Οι Αμαζόνες και η ροχάλα του κυρίου
Οι Αμαζόνες, ο Ταξιάρχος και εμείς (ΙΙ μήνας)
Γρηγοριάδης Κώστας |
Οι μέρες πέρασαν κι επιτέλους έγινε η ορκωμοσία. Ακολούθησαν οι μεταθέσεις. Ενας Γολγοθάς δυο χρόνων βρισκόταν μπροστά μας. Ο καθένας τράβηξε για την υπηρεσία του. Θα είχε περάσει ένας χρόνος, ίσως και περισσότερο, όταν συναντηθήκαμε τυχαία απέναντι από την πύλη του Πενταγώνου με τον Ηλία. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και θυμηθήκαμε την ιστορία με τον ανθύπα και τις πατάτες. Ομως η ευθυμία μας τέλειωσε γρήγορα, γιατί φτάνοντας στην είσοδο μες την καλή χαρά έρχεται και μας πιάνει το «Μικτό».
«Τι έγινε, ρε παιδιά; Πέρασε ένα αυτοκίνητο, ενός ταξίαρχου των καταδρομών και δεν τον χαιρετίσατε. Πηγαίνετε να αναφερθείτε. Σας περιμένει».
Σίγουρα δεν ήταν πλάκα γιατί τους είδαμε ανήσυχους. Πράγματι λίγα μέτρα παρακάτω ήταν σταματημένο ένα τζιπάκι κι ένας κοντοστούπης καραβανάς με παράσημα κι ένα φασιστικό μουστακάκι, αλά Παπαδόπουλου, έκοβε νευρικά βόλτες. Μέχρι να φτάσουμε μας είχε καρφώσει με το παγερό βλέμμα του, που λες κι έσταζε φαρμάκι. Χαιρετίσαμε όσο καλύτερα γινόταν και του είπαμε το σχετικό τροπάρι. Ονομα, ειδικότητα και μονάδα που υπηρετούσαμε περιμένοντας την αντίδρασή του.
«Γιατί δε χαιρετίσατε, ρε τσογλάνια;».
Κάτι πήγε να ψελλίσει ο Ηλίας, ότι δεν τον είδαμε που ήταν και η αλήθεια, αλλά πριν προλάβει να αποτελειώσει τη φράση του ο δικός μας είχε σηκώσει ακόμα μεγαλύτερη πίεση.
«Σκάστε. Εσείς του ναυτικού μάς έχετε γραμμένους στα από τέτοια σας. Ομως θα σας τακτοποιήσω. Εχω στείλει κι άλλους σαν και του λόγου σας για ματσακόνι».
Ελεγε, έλεγε και τελειωμό δεν είχε. Για τη μαμά πατρίδα, που θρέφει εμάς τους χαραμοφάηδες, για τους φαντάρους στα σύνορα, που είναι οι πραγματικοί άνδρες, τους παλιότουρκους και τους κομμουνιστές που έχουν βάλει στο μάτι τη χώρα μας, γιατί εμείς τους δώσαμε τα φώτα και δε λένε να το καταλάβουν. Σωστό παραλήρημα. Οταν επιτέλους αποφάσισε να τελειώσει, πριν ρίξει την καμπανιά, ρώτησε τι δουλειά κάνουμε.
«Πολιτικός μηχανικός», απαντά ο Ηλίας.
«Βοηθός στο πανεπιστήμιο» ψέλλισε η αφεντιά μου.
Τότε ήταν που του την έδωσε περισσότερο.
«Ωστε είστε και μορφωμένοι, ε;. Γι' αυτό μας σνομπάρετε. Φτου σας».
Με το «φτου», μια ροχάλα εκτοξεύεται και προσγειώνεται κάτω από το μάτι μου. Ευτυχώς φορούσα και γυαλιά. Γεμάτος θυμό φεύγει, ξεχνώντας να ανακοινώσει την ταρίφα. Με τη ροχάλα στο πρόσωπο και τον Ηλία συντροφιά την κοπανάμε για το ΓΕΝ. Ηπιαμε ένα καφεδάκι για να συνέλθουμε από το σοκ και να που και έπρεπε να καταστρώσουμε ένα σχέδιο για να βγούμε από την πύλη, αφού ο τζόρας ταξίαρχος θα θυμόταν την παράλειψή του και θα έδινε τις σχετικές οδηγίες στο «Μικτό». Κι αυτοί άλλο που δεν ήθελαν. Ειδικά αν οι καμπάνες αφορούσαν ναύτες την καταέβρισκαν, μια και μας θεωρούσαν «μοδίστρες», ενώ αυτοί; Οι αρχαίοι είχαν στις τραγωδίες τους τον από μηχανής θεό που έδινε πάντα τη λύση στα δύσκολα. Στην περίπτωσή μας ήταν ένα ασθενοφόρο του Ναυτικού Νοσοκομείου. Εκεί υπηρετούσε ο Ηλίας. Την πληροφορία μας έδωσε ένας καψιμιτζής, τονίζοντάς μας ότι ήρθε να πάρει κάποιο ναύτη με κρίση σκωληκοειδίτιδας και θα έφευγε σε λίγα λεπτά. Εύκολα έψησε τον οδηγό να μας φιλοξενήσει υπτίως για την αντιηρωική μας (και μετά ροχάλας) έξοδο. Κάτω από το κρεβάτι του ασθενή ο ένας, που ο δύσμοιρος σφάδαζε από τους πόνους, παραδίπλα ο άλλος και με τη σειρήνα να σφυρίζει διαβολεμένα βρεθήκαμε στο ΝΝΑ στο άψε σβήσε. Ο Ηλίας πήγε στο γραφείο του κι εγώ κατηφόρισα με τα πόδια για την υπηρεσία μου. Δεύτερο σπάσιμο εκεί, όταν υποχρεώθηκα να εξηγήσω στο διευθυντή μου γιατί δεν είχα παραδώσει την επιστολή που μου είχε δώσει στο αντίστοιχο γραφείο. Μετά τα σχετικά γέλια μού έριξε δυο στερήσεις προς γνώση και συμμόρφωση. Τον παλιό μου σύντροφο και κληρούχο δεν τον ξαναείδα από τότε. Είμαι όμως σίγουρος ότι τα επεισόδια με τις αμαζονούχες πατάτες και τη ροχάλα του ταξίαρχου δε θα τα ξεχάσει ποτέ. Ούτε κι εγώ. Οσο για τον ταξίαρχο, που μπορεί να έγινε και στρατηγός, συνταξιούχος πια, ίσως να εξακολουθεί να ονειρεύεται ότι όλοι συνωμοτούν σε βάρος της πατρίδας μας, να βρίζει το ναυτικό και να παρακολουθεί ταινίες «Ράμπο» στην τηλεόραση, αναπολώντας περασμένα μεγαλεία. Μπορεί βέβαια να είναι και εγκλωβισμένος στο χρηματιστήριο ή να ανήκει σε κάποια κλαδική των δυο μονομάχων και να πολιτεύεται για να σώσει το έθνος. Ποιος να ξέρει;
(*) Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα «Στην ταράτσα του Ιγνάτιου»
Του
Νίκου ΜΟΛΥΒΙΑΤΗ
Νίκου ΜΟΛΥΒΙΑΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου