουλεύουνε και ζούνε. Δίχως πολυκατοικίες. Μια χαρά τα 'γραφε εκείνη η εφημερίδα.
Λοιπόν, άρχισε να σκέφτεται. Ψέματα. Κι άρχισε να βλέπει αλλόκοτα τη δασκάλα, θυμωμένα, που ήταν υποχρεωμένη να τους λέει αλήθειες κι έλεγε ψέματα.
***
Περνώντας ο καιρός, μεγαλώνανε τα παιδιά, ανέβαινε η ηλικία, ανεβαίνανε και τα καλαμπούρια με τους δάσκαλους. Και χοντραίνανε πολύ τα καλαμπούρια. Να μην κρατιέσαι. Καταστάσεις για μυθιστόρημα.
-- Ο Θεός είναι παντοδύναμος.
-- Είναι πολύ παντοδύναμος, κύριε καθηγητά;
-- Παντοδύναμος. Τα λέει όλα.
-- Μπορεί ο Θεός να φτιάξει μία πέτρα, που να μην μπορεί να την σηκώσει;
-- Ολα μπορεί να τα κάνει.
-- Και την πέτρα;
-- Βέβαια.
-- Μα, τότε πώς θα τη σηκώσει;
-- Δε θα 'ναι παντοδύναμος.
-- Γαϊδούρια... κι έχω την καρδιά μου.
Ο καημένος ο θρησκευτικός.
Στο μάθημα των Τεχνικών είχανε βάλει κάτω στην αίθουσα έναν εμετό ψεύτικο, από πλαστικό. Κι ο δάσκαλος φώναζε ποιος το 'κανε, ποιος το 'κανε, μέχρι που κάποιος τράβηξε το πλαστικό κι εκείνος ο φουκαράς, κατάλαβε τότε το αστείο, τα 'χασε τελείως και το 'ριξε κι αυτός στα γέλια δήθεν.
Στη Γαλλικού, το βάλανε το πλαστικό, πάνω στην έδρα, μα δεν έπιασε, καθόλου.
Χιλιάδες στιγμιότυπα.
Μία φορά, ο φυσικός έφερε στην τάξη ένα μπουκάλι. Το πείραμα.
-- Το μάθημα από δω και μπρος θα πρέπει να βασίζεται στο πείραμα.
Με το καλύτερο ύφος του, την πιο σφιχτοδεμένη του γραβάτα, που φοβόσουνα μην πνιγείς και συ που τον εκοίταγες.
Πήρε, λοιπόν, το μπουκάλι που είχε μέσα ένα ασπρουλιάρικο υγρό, το 'βαλε πάνω στην έδρα και είπε πανηγυρικά.
-- Τώρα θα δείτε τις αντιδράσεις του οξέως. Από λευκό θα γίνει κόκκινο.
Εριξε κάτι μέσα στο μπουκάλι και το υγρό, αντί για κόκκινο, πήρε ένα απαλό κίτρινο χρώμα. Αρχισαν τα χαμόγελα σιγά. Αυτός έριξε πάλι κάτι μέσα και το υγρό τότε κιτρίνισε για τα καλά. Τα χαμόγελα γίνανε γέλια.
-- Σταματήστε! Εγινε λάθος. Συμβαίνουνε καμιά φορά.
Μα πού να σταματήσεις.
Αλλη φορά είχε πάει την τάξη στο Χημείο. Ενα τρισάθλιο δωμάτιο, που άνοιγε αραιά και πού, όλα τα χρόνια. Μάης μήνας, ζέστη, κουστούμι και σφιχτοδεμένη γραβάτα. Ο κύριος καθηγητής έβαλε τα μπουκάλια στο τραπέζι. Τα συγκοινωνούντα δοχεία. Ανοιξε τα παράθυρα, άνοιξε τη γραβάτα, άνοιξε τον ανεμιστήρα, σιγά σιγά πήρε μπρος το μηχάνημα και δρόσισε για λίγο. Μόνο για λίγο. Επάνω στην ντουλάπα μια ξεχασμένη παμπάλαιη βαλσαμωμένη κουκουβάγια ακριβώς απέναντι απ' τον ανεμιστήρα. Και γέμισε το δωμάτιο με σκόνη, με φτερό και πούπουλο. Και έγινε το σώσε.
Στα διαλείμματα μια κυρα Μαρία πούλαγε τυρόπιτες και λεμονάδες. Παίρνανε όσοι είχανε. Κάποιος μαθητής είπε στην κυρά μια μέρα, εκείνο το περίφημο.
-- Ε, κυρά - τυρό φέρε μια μαρόπιτα.
Αυτή παρεξηγήθηκε, άρχισε να φωνάζει ποια είναι, που τη βλέπουμε έτσι στην αυλή, αλλά άμα πηγαίνανε στο σπίτι της θα βλέπανε σαλόνι και πολυθρόνες.
-- Που δεν είστε άξιοι εσείς και θα τρίβετε τα μάτια σας, παλιόπαιδα.
Δεν κατάλαβε τίποτε απ' το αστείο. Και χασκογελάγανε πάλι τα παιδιά και όλο αγρίευε η κυρά - Μαρία με τις τυρόπιτες και το σαλόνι.
***
Περνούσανε τα χρόνια, μεγάλωνε και πάλιωνε το σχολείο, μεγαλώνανε και τα παιδιά. Μόνο οι δάσκαλοι φαινόντουσαν ίδιοι και απαράλλαχτοι. Ξεχωρίζανε μερικοί, δυο τρεις. Αυτούς τους δάσκαλους θα τους θυμόντουσαν πολλοί. Μέχρι το τέλος.
Απ' έξω απ' το σχολείο ήταν το επίσημο ιατρείο για τις γυναίκες τις κοινές, του δρόμου. Δύο φορές την εβδομάδα, ιατρική παρακολούθηση. Κι όταν σχόλαγε η τάξη, πέρναγε το λεφούσι ανάμεσα από στόματα βαμμένα, τσιγάρα, ανοιχτά πόδια και πειράγματα. Μα, δεν μετράγανε αυτά. Υπήρχε κάτι σαν επιδημία να διαβάσουν, να προχωρήσουνε, να πάνε μπροστά. Κι έπεφτε διάβασμα πολύ.
Και περνούσανε τα χρόνια, διαβάζανε μέσα τα παιδιά, απ' έξω συνεχίζανε οι οικοδόμοι, στα Προπύλαια βάραγε τους φοιτητές η αστυνομία.
Μια μέρα ακούσανε το βράδυ ο κόσμος πυροβολισμούς και κροταλίσματα. Κοπήκανε τα τηλέφωνα, στο ραδιόφωνο δημοτικά και εμβατήρια. Ητανε το πραξικόπημα.
Και φτάσανε στην έκτη γυμνασίου, που είχε γίνει τρίτη λυκείου και ξανάγινε έκτη γυμνασίου. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Είχανε στην τάξη ένα γυμνασιάρχη, που έγινε λυκειάρχης και ξανάγινε γυμνασιάρχης. Σκέτος φασίστας.
Κάποτε ένας μαθητής σιγομίλησε στην τάξη κι αυτός ο κερατάς δεν είπε τίποτε, μονάχα όταν το παιδί έβγαινε μπροστά του στο διάλειμμα, ξαφνικά, στα καλά καθούμενα, του τράβηξε ένα σκαμπίλι που τον γύρισε ανάποδα. Εκεί που ήταν ανέμελος ο άλλος και δεν το περίμενε.
Στην τάξη είχαν αρχίσει από καιρό πολιτικές αψιμαχίες. Τότε θα γινότανε στην Αθήνα κάποια επίσημη γιορτή, μάλλον το άναμμα της φλόγας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τσολιάδες, χλαμύδες, πανοπλίες. Και στο παλιό γυμνάσιο, έγινε κάτι τολμηρό. Βγάλανε τα παιδιά, στο στάδιο που τα πήγαν, ένα πανό που έγραφε για τη φιλία των λαών. Κι έγινε θέμα ολόκληρο αυτό το πανό. Ηρθε η αστυνομία, το μάζεψε και ψάχνανε να βρούνε τίνος ιδέα ήτανε και πώς το βγάλανε κρυφά επάνω στις κερκίδες.
Στην τάξη ήτανε κι ο Αγγελος. Ψηλό παιδί, μελετηρό, με μια ματιά σοβαρή, από πάντοτε.
Εσύ θα πρέπει να προσέχεις. Του 'λεγε μια καθηγήτρια. Είναι κρίμα. Θα πας χαμένος.
Κι ο Αγγελος της απαντούσε πως πραγματικά θα πρέπει να προσέχει, πως θα 'ναι κρίμα να μην εμβαθύνει κανείς μέσα στα πράγματα, στα γεγονότα.
Στο γυμνάσιο εκείνη τη χρονιά, κάποιος, άγνωστο ποιος, έγραψε στον τοίχο εκείνο το σύνθημα. Μπορεί και να μην ήταν απ' τους μαθητές. Κάτω η Χούντα ή ΕΔΑ ή κάτι τέτοιο. Και τότε ο γυμνασιάρχης, που είχε το ρεκόρ στους εθνικούς παλμούς και λόγους, έγινε πιο σκυλί από ποτέ να βρει τον ένοχο.
Του 'πανε για τον Αγγελο και τον εφώναξε αμέσως. Με κείνο το παγερό και μειλίχιο ύφος.
-- Εσύ το έγραψες.
-- Οχι, δεν το έγραψα εγώ...
-- Κοιτάξτε όμως, κύριε γυμνασιάρχα. Θα μπορούσα κάλλιστα να το έχω γράψει.
Πάγωσε το γραφείο του γυμνασιάρχη. Εκείνος, απ' τη μια, κίτρινος, με κίτρινα μάτια, κιτρίνισε πιο πολύ, τα μικρά μάτια μικρύνανε ακόμα, σα να βαθύνανε. Κοίταγε τον Αγγελο. Και τον κοίταγε κι ο Αγγελος με το ίδιο εκείνο ήσυχο και σοβαρό του βλέμμα.
Θα 'μεινε ένα κενό του χρόνου, μια παύλα που δε μέτρησε ποτέ.
-- Αποβολή από παντού. Απ' όλα τα γυμνάσια της χώρας.
Ο Αγγελος τελείωσε για το σχολείο.
Θα τέλειωνε αργότερα με κόπο τις σπουδές του μέχρι τέλους.
***
Με το που έφυγε ο Αγγελος, έπεσε στην τάξη ένα κλίμα πιο βαρύ. Σχολάσανε βαριά κείνη τη μέρα. Κανείς δεν είχε κέφι για κουβέντα. Και κάθε μέρα σχολάγανε από τότε πιο βαριά.
-- Φασίστες.
Ενας, ένας, όλη η παρέα, το σκεφτόντουσαν. Ενας, ένας, όλοι.
Και τότε, περάσανε τότε, όλοι μαζί, ένα σκαλί. Σα να μεγαλώσανε ξαφνικά. Ξεχαστήκανε κι οι αναμνήσεις, σβήσανε οι ιστορίες με τους δασκάλους.
-- Φασίστες.
Και τα παιδιά σα να πήρανε μπόι και κάνανε μαζί μια δρασκελιά. Ενα βήμα, μεγάλο, προς τα μπρος.

Σέργιος ΣΥΝΤΕΛΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ