Καθ' οδόν: Στην μπάλα
Sportidea |
Πάμε, λοιπόν, με βοηθό την όραση, να «διασχίσουμε» την πορεία του αθλήματος, που καταγράφεται μέσα σε τούτες τις σελίδες.
Μια φορά κι έναν καιρό...
Ο Εδουάρδος Β', ο βασιλιάς της Αγγλίας από το 1307 μέχρι το 1327, ήταν, γενικά, καλό ανθρωπάκι. Αλλά είχε κάτι περίεργες εμμονές. Νόμιζε ότι θα καταστείλει τις τοπικές εξεγέρσεις της εποχής του βγάζοντας διατάγματα, μοιράζοντας απαγορεύσεις και δίνοντας διαταγές σε στιλ «όποιον πάρει η μπάλα». Ο πρώτος νόμος κατά του ποδοσφαίρου, με τον οποίο οδηγούνταν στη φυλακή όποιοι συλλαμβάνονταν να παίζουν μπάλα, ήταν δικός του. Η ποινικοποίηση του ποδοσφαίρου, όμως, δε φαίνεται να βοήθησε και πολύ τον άνακτα. Στο τέλος, μάλιστα, τον «καθάρισε» ο ίδιος του ο γιος, και έγινε εκείνος βασιλιάς. Εντέλει, δηλαδή, ο καλός μας ο Εδουάρδος την έφαγε την μπάλα κατακούτελα...
«Καθώς παρατηρείται μεγάλη φασαρία στην πόλη, εξαιτίας άγριων διαγκωνισμών πίσω από μεγάλες μπάλες, από τους οποίους πολλά κακά μπορούν να προέλθουν - τα οποία ο θεός απαγορεύει -, διατάζουμε και απαγορεύουμε στο όνομα του βασιλιά με ποινή φυλάκισης να γίνονται στο μέλλον τέτοια παιχνίδια στην πόλη».
Αχρηστη δραστηριότητα
Το στίγμα του ποδοσφαίρου ως «βρώμικου» και «ανήθικου» παιχνιδιού είχε πλέον γίνει νόμος. Το ποδόσφαιρο καταδιώχτηκε από τους Αγγλους αστυνόμους, που είχαν σαφείς διαταγές να τσακίζουν όσους εντόπιζαν να ασχολούνται με αυτή την «άχρηστη δραστηριότητα».
Η καταδίωξη συνεχίστηκε για αιώνες. Επί της βασιλείας του Ερρίκου Δ' και του Ερρίκου Η' ψηφίστηκαν νέοι νόμοι, ακόμα σκληρότεροι, κατά του ποδοσφαίρου. Μέχρι και η βασίλισσα Ελισάβετ Α' συνέδεσε την «ελισαβετιανή περίοδο» της σχεδόν πεντηκονταετούς βασιλείας της (1558 - 1603) με διατάγματα που όριζαν ότι: «Οι ποδοσφαιριστές έπρεπε να φυλακίζονται για μια βδομάδα και στη συνέχεια να τους επιβάλλεται και μια ποινή από την Εκκλησία».
Εκτός όμως από τους πραγματικούς βασιλιάδες, το ποδόσφαιρο είχε να αντιμετωπίσει και τους ...θεατρικούς άνακτες.
Οταν ο Σαίξπηρ έβαλε τον Λιρ και τον δούκα του Κεντ να ξυλοκοπούν τον Οσβάλδο, δεν του φάνηκε αρκετό που προηγουμένως ο Λιρ είχε ήδη λούσει το δαρμένο Οσβάλδο με ένα κάρο βρισιές: «Μουλόσπορε», «σκύλε», «κάθαρμα», «κοπρίτη», «σκυλοτόμαρο». Ετσι, μόλις ο δούκας του Κεντ τον παραλαμβάνει στα χέρια του, αφού σωριάζει κατάχαμα τον Οσβάλδο, εκεί που τον ποδοπατάει, του ρίχνει και την τελική βρισιά:
Η εξουσία της Εξουσίας
«Η ανοχή που κατέκτησε το ποδόσφαιρο από την εξουσία, αλλά και η τακτική της εξουσίας να χρησιμοποιεί πια το ποδόσφαιρο ως εργαλείο προώθησης των επιδιώξεών της, επισημοποιούνται το 1863 με την ίδρυση στην Αγγλία του πρώτου Συνδέσμου Ποδοσφαίρου. Ηταν η φυσική κατάληξη της πλήρους αποτυχίας όλων των νόμων που εφευρέθηκαν και όλων των απειλών που εκτοξεύτηκαν για να σταματήσουν την ανάπτυξη του παιχνιδιού.
Το ποδόσφαιρο, παρά τις πολλαπλές διώξεις, ήταν πια τόσο δημοφιλές, που ήδη στα 1800 στην Κεντρική και Βόρεια Αγγλία είχαν θεσπιστεί ετήσιες διοργανώσεις παιχνιδιών, όπου λάμβαναν μέρος πολλές ομάδες, οι οποίες γυρνούσαν σε χωριά και πόλεις. Ετσι, παρότι αυτή η «άχρηστη δραστηριότητα» εξελισσόταν με την ίδια έξαψη που την είχε θέσει παλιότερα εκτός νόμου (το 1829 ένας απολογισμός για έναν αγώνα της εποχής στο Ντερμπισάιρ έκανε λόγο για «γδαρσίματα, σπασμένα κεφάλια, σκισμένα πανωφόρια και χαμένα καπέλα»...), ο «βασιλιάς των σπορ» είχε ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα κατατροπώσει τους βασιλιάδες του Μπάκιγχαμ και είχε αχρηστεύσει τις απαγορεύσεις των ανακτόρων.
Στις μέρες μας, εφτά αιώνες αργότερα από το διάταγμα του Εδουάρδου Β', στο ερώτημα «ποιος κέρδισε;» το ποδόσφαιρο ή οι πολιτσμάνοι των βασιλιάδων, το ποδόσφαιρο ή οι διανοούμενοι με την ανίατη «αντιποδοσφαιρίτιδα», η απάντηση είναι αυταπόδεικτη: στην Αγγλία του 21ου αιώνα το δικαίωμα να κάνεις πλάκα με τα καμώματα του Κάρολου ή με τα γεροντάματα της Ελισάβετ είναι κατοχυρωμένο, όποιος όμως μπει στον πειρασμό να κάνει πλάκα με την εθνική ομάδα της Αγγλίας θέτει τον εαυτό του στη δοκιμασία ενός μάλλον επικίνδυνου... σπορ. Στον πλανήτη του 21ου αιώνα ένα είναι βέβαιο: Οι φιλόσοφοι, αν θέλουν να είναι συνεπείς με την αρχή του Περικλή («φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας»), πρέπει, όταν μιλούν για το ποδόσφαιρο, να έχουν στοιχειώδη επίγνωση της σοβαρότητας του θέματος.
Στρογγυλή θεά και εκμεταλλευτές της
Στο τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο που πραγματοποιήθηκε στην Κορέα και στην Ιαπωνία, επί είκοσι εφτά ημέρες, η συνολική τηλεθέαση σε κάθε γωνιά του πλανήτη έφτασε τα τριάντα δισεκατομμύρια θεατές! Αυτός ο αριθμός ανακηρύσσει το ποδόσφαιρο ως το πιο δημοφιλές άθλημα.
Το ερώτημα είναι: Γιατί νίκησε το ποδόσφαιρο; Πώς τους τότε «Ζιντάν», που τους έστελναν στα κάτεργα και που ο Σαίξπηρ διακωμωδούσε, φτάσαμε σήμερα να τους ντύνουν με χρυσάφι και η φανέλα του Πελέ στο Μουντιάλ του '58 να πωλείται τέσσερις δεκαετίες αργότερα στη δημοπρασία του Σάο Πάολο 90.000 ευρώ;
Και το αμέσως επόμενο ερώτημα: Το ποδόσφαιρο νίκησε, αλλά ποιος κερδίζει από αυτή τη νίκη; Τα δισεκατομμύρια που σπαρταρούν στο θέαμα της μπάλας όταν μπαίνει στα δίχτυα είναι μια αγέλη έτοιμη να την τυλίξουν στα δίχτυα τους οι «αφεντάδες» του ποδοσφαίρου ή η εξέδρα έχει ακόμα τη δύναμη να φωνάξει: «Οξω απ' την παράγκα!»;
Πριν αποτολμήσει κανείς οποιαδήποτε απάντηση, πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Το ποδόσφαιρο έχει μια ιδιοτυπία: Επιτρέπει στους πάντες να μιλούν για λογαριασμό του, και συνήθως να έχουν δίκιο ...όλοι.
Τις δικές μας απόψεις για το ποδόσφαιρο, τις δικές μας «απαντήσεις», τις κάναμε «δύο σε μία». Κι όσο κι αν θέλουμε να λέμε ότι αφετηρία μας είναι η αγάπη μας για την μπάλα και η ελπίδα μας ότι η εξέδρα θα βγάλει, τελικά, τους ποδοσφαιροκάπηλους στη σέντρα, στην πραγματικότητα, οι σελίδες που ακολουθούν είναι το μόνο που απόμεινε από τον ασίγαστο πόθο δυο τύπων που έφτασαν τα σαράντα, αλλά αρνούνται να συμφιλιωθούν με το απραγματοποίητο πια του ονείρου τους, ότι «όταν θα μεγάλωναν, θα γίνονταν ποδοσφαιριστές»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου