Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΤΟ ΠΩΣ ΓΕΝΗΚΑΝΕ ΤΑ ΠΡΑΜΑΤΑ
Γρηγοριάδης Κώστας |
2. Αμα τέλειωσαν οι κατήγοροι, γίνηκε μεμιάς βαθύτα τη σιωπή, λες και βούλιαξε ο τόπος με τα κοτρώνια, τα δέντρα και τους ανθρώπους μέσα σε μιαν ατέλειωτη πηγάδα και τους σκέπασε όλους το νερό, δυο μπόγια. Κρατώντας όλοι την ανάσα τους καρφώσανε τα μάτια πάνου στο Σωκράτη περίεργοι να ιδούνε με τι τσαλίμια θα προσπαθούσε να τουμπάρει το Νόμο.
3. Αμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα, ξυπνάει ο μυλωνάς. Ο Σωκράτης, μ' όλη τη σιωπή, που τον έσφιξε μονοκόματη κι από παντού, μήτε ξύπνησε, μήτε κουνήθηκε. Κάποιος μαθητής τόνε τράβηξε από το μανίκι: «Δάσκαλε! η σειρά σου». Μονάχα τότε ο Δάσκαλος γύρισε κ' είδε σαστισμένος όλο κείνο τ' ανθρωπομάνι. Δυσκολέφτηκε να θυμηθεί, πώς πεντακό σια θεριά τον είχανε ζώσει αγριεμένα. Χαμογέλασε πειραχτικά μέσα ατά πηχτά του τα γένια, μισοσηκώθηκε μια στιγμή και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι τα δυο τσουκάλια (το ένα χαλκωματένιο και τ' άλλο ξύλινο) σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα, λες κ' είχανε ψυχή και τόνε μισούσανε κι αφτά, μουρ μούρισε: «Κ' εγώ περίμενα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, ν' απολο γηθείτε!» Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε να τρίβει το ζερβί του γόνα.
4. Οι δικαστάδες θυμώσανε με τ' άπρεπο φέρσιμο και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα συναμεταξύ τους. Τους ζεμά τισε τόσες ώρες ο κατάκορφος ήλιος με την ελπίδα, πως θα γουστάρανε στο τέλος μ' αφτόνε το γερογρουσούζη. Θα τόνε βλέπαν άσοφο και ταπεινωμένο μπροστά στο Νόμο τον αψηλομέτωπο και παντογνώστη. Και να τώρα που τους χαλούσε το κέφι. Μα πιο πολύ πειραχτήκανε, που καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα το μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: Πρώτα ν' απολογιέσαι κ' ύστερα να σε κόβουνε. Κι όπως, άμα δέρνεις ένα παιδί κι αφτό δεν κλαίει, πεισματώνεσαι και το δέρνεις περισσότερο, έτσι κι αφτοί πεισματωθήκανε και για να τον κάνουνε να νιώσει τη δύναμή τους, τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία φταίχτη και στα τρία κακουργήματα, που τον κατηγόρησαν οι τρεις πολέμαρχοι της Αρετής.
5. Ο Σωκράτης, σαν άκουσε την απόφασή τους, έκανε: χμ! Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι (σύμφωνα με το Νόμο), ποιαν τιμωρία διαλέγει, θάνατο για εξορία, κούνησε τη φαράκλα του δώθε κείθε και δεν απάντησε τίποτα.
6. Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το ξαναφώναξε δυ νατά μέσα στ' αφτιά του. Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώ θηκε πάλε βαριεστισμένα και τους είπε: «Δε λέω, κ' οι δυο σας τιμωρίες είναι και δίκαιες και συφερτικές για μένα και για σας. Ομως εγώ θα προτιμούσα μιαν τρίτη.» «Ποιάνε; ποιάνε;» φώ ναξαν ούλοι χαρούμενα. «Είτε σας εβεργέτησα είτε σας ζημίωσα να με βάλετε τώρα, που γέρασα, στο Τεμπελχανιό. Ετσι και σεις θ' ασφαλιστείτε από μένα κ' εγώ θα ξεκουραστώ από σας. Και ν' αφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα μου (χωρίς να με βλέπετε και χωρίς να σας βλέπω) ζεστές κι αφράτες εκείνες τις ωραίες μελόπιτες, που δίνετε τόσους αιώνες εβλαβικά στο άγιο φίδι του Ερεχθείου, το γιο της Παρθένας. Γιατί θαρρώ, πως εγώ σας έκανα και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό παρά κάθε λο γής θεϊκό ζωντόβολο».
7. Οι δικαστάδες, απελέκητοι χωριάτες, που με το παραμικρό βλαστημούσανε τα θεία, γελάσανε μ' όλη την καρδιά τους, σαν ακούσανε τα αναπάντεχο τούτο χωρατό του Σωκράτη. Και περιμένανε να τους πει κι άλλα. Και κείνος σε λίγο: «Κι αφού κάνω τη σωστότερη, καθώς φαίνεται, κρίση, εγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς ολωνώνε σας».
8. Πωπώ! τι γένηκε τότες! Οι δικαστάδες λυσσάξανε. Αλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια, άλλοι αρπάξανε πέτρα κι άλ λοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα με τα δέκα νύχια μπροστά για να τον ξεσκίσουνε κι όλοι φωνάζανε μαζί, που δεν ξεχώρι ζες λέξη. Ακούς εκεί ναν τους ζητάει τους τρεις οβολούς, τον τί μιο κόπο τους! Γι' αφτό λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους νοικοκυρέοι άνθρωποι και χασομέρησαν όλη μέρα για να διαφεντέψουνε την πατρίδα; Και δεν είτανε δα για τα λεφτά... μα τους ζητούσε να παρανομήσουν. Και να θέλανε, δεν είχανε μήτε αφτοί το δικαίωμα να χαρίσουνε το μιστό τους, μήτε κ' η πολιτεία να τους τόνε στερήσει... Μωρέ τούτος είναι μπιτ ξετσίπωτος κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί! Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης δε διάλεγε το είδος της τιμωρίας του, τόνε καταδίκα σαν αφτοί, με τη δεύτερη ψηφοφορία τους (πάλε σύμφωνα με το Νόμο) να πιει το φαρμάκι.
9. Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ολάκερος από κέφι και δύναμη. Απλός και σβέλτος, καθώς τόνε ξέραν οι περισσότεροι στα μεθύσια του, στους καβγάδες και στον πόλεμο, στάθηκε στέρεα στο βήμα και μισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια τους είπε σιγά σιγά τούτα, που μέλλει να διαβάσετε παρακάτου.
{...}
Του
Κώστα ΒΑΡΝΑΛΗ
Κώστα ΒΑΡΝΑΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου