Η ωραία ανάμνηση
Γρηγοριάδης Κώστας |
Βεβαίως, κατά τη μακροχρόνια φιλία μας, που άρχιζε από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ο Νικόλας, παιδί χαρούμενο και φυσιολογικό, χαμογέλασε εκατοντάδες, χιλιάδες φορές. Ομως, εκείνη την ημέρα το χαμόγελό του ήταν τελείως διαφορετικό. Κι εγώ που ερμήνευα κάθε μορφασμό του προσώπου του, στάθηκα ανίκανος να αποκρυπτογραφήσω το χαμόγελό του.
«Τι συμβαίνει;», τον ρώτησα με εσκεμμένη αδιαφορία, για να μην προκαλέσω την αντίδρασή του πως δήθεν δε σέβομαι την ελευθερία του ανθρώπου, πως έχω μεθόδους μυστικού αστυνόμου και άλλα συναφή.
«Τίποτε», απάντησε ο Νικόλας με το χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του.
Επρεπε να κάνω υπομονή, ο αγαθός Νικόλας σε ανύποπτο μελλοντικό χρόνο θα μου αποκάλυπτε την αιτία εκείνου του χαμόγελου.
Δυστυχώς πέρασε μια ολόκληρη εβδομάδα και δε μου έδωσε καμιά εξήγηση. Στιγμές στιγμές μόνο χαμογελούσε με τον ίδιο επακριβώς τρόπο σα να ήθελε να σφυγμομετρήσει την αντοχή μου. Τον περικύκλωνα με ανόητες φράσεις, όπως «καλά να χαμογελά κάποιος» ή «βεβαίως δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να εξηγεί ούτε και στον καλύτερό του φίλο», αλλά στο βάθος με έτρωγε τόση περιέργεια, που ξεφεύγοντας από τον πυρήνα της μεταμορφώθηκε σε οντολογική αναζήτηση. Νυχθημερόν σκεφτόμουν το χαμόγελο του Νικόλα, λες και σ' αυτό υπήρχαν όλα τα μεγάλα μεταφυσικά θέματα μαζί με τις απαντήσεις τους.
«Θυμάσαι όταν ήμασταν μικροί;», του είπα μια μέρα αναπάντεχα, «ορκιστήκαμε ότι θα κάνουμε τη φιλία μας να λάμψει σαν αστέρι. Ηταν όταν πρωτοδιαβάσαμε στο μάθημα για τους περίφημους φίλους της αρχαιότητας. Θυμάσαι τα ονόματά τους; Δάμων και Φιντίας. Εγώ ήμουν ο Δάμων...».
«Λάθος», με διέκοψε. «Εγώ ήμουν ο Δάμων, εσύ ο Φιντίας. Πάντα το ξεχνάς».
Με εξυπηρετούσε αυτή η φράση του.
«Λοιπόν, εσύ ήσουν ο Δάμων, ο οποίος προσφέρθηκε να πεθάνει στη θέση του φίλου του, ενώ εσύ τώρα...».
«Εγώ τι;», απάντησε ο Νικόλας, με έκφραση απορίας.
Η καταπιεσμένη μου περιέργεια ξέσπασε σα νεροποντή. «Εσύ δε μου λες τόσο καιρό γιατί χαμογελάς».
Απέμεινε εμβρόντητος, ήταν φανερό πως δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, θα πίστευε πως δεν ήμουν τόσο μικρόψυχος και επίμονος να θέλω να αποσπάσω βιαίως την ερμηνεία του χαμόγελου. Αισθάνθηκα τιποτένιος, θα πρέπει να έγινα ολοπόρφυρος, όπως τότε μικρός, τότε που νομίζαμε ότι η ερυθρότητα του προσώπου φανερώνει αθωότητα και ευαισθησία. Τραύλιζα λόγια, κομμένες λέξεις, ζητούσα τη συγνώμη του με τον πιο αδέξιο τρόπο. Ο Νικόλας συγκινήθηκε και στενοχωρήθηκε με την κακομοιριά μου.
Οταν συνήλθαμε από την «αλληλοσυγχώρηση», καπνίσαμε ήρεμοι «την πίπα της ειρήνης», όπως είπε ο φίλος μου, τονίζοντας μια ακόμη πτυχή της φιλίας μας, την αγάπη μας, δηλαδή, για τα κόμικς και την ανταλλαγή των τευχών τους. Κι εκεί που όλα ήταν καλά, ο Νικόλας αφαιρέθηκε, απογειώθηκε λες στιγμιαίως, και χαμογέλασε. Ηταν το ίδιο χαμόγελο, απαράλλακτα το ίδιο, το γνώριζα άριστα, το μελετούσα τόσο καιρό τώρα.
Αρχισε να με εκνευρίζει αυτό το χαμόγελο - γρίφος, πέθαινα από λαχτάρα να ανακαλύψω τι κρυβόταν πίσω του, γινόταν τείχος απροσπέλαστο αυτό το χαμόγελο, ορθωνόταν μπροστά μου σαν οντολογικό ερώτημα.
Φαίνεται πως ο φίλος είδε την αγωνία μου, και προσπάθησε ν' ανοίξει συζήτηση για το ποδόσφαιρο. Δεν τον παρακολουθούσα, ούτε με ενδιέφεραν οι απόψεις του για το άθλημα, αφού εγώ σ' εκείνο το χαμόγελο στήριζα όλη την ουσία της φιλίας μας και την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Τόσα θέματα θίξαμε στο παρελθόν, τόσες εκμυστηρεύσεις κάναμε, του μίλησα και μου μίλησε για τα προβλήματά μας, για τις γυναίκες της ζωής μας, για τα λάθη των οικογενειών μας, για τα πάντα, επιτέλους.
«Και έγκλημα να κάνω, σε σένα θα το ομολογήσω», μου είπε κάποτε ο Νικόλας. Και τώρα κρύβει ένα χαμόγελο, σκέφτηκα λυπημένος, και όχι μόνο το κρύβει, αλλά και το φανερώνει συγχρόνως. Δείχνει το περίβλημά του και αποκρύπτει το περιεχόμενό του, αυτή ήταν η πλεκτάνη του, κυριολεκτικά σατανική.
Ετσι σκεφτόμουν, όση ώρα μιλούσε ο φίλος μου για τις αδυναμίες της τάδε ποδοσφαιρικής ομάδας. Κάποια στιγμή σώπασε, με κοίταξε ανήσυχα, ρωτώντας με αν ήμουν καλά. Του έγνεψα καταφατικά. «Δόξα τω Θεώ», είπε και χαμογέλασε με ένα από τα συνηθισμένα χαμόγελα.
Ξαφνικά τον αντιπάθησα, για κλάσμα του δευτερολέπτου βέβαια, αλλά τον αντιπάθησα.
Σκέφτηκα πως είχε την εξουσία, αφού δεν ανακοίνωνε στο φίλο του το περιεχόμενο του χαμόγελου. Φαντάσου, προέκτεινα το συλλογισμό μου, με ένα χαμόγελο κι ο Νικόλας εξουσιάζει, φαντάσου να κρατούσε στα χέρια του και τη μοίρα της ανθρωπότητας. Θα μπορούσε από το πείσμα του να την τινάξει στον αέρα.
Συνήλθα ξανά ντροπιασμένος. Δεν είχε, λοιπόν, το δικαίωμα ο άνθρωπος να έχει ένα χαμόγελο δικό του, κρυμμένο, αυστηρώς προσωπικό; Και βέβαια το είχε.
Πέρασε κάμποσος καιρός, πάνω από μία εβδομάδα, όπου πάλι αιφνιδίως ο Νικόλας χαμογέλασε μ' εκείνο το άλλο χαμόγελο, ας το ονομάσουμε οντολογικό.
Του ανταπέδωσα το χαμόγελο, μολονότι το δικό του δεν απευθυνόταν σ' εμένα, αλλά πέρα, μακριά, στο σύμπαν ή στο χάος.
Δεν κρατήθηκα, είμαι τύπος παρορμητικός και τον ρώτησα: «Γιατί χαμογελάς συνεχώς με τον ίδιο τρόπο, έναν τρόπο που προκαλεί...»,
«τη συγγραφική σου περιέργεια;», με σταμάτησε απότομα. Μετά ξέσπασε σε γέλια, λες και άκουσε ένα πετυχημένο ανέκδοτο. «Πόσο δουλικοί και εξαρτημένοι είστε οι συγγραφείς!», συνέχισε με καλοκάγαθο ύφος. «Θέλεις, λοιπόν, να μάθεις τι κρύβει το χαμόγελό μου;».
Τον κοίταξα δύσπιστα, χωρίς να μιλήσω.
«Κρύβει μια ωραία ανάμνηση», είπε με τόνο διθυραμβικό.
Δεν ξέρω, αν απογοητεύτηκα ή όχι. Δεν ξέρω ακόμη, αν έλεγε και την αλήθεια.
Προτού ρωτήσω, με διαβεβαίωσε: «Στο λόγο της τιμής μου και στο όνομα της φιλίας μας, το περιεχόμενο αυτού του χαμόγελου είναι μια ωραία ανάμνηση».
Ετσι άρχισε η δεύτερη φάση της περιέργειάς μου. Είχα μάθει το θέμα του χαμόγελου, αλλά δε γνώριζα το περιεχόμενο.
«Ωραία ανάμνηση!», ψέλλισα σα να μονολογούσα. «Αραγε περιέχομαι εγώ σ' αυτήν;».
Κατάλαβε την πρόθεσή μου να εκμαιεύσω και με προκατέβαλε: «Οχι, δεν αφορά καθόλου τη φιλία μας». Μισόκλεισε τα μάτια, σα να παγιδευόταν από όραμα. «Ακόνισα τη συγγραφική σου περιέργεια», είπε με συγκατάβαση. «Οχι τη φιλική σου, γιατί η φιλία σέβεται». Και συμπλήρωσε με κάποια σκληρότητα, «η συγγραφή δε σέβεται...».
Αντιπαθεί τον συγγραφέα, σκέφτηκα με αγανάκτηση. Οι περισσότεροι άνθρωποι εντυπωσιάζονται, αλλά ταυτοχρόνως ενοχλούνται από τον συγγραφέα.
Προσπάθησα να φανώ ψύχραιμος, να μην απαντήσω και ανοίξω άλλη συζήτηση, σα να μην άκουσα, όταν ο Νικόλας, μετανιωμένος κάπως, εξήγησε: «Δε θα σου πω την ωραία ανάμνηση, που κρύβεται στο συγκεκριμένο χαμόγελο. Είναι δική μου. Θα σου μιλήσω όμως για άλλες ωραίες αναμνήσεις με τρόπο αποφατικό».
Κάθισε πιο άνετα στην πολυθρόνα, άναψε τσιγάρο, άναψα κι εγώ και καπνίζαμε μαζί. Ηταν πάντα ένα είδος συμφιλίωσης η συντροφιά στο κάπνισμα. Μοιρασιά στην απόλαυση και στην πιθανότητα θανάτου.
«Δεν είναι η ανάμνηση από τη Γερμανία», άρχισε, «τότε που η αγαπημένη εκείνου του καιρού ήρθε να με δει. Την περίμενα ώρες πριν προσγειωθεί το αεροπλάνο, που μετέφερε την πολύτιμη για μένα ύπαρξή της. Είχα να τη δω περίπου ένα χρόνο, οι μεταπτυχιακές μου σπουδές και προπαντός τα οικονομικά μου με εμπόδιζαν τα ταξιδέψω στην πατρίδα. Δεν είναι ούτε η γλυκιά μου αγωνία, όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητό μου και άνοιξα το κασετόφωνο με το τραγούδι που αγαπούσαμε. Δεν είναι», συνέχισε με αναπόληση, «το αγκάλιασμά μας στο σοφίτα μου. Απέξω, σχεδόν δίπλα στο νοικιασμένο σπίτι, περνούσε μια εμπορική αμαξοστοιχία. Ηταν το μελαγχολικό σούρουπο της βορινής χώρας, ο ήχος του τρένου, κι εγώ τρελός από έρωτα και τέλεια ονειροπαρμένος την κρατούσα στην αγκαλιά μου. Ομως όχι, δεν είναι αυτή η ωραία ανάμνηση που κρύβει το παράξενο, όπως λες, χαμόγελό μου».
Την ήξερα την ερωτική ιστορία, που είχε πυρπολήσει με πάθος και ποίηση τα φοιτητικά χρόνια του Νικόλα. Μου μιλούσε γι' αυτήν, την ανέφερε πάντα στην τακτική μας αλληλογραφία.
Ακούγοντάς τον να ομιλεί, εννόησα πως από την αλλοτινή περιγραφή του έλειπε ένα σημαντικό στοιχείο, που μόλις τώρα αποκαλύφθηκε. Το στοιχείο της αίσθησης. Ενα ερωτευμένο ζευγάρι στη σοφίτα μιας παγερής χώρας, σούρουπο μελαγχολικό ήταν, μυστηριώδες από τα θροΐσματα του δάσους, ενώ δίπλα σχεδόν το αγκομαχητό της αμαξοστοιχίας.
Μετά από εκείνη την εκμυστήρευση και για πολύ καιρό ο Νικόλας, κάθε φορά που χαμογελούσε, μου παρουσίαζε και μία διαφορετική ανάμνηση, άσχετη όμως με την «ωραία ανάμνηση» του οντολογικού χαμόγελου.
«Δεν είναι όμως», έτσι άρχιζε με τον μυστικόπαθο, αποφατικό του τρόπο, «δεν είναι εκείνο το πρωινό που ταξίδευα για Θεσσαλονίκη. Εκείνο το πρωινό, που ήταν όντως η χαρά του Θεού, αρχόμενη άνοιξη με πρώιμη γλυκύτητα. Ενας από το βαγόνι άρχισε να τραγουδά κάποιο άσμα σχετικό με το πρωινό, τραγούδι που δοξολογούσε το πρωινό, που γινόταν σαν προσευχή, ώσπου όλοι οι επιβάτες, έξι θαρρώ ήμασταν, αρχίσαμε να τραγουδάμε, γίναμε μια αυτοσχέδια, αλλά θεσπέσια χορωδία, όλοι οι άγνωστοι γνώριμοι μέσα από το τραγούδι του πρωινού για το πρωινό. Οχι, δεν είναι αυτή η ωραία ανάμνηση».
Τι δε μου είπε ο φίλος μου ο Νικόλας! Κάθε φορά που χαμογελούσε με το άλλο χαμόγελο, διηγόταν και μια ιστορία, τις περισσότερες φορές γνώριμή μου ως γεγονός, αλλά διαπίστωνα πάντα πως είχαν διαφύγει οι ουσιαστικές λεπτομέρειες που κρηπίδωναν την αίσθηση. Και η αίσθηση είναι δύσκολο και ακατόρθωτο να περιγραφεί ή να μεταδοθεί, το ξέρουμε καλά, είναι ένα βιωματικό γεγονός.
Μολονότι με εκνεύριζε αφάνταστα ο αποφατικός του τρόπος, δεν μπόρεσα παρά να θαυμάσω τις μικρές πτυχές των αναμνήσεών του, πτυχές που άνοιγαν οπτικές, μήτρες για να γεννηθούν νέες ιστορίες. Σε καμία από τις αναμνήσεις του δεν περιλαμβανόμουν, δεν ήξερα αν το έκανε επίτηδες για να με αποκλείσει ή αν η φιλία μας ήταν τόσο πανταχού παρούσα, ώστε δεν άφηνε περιθώρια για αναμνηστικά παρελθόντα.
Τι δε μου είπε ο φίλος μου ο Νικόλας! Αποκάλυψε γλυκές στιγμές με τον πατέρα του στο ψάρεμα και τη μητέρα του στον αργαλειό, αναμνήσεις από το στρατιωτικό του στην αεροπορία (εγώ ήμουν στο πυροβολικό), φοιτητικά στιγμιότυπα και άλλες λεπτομέρειες και σκηνές που τώρα μου διαφεύγουν. Και πάντα η στερεότυπη αρχή, «Δεν είναι όμως...».
Δεν ξέρω πόσος καιρός πέρασε, ώσπου μια μέρα απάντησα κουρασμένος, αλλά όχι και λιγότερο περίεργος να μάθω, «δεν αντέχω άλλο τον αποφατικό σου τρόπο. Με ζαλίζεις αποκλείοντας το τι δεν είναι, χωρίς να με βεβαιώνεις για το τι είναι».
Γέλασε καλόκαρδα, γέλιο χυμώδες, κελαρυστό, άλλο ένα δείγμα της πλούσιας ψυχής του.
«Δε θα σου πω φίλε μου», απάντησε, «δε θα σου πω. Φτιάξε εσύ για το γραπτό σου - γιατί ξέρω πως σχεδιάζεις διήγημα - μία ωραία ανάμνηση. Ανακάτεψε αλήθεια και ψέμα, όπως προστάζουν οι Μούσες στον Ησίοδο, ξέρεις τον τρόπο, εφευρίσκεις εύκολα αλχημιστικά κόλπα και φτιάξε μια ωραία ανάμνηση».
«Εγώ θέλω την αληθινή», τον διέκοψα έντονα σαν πεισματάρικο παιδί. «Αν ήθελα θα είχα φτιάξει δεκάδες, αλλά θέλω τη δική σου, την αληθινή...».
«Αληθινή;», αναρωτήθηκε ο Νικόλας. «Σχετικό αυτό», συμπλήρωσε με στοχαστικό ύφος. «Μέχρι τώρα σε εξενεύριζε ο αποφατικός μου τρόπος, αλλά αν αρχίσω να χρησιμοποιώ τον καταφατικό, υπάρχει άλλος κίνδυνος. Η ωραία ανάμνηση θα τεμαχιστεί πρώτα από μένα σε λέξεις, θα χάσει τη μαγεία της από τις απόπειρες επαλήθευσης, από τον εγκλωβισμό των τοπικών και χρονικών προσδιορισμών, από την αμφισβήτηση της αλήθειας. Μετά θα την περιλάβεις εσύ, θα προσπαθήσεις να την καλλωπίσεις πάλι με λέξεις. Λέξεις, λέξεις, τεμάχισμα, ξανακόλλημα και ιδού, η ωραία ανάμνηση θα γίνει φρικαλέα σαν μακιγιαρισμένη γριά. Θέλεις, λοιπόν, να σου την περιγράψω καταφατικώς;».
Με κοιτούσε κατάματα, προκαλώντας με με την αρχή της φράσης «είναι η...», σταμάτησε για λίγο εξακολουθώντας να με κοιτάζει, «είναι η...» επανέλαβε σαν ηχώ, όταν εγώ φώναξα αυθόρμητα. «Οχι φίλε μου, όχι Νικόλα, ας μην τη χαλάσουμε».
Χαμογέλασε με το άλλο χαμόγελο, το οντολογικό που κρύβει την ωραία ανάμνηση, η οποία δεν αποδίδεται ούτε αποφατικώς ούτε καταφατικώς, αλλά βιώνεται.
Το ξέρω καλά αυτό, σκέφτηκα, αλλά δεν το κρύβω πως στο βάθος με κατέτρωγε η περιέργεια και πολύ θα ήθελα να ξαναρωτήσω: Ποια είναι, λοιπόν, η ωραία ανάμνηση;
Της
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου