Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ελλάδα
«Κύριε πρόεδρε, αι προστάτιδες της Ελλάδος Δυνάμεις, απεφάσισαν ν' αποκαταστήσουν την ενότητα του Βασιλείου, χωρίς να θίξουν τας μοναρχικάς συνταγματικάς διατάξεις, ας έχουσιν εγγυηθή εις την Ελλάδα. Επειδή η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος παρεβίασε, προφανώς εξ ιδίας πρωτοβουλίας το Σύνταγμα, του οποίου εγγυήτριαι τυγχάνουν η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία, έχω την τιμή να δηλώσω εις την Υμετέραν Εξοχότητα, ότι ο Βασιλεύς απώλεσε την εμπιστοσύνην των Προστατίδων Δυνάμεων και ότι αύται, θεωρούσιν ότι απηλλάγησαν των έναντι αυτού υποχρεώσεων, αίτινες απορρέουσιν εκ των δικαιωμάτων της προστασίας αυτών. Εχω επομένως ως αποστολήν, επί τω σκοπώ αποκαταστάσεως της συνταγματικής νομιμότητος, να αξιώσω την παραίτησιν της Α.Μ. του Βασιλέως Κωνσταντίνου, όστις θέλει υποδείξει μεταξύ των κληρονόμων του, εν συμφωνία με τας Προστάτιδας Δυνάμεις, τον Διάδοχον Αυτού. Είμαι υποχρεωμένος να ζητήσω απάντησιν εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων ωρών. Δεχθήτε παρακαλώ Κύριε τη διαβεβαίωσιν της εξόχου προς Υμάς εκτιμήσεως
Μετά την επίδοση της τελεσιγραφικής διακοίνωσης ο Ζονάρ ξεκαθάρισε προφορικώς στο Ζαΐμη ότι οι Προστάτιδες Δυνάμεις δε θα δέχονταν ως αντικαταστάτη του Κωνσταντίνου το διάδοχο Γεώργιο κι ότι αν η ελληνική κυβέρνηση προέβαλε αντίσταση αρνούμενη να συμμορφωθεί με τις ανωτέρω απαιτήσεις τους, δε θα δίσταζαν να μεταβάλουν την Αθήνα σε σωρό ερειπίων1.
Χωρίς αμφιβολία η κατάσταση ήταν κάτι παραπάνω από δύσκολη για το μονάρχη της Ελλάδας, πολύ περισσότερο που η χώρα εδώ και πολύ καιρό ήταν χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα. Ετσι το απόγευμα της ίδιας ημέρας συνήλθε το Συμβούλιο του Στέμματος με τη συμμετοχή πρώην πρωθυπουργών και των αρχηγών των κομμάτων της Βουλής και μετά από δίωρη συνεδρίαση αποφάσισε την αποδοχή των όρων της τελεσιγραφικής διακοίνωσης του Ζοννάρ, την αποχώρηση δηλαδή από την Ελλάδα, χωρίς να παραιτηθεί, του Βασιλέως Κωνσταντίνου και την τοποθέτηση στη θέση του στο θρόνο του γιου του Αλέξανδρου. Τις αποφάσεις αυτές μετέφερε προς τον Ζονάρ με επιστολή του, το ίδιο βράδυ, ο πρωθυπουργός Αλ. Ζαΐμης2. Η αναχώρηση επομένως του Κωνσταντίνου ήταν πλέον ζήτημα ωρών ενώ ταυτόχρονα η χώρα έμπαινε στη δίνη καινούριων εξελίξεων, χωρίς φυσικά να βγαίνει από την κοινωνικοπολιτική κρίση στην οποία την είχε βάλει ο πόλεμος. Ας δούμε πώς φτάσαμε ως αυτό το σημείο.
Ο πόλεμος
Οι εκτελεστές ασφαλώς δεν είχαν δράσει ιδία πρωτοβουλία. Το νεαρό και μόνο της ηλικίας τους, αλλά και το ριψοκίνδυνο της πράξης που καλούνταν να φέρουν σε πέρας απαιτούσε οργάνωση και σχέδιο που δεν ήταν ανύπαρκτα. Πίσω από το σχεδιασμό και την πραγματοποίηση της δολοφονίας βρισκόταν η σερβική μυστική εθνικιστική οργάνωση «Ελευθερία ή Θάνατος», γνωστότερη με το όνομα «Μαύρη Χειρ» λόγω της μυστικότητας και της σατανικότητας με την οποία ενεργούσε. Αρχηγός της ήταν ο διευθυντής του 2ου Επιτελικού Γραφείου του σερβικού στρατού, συνταγματάρχης Ντράγκουτιν Ντιμιτρίεβιτς - Αππις που συγχρόνως συμμετείχε και σε μια δεύτερη μυστική οργάνωση η οποία έφερε τον τίτλο «Εθνική Αμυνα»4.
Οπως και να 'χει οι ιθύνοντες της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας αξιοποίησαν το γεγονός ως αφορμή για μια πολεμική εξόρμηση εναντίον της εξαντλημένης από τους Βαλκανικούς Πολέμους Σερβίας, ούτως ώστε να ισχυροποιήσουν τη θέση της χώρας τους στη Βαλκανική Χερσόνησο. Για την ακρίβεια ό,τι έκαναν ήταν αποτέλεσμα κοινής συνεννόησης με τη Γερμανία. Ετσι η αυστροουγγρική διπλωματία συνέταξε ένα τελεσίγραφο προς την κυβέρνηση της Σερβίας που περιλάμβανε τέτοιους όρους οι οποίοι δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί, τουλάχιστον στο σύνολό τους. «Τόσο στο Βερολίνο όσο και στη Βιέννη - γράφει ο Marc Ferro5 - η σύγκρουση με τη Σερβία ήταν γεγονός. Παρ' όλα αυτά υπήρχε ένας αστάθμητος παράγοντας: οι πιθανές αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων». Τις αντιδράσεις αυτές ανέλαβε να διερευνήσει η Γερμανία, η διπλωματία της οποίας άρχισε να βολιδοσκοπεί την αγγλική πλευρά με σκοπό να διαπιστώσει τις πιθανές αντιδράσεις της τελευταίας στο ενδεχόμενο αυστροουγγρικής πολεμικής δράσης κατά της Σερβίας. Και αγγλική κυβέρνηση επιδόθηκε στο συνήθη ρόλο της του «διαίρει και βασίλευε». Από τη μία ενθάρρυνε τη Γερμανία ώστε να προωθηθούν τα αυστρογερμανικά σχέδια στα Βαλκάνια κι από την άλλη σε συζητήσεις με τη ρωσική διπλωματία άφηνε να εννοηθεί πως η Γερμανία θεωρεί κυριότερο αντίπαλό της τη Ρωσία αλλά σε περίπτωση πολέμου η τελευταία μπορούσε να ελπίζει στην αγγλική υποστήριξη6. Ηταν ηλίου φαεινότερον πως η Βρετανική Αυτοκρατορία επιδίωκε έναν ευρωπαϊκό πόλεμο που δε θα την άγγιζε αλλά θα της εξασφάλιζε την παγκόσμια κυριαρχία μέσα από τον εκμηδενισμό ή την εξασθένιση όλων των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της. Η τραγική δε, ειρωνεία είχε να κάνει με το γεγονός πως αυτός ο πόλεμος, που κάθε άλλο παρά άφησε ανέπαφη την Αγγλία, ήταν πολύ κοντά. Περισσότερο κοντά απ' όσο αυτή τον υπολόγιζε.
Στις 31 Ιούλη δημοσιεύτηκε διάταγμα του τσάρου Νικολάου Β' που καλούσε τους Ρώσους σε γενική επιστράτευση ενώ τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας η γερμανική κυβέρνηση με τελεσίγραφό της ζητούσε από την τσαρική κυβέρνηση να πάρει πίσω την εν λόγω απόφασή της. Η άρνηση της ρωσικής πλευράς είχε ως αποτέλεσμα, το βράδυ της 1ης Αυγούστου του 1914, η Γερμανία να κηρύξει τον πόλεμο στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Στις 3 Αυγούστου η Γερμανία κήρυξε, επίσης, τον πόλεμο στη Γαλλία και την επομένη η Αγγλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία7.
Ο πρώτος ιμπεριαλιστικός πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει και τίποτα δεν ήταν σε θέση να τον σταματήσει εκείνη τη στιγμή. Η δολοφονία του Φραγκίσκου Φερδινάνδου ήταν μόνο η σπίθα που άναψε τη φωτιά και σε καμία περίπτωση το εύφλεκτο υλικό που σκόρπισε τον όλεθρο στον πλανήτη για 4 ολόκληρα χρόνια. Πώς, επομένως, συγκεντρώθηκε τόσο εύφλεκτο υλικό; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να δοθεί αν δεν εξετάσουμε τα γεγονότα στο κοινωνικοπολιτικό τους πλαίσιο το οποίο προσδιορίζεται με το πέρασμα του καπιταλιστικού συστήματος εκείνης της εποχής στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, το περιεχόμενο του οποίου προσδιόρισε με μεγαλοφυή επιστημονικό τρόπο ο Β.Ι. Λένιν, στο περίφημο έργο του «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού».8
Οι οικονομικοί όροι του πολέμου
Στη Γερμανία, π.χ., το 1905 υπήρχαν το λιγότερο 285 καρτέλ που συνενώνανε στους κόλπους τους 12 χιλιάδες επιχειρήσεις, παρήγαγαν τα 3/5 σχεδόν από το συνολικό όγκο των προϊόντων και κυριαρχούσαν στους σπουδαιότερους κλάδους της βιομηχανίας. Το 1911 τα καρτέλ έφτασαν τα 550 με 600. Γιγάντια μονοπωλιακά συγκροτήματα συνδεδεμένα στενά με τις μεγαλύτερες τράπεζες συγκέντρωναν στα χέρια τους ολόκληρους κλάδους της βιομηχανίας και η οικονομική δύναμη είχε συγκεντρωθεί στα χέρια μιας μικρής ομάδας μονοπωλητών.
Στις ΗΠΑ το 1901 είχαν ιδρυθεί 75 τραστ που συνενώνανε περισσότερες από 1.600 επιχειρήσεις με συνολικό μετοχικό κεφάλαιο περίπου 3 δισ. δολάρια. Οι μονοπωλιακές αυτές επιχειρήσεις στο διάστημα 1903 - 1905 έδιναν το 75% της παραγωγής γαιάνθρακα, το 84% της παραγωγής πετρελαίου κ.ο.κ.
Από κοντά, αλλά με διαφορετικούς ρυθμούς και ιδιαιτερότητες, αναπτύχθηκαν τα μονοπώλια και στις υπόλοιπες ισχυρές χώρες εκείνης της εποχής, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Ιαπωνία, στη Ρωσία, στην Αυστροουγγαρία κλπ. Τα αγγλικά, για παράδειγμα, μονοπώλια οργανώνονταν προπαντός στους βιομηχανικούς κλάδους που συνδέονταν άμεσα με την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου στις αποικίες και στις εξαρτημένες χώρες.
Εντυπωσιακή ήταν επίσης και η ανάπτυξη του τραπεζιτικού κεφαλαίου, το οποίο ραγδαία συμφύονταν με το βιομηχανικό, δημιουργώντας έτσι το χρηματιστικό κεφάλαιο. Στις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία κυριαρχούσαν εννέα μεγάλες τράπεζες του Βερολίνου (με πιο ισχυρές τη «Γερμανική Τράπεζα» και την «Εταιρία Προεξοφλήσεων» ). Στη Γαλλία κυριαρχούσαν τρεις τράπεζες και στις ΗΠΑ δύο που συνδέονταν άμεσα με τα χρηματιστικά συγκροτήματα Ροκφέλερ και Μόργκαν. Στην Αγγλία οι τράπεζες στην ανάπτυξή τους ακολουθούν τον αποικιακό χαρακτήρα του βρετανικού κεφαλαίου γενικότερα. Στα 1904 υπήρχαν 50 αποικιακές τράπεζες με 2.279 αποικιακά παραρτήματα, όταν οι γαλλικές τράπεζες, για την ίδια χρονική περίοδο είχαν 136 αποικιακά παραρτήματα και οι γερμανικές 70. Στα 1910 τα αποικιακά παραρτήματα των αγγλικών τραπεζών έφτασαν τα 5.4499.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι τα όρια των εθνικών αγορών δεν ήταν ικανά να συγκρατήσουν τη δράση των μονοπωλίων. Ετσι με το ξημέρωμα του 20ού αιώνα εμφανίζεται σε γιγαντιαίες διαστάσεις η εξαγωγή κεφαλαίου και ο ανταγωνισμός των μονοπωλίων για το μοίρασμα των αγορών και σφαιρών επιρροής ανάμεσά τους. Ενας ανταγωνισμός που προκαλούσε συνεχείς τριβές ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη, μεγάλες κρίσεις όπως η μαροκινή κρίση στα 1905-1906 και 1911 και η βοσνιακή στα 1908-1909 αλλά και περιφερειακούς πολέμους όπως ο ισπανοαμερικανικός στα 1898, ο πόλεμος των Αγγλων εναντίον των Μπόερς στα 1899-1902, ο Ρώσο-ιαπωνικός πόλεμος στα 1903- 1904, ο Ιταλοτουρκικός στα 1911-1912) και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913.
Συνεπώς ο πρώτος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος δε μοιάζει καθόλου με κεραυνό εν αιθρία αλλά με τη φυσική συνέπεια όσων προηγήθηκαν της έκρηξής του. Ξεκίνησε επίσημα στις 2 Αυγούστου 1914 και κράτησε ως τις 11 Νοέμβρη 1918. Οι δύο αντιμαχόμενοι στρατιωτικοπολιτικοί συνασπισμοί που συγκρούστηκαν ήταν η «Τριπλή Συνεννόηση» (Τριπλή Αντάντ) και η «Τριπλή Συμμαχία» (Κεντρικές Δυνάμεις). Στην «Τριπλή Συνεννόηση» - που συγκροτήθηκε στα 1907 όταν η Ρωσία και η Αγγλία ήρθαν σε συμφωνία που συμπλήρωνε την αγγλογαλλική συμφωνία του 1904 - κυριαρχούσαν η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία. Στην «Τριπλή Συμμαχία» δέσποζαν η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία. Η συγκρότησή της ξεκίνησε με τη γερμανοαυστριακή στρατιωτική συμμαχία του 1878 που ολοκληρώθηκε με την προσχώρηση σ' αυτήν της Ιταλίας το 1883.
Οι συνασπισμοί αυτοί στην πορεία του πολέμου άλλαξαν αισθητά. Η Ιταλία, για παράδειγμα, στην αρχή της αναμέτρησης δήλωσε ουδετερότητα και στη συνέχεια επιχείρησε να συμπαραταχτεί με κάποιον από τους δύο συνασπισμούς που θα της έδινε τα ανταλλάγματα που ζητούσε. Τελικά το Μάη του 1915 πέρασε με το μέρος της Αντάντ αλλά το κενό της στην Τριπλή Συμμαχία κάλυψε η Βουλγαρία, που επίσης στην αρχή του πολέμου δήλωσε αυστηρή ουδετερότητα, αλλά το φθινόπωρο του 1915 πέρασε στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων. Το ίδιο έκανε και η Τουρκία, με αποτέλεσμα η Τριπλή Συμμαχία να γίνει τετραπλή (Γερμανο-αυστρο-βουλγαρο-τουρκική). Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το παζλ των εμπολέμων συμπληρώνουν και μια σειρά μικρότερες χώρες που πήραν τα όπλα τασσόμενες στο πλευρό του ενός ή του άλλου στρατιωτικοπολιτικού συνασπισμού, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες που από σκοπιμότητα ενεπλάκησαν καθυστερημένα, στις 6/4/1917 για να πάρουν μέρος στη μοιρασιά της λείας των νικητών.
Στα όσα έχουμε ήδη αναφέρει αξίζει να προσθέσουμε μια τοποθέτηση του Λένιν που μέσα σε λίγες λέξεις συμπυκνώνει όλο το περιεχόμενο του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Εγραφε χαρακτηριστικά ο ηγέτης των Μπολσεβίκων10: «Η αρπαγή των εδαφών και η υποδούλωση ξένων εθνών, η καταστροφή του ανταγωνιζόμενου έθνους, η καταλήστευση του πλούτου του, η απόσπαση της προσοχής των εργαζόμενων μαζών από τις εσωτερικές πολιτικές κρίσεις της Ρωσίας, της Γερμανίας, της Αγγλίας και των άλλων χωρών, η διαίρεση και η εθνικιστική εξαπάτηση των εργατών και η εξόντωση της πρωτοπορίας τους με σκοπό την εξασθένιση του επαναστατικού προλεταριάτου - αυτό είναι το μοναδικό πραγματικό περιεχόμενο, το νόημα και η σημασία του σημερινού πολέμου».
Ας επιστρέψουμε όμως στα καθ' ημάς για αν εξετάσουμε τη θέση της Ελλάδας μέσα σ' εκείνη τη ζοφερή πραγματικότητα.
Η Ελλάδα κατά την έναρξη του πολέμου
Την εποχή που ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος η Ελλάδα είχε βγει μέσα από δύο Βαλκανικούς Πολέμους που την είχαν ενισχύσει εδαφικά. Η εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους από τα 63.211 τετραγωνικά χιλιόμετρα έφτασε στα 120.308 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ο πληθυσμός από τα 2.631.912 κατοίκους έφτασε στα 4.718.221 κατοίκους. Η επέκταση του κράτους προς την κατεύθυνση της Ηπείρου, των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, ιδιαίτερα δε προς τη Μακεδονία, άλλαζαν εντελώς την εικόνα του11. Νέες δυνατότητες ανοίγονταν για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού και νέα προβλήματα αναφύονταν. Σε γενικές γραμμές η βάση πάνω στην οποία κινούνταν ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν εξαιρετικά ασταθής κι αυτό δεν οφειλόταν μόνο στην καθυστέρηση ανάπτυξης που παρουσίαζε συγκρινόμενος με τον καπιταλισμό της Δυτικής Ευρώπης. Εκείνη την περίοδο, λόγω της κρίσης του, σε αστάθεια βρισκόταν ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα ενώ η ελληνική αστική τάξη είχε επιπροσθέτως να αντιμετωπίσει και το μεγάλο πρόβλημα της αφομοίωσης των νέων εδαφών και πληθυσμών που είχαν περιέλθει στην κατοχή της μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Επίσης εδώ πρέπει να συνυπολογίσουμε και τη σύμφυση του ελληνικού με το ξένο κεφαλαίο διαφορετικών ισχυρών καπιταλιστικών κρατών που προκαλούσε διαιρέσεις και τριγμούς στο εσωτερικό της ελληνικής μπουρζουαζίας. Βεβαίως αρχικά η ελληνική μπουρζουαζία φαινόταν να κρατά ουδετερότητα στον πόλεμο. Η ουδετερότητα απέναντι στον πόλεμο, στο ξεκίνημά του ήταν μια αναγκαιότητα για την κυρίαρχη τάξη, την οποία δεν μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς. Επιπλέον, ήταν και μια λαϊκή απαίτηση. «Η χώρα μας - γράφει ο Σεραφείμ Μάξιμος12 - δεν μπορή να καταταχθή μήτε στη μία μήτε στην άλλη κατηγορία. Η σύγκρουση των ιμπεριαλιστών μεταξύ τους δημιούργησε, κατά την πορεία της, ισχυρό ουδετερόφιλο ρεύμα μέσα στις λαϊκές μάζες, στα μικροαστικά της στρώματα. Το αβέβαιο για την έκβαση του πολέμου, το "ποιος από τους δυο θα νικήση;" Σε συνδυασμό με τη βελγική και σερβική τραγωδία παγιώσανε στις μάζες αυτή την αντίληψι ότι μια χώρα μικρή σαν την Ελλάδα δε θα έπρεπε να πάρη μέρος σε μια τέτοια γιγαντομαχία».
Με την πολιτική της ουδετερότητας συμφωνούσαν αρχικά όλες οι πολιτικές παρατάξεις της άρχουσας τάξης αν και, όπως ορθώς έχει αναφερθεί13 «ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα εκδηλώσει από τις πρώτες μέρες της ευρωπαϊκής κρίσης την απόφασή του να συμπορευτεί με τις Δυνάμεις της Συνεννοήσεως», δηλαδή με τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ. Αλλά τότε, πού κυρίως οφείλεται η αρχικώς ουδετερόφιλη στάση του Βενιζέλου; Πέραν των όσων έχουμε αναφέρει, οφείλουμε να προσθέσουμε πως υπέρ της ουδετερότητας της Ελλάδας εκείνο το διάστημα ήταν και η Μ. Βρετανία, επειδή τούτο υπαγόρευαν τα συμφέροντά της στην Εγγύς και στην Απω Ανατολή. «Οι ιμπεριαλιστές - έγραφε, ορθώς, ο Στάλιν σε ένα άρθρο του το 1918 - θεωρούσαν πάντα την ανατολή σαν βάση της ευημερίας τους. Μήπως τα αμέτρητα φυσικά πλούτη των χωρών της Ανατολής (βαμβάκι, πετρέλαιο, χρυσάφι, κάρβουνο και μεταλλεύματα) δεν ήταν το "μήλον της Εριδος" για τους ιμπεριαλιστές όλων των χωρών; Ετσι εξηγείται ουσιαστικά το γεγονός, ότι πολεμώντας για την Ευρώπη και φλυαρώντας για τη Δύση, οι ιμπεριαλιστές ποτέ δεν έπαψαν να σκέφτονται την Κίνα, τις Ινδίες, την Περσία, την Αίγυπτο, το Μαρόκο, γιατί στην πραγματικότητα επρόκειτο πάντα για την ανατολή. Ετσι εξηγείται κυρίως ο ζήλος που δείχνουν για την τήρηση της "τάξης" και του "νόμου" στις χώρες της Ανατολής. Αλλιώς δε θα ήταν εξασφαλισμένα τα βαθιά μετόπισθεν του ιμπεριαλισμού»14. Σε σχέση με την Ελλάδα, τα αγγλικά συμφέροντα στην Ανατολή υπαγόρευαν την ελληνική ουδετερότητα στο βαθμό που ουδέτερη παρέμενε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο βαθμό δηλαδή που η σταθερότητα παρέμενε ακλόνητη στην Εγγύς Ανατολή. Τη θέση αυτή η βρετανική πολιτική ηγεσία την εξέφρασε απερίφραστα στον Ελ. Βενιζέλο τον Αύγουστο του 1914, όταν εκείνος έθεσε το ερώτημα στις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ αν θα θεωρούσαν σύμμαχό τους την Ελλάδα στην περίπτωση που η τελευταία αναγκαζόταν να υπερασπίσει στρατιωτικώς τη Σερβία από επίθεση της Τουρκίας ή της Βουλγαρίας. «Εφ' όσον η Τουρκία παρέμεινεν ουδετέρα, η Ελλάς έδει να παραμείνη ουδετέρα. Εν εναντία όμως περιπτώσει η Μεγάλη Βρετανία ήτο πρόθυμος να δεχτεί την Ελλάδα ως Σύμμαχον», έλεγε η αγγλική απάντηση15 που όμως δεν έκανε την παραμικρή νύξη για τη Βουλγαρία, γεγονός που υποδήλωνε ότι γι' αυτή τα αγγλικά σχέδια δε συναρτόνταν από τη στάση του τουρκικού παράγοντα. Πολύ σύντομα το παζλ της αγγλικής πολιτικής θα αποκάλυπτε και άλλα κομμάτια του.
Ο διχασμός της ελληνικής αστικής τάξης
Η Τουρκία τάχθηκε στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων από τον Αύγουστο του 1914 όταν υπέγραψε μυστική συνθήκη αμυντικής και επιθετικής συμμαχίας με τη Γερμανία. Το Σεπτέμβρη του ιδίου έτους προχώρησε σε επιστράτευση και τον Οκτώβρη ανέλαβε πολεμική δράση ερχόμενη σε στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία στο αρμενικό μέτωπο16. Ο πόλεμος πλέον είχε φτάσει στην πόρτα της Ελλάδας που τώρα πια δεχόταν τις πιέσεις των Αγγλογάλλων να εγκαταλείψει την ουδετερότητα και να ταχθεί στο πλευρό τους. Πιέσεις βεβαίως ασκούνταν και από τις Κεντρικές Δυνάμεις ενώ το άθλιο παζάρι για τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο έναντι εδαφικών ανταλλαγμάτων έδινε κι έπαιρνε. Οι δύο ιμπεριαλιστικοί συνασπισμοί δεν τσιγκουνεύονταν καθόλου στις υποσχέσεις που έδιναν κι ούτε βεβαίως είχαν τον παραμικρό ηθικό ενδοιασμό όταν έβγαζαν στον πλειστηριασμό ολόκληρα κομμάτια της Βαλκανικής. Νυν υπέρ πάντων τα συμφέροντά τους.
Στο εσωτερικό πάντως της Ελλάδας η κυρίαρχη τάξη που είχε οργανικούς δεσμούς με το ξένο κεφάλαιο άρχισε να διχάζεται κι διχασμός αυτός έβρισκε την πλήρη έκφρασή του στους πολιτικούς της εκπροσώπους. Η μία πτέρυγα της, με ηγέτη τον βασιλιά Κωνσταντίνο έκλινε προς το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων. Η άλλη, με ηγέτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο τασσόταν ανεπιφύλακτα με το μέρος της ΑΝΤΑΝΤ. Η γερμανόφιλη πτέρυγα εμφανιζόταν με το σύνθημα της ουδετερότητας, όχι όμως από αντιπολεμική διάθεση αλλά από ψυχρό υπολογισμό. «Στο βάθος της καιροσκοπικής πολιτικής του αντιβενιζελισμού - γράφει ο Σεραφείμ Μάξιμος17 - υπήρχε πάντοτε το αντιπολεμικό αίσθημα. Ο εργατικός κόσμος και γενικά οι μικροαστικές μάζες δε θέλανε τον πόλεμο, γιατί δεν είχαν κανένα συμφέρον. Αυτό το κατάλαβε καλύτερα απ' όλους η δυναστεία. Γι' αυτό και όταν είδε πως ήταν αδύνατο να ωθήση τη χώρα σε πόλεμο υπέρ της Γερμανίας, έντυσε στάσπρα το γερμανικό της αετό, άλλαξε τη στραταρχική ράβδο του Κάιζερ με "κλάδο ελαίας" και παρουσιάστηκε ουδετερόφιλη και ειρηνόφιλη, ευχαριστημένη, γιατί με τα αντιπολεμικά της συνθήματα αντιδρούσε και στην Αντάντ και στη φιλελεύθερη μπουρζουαζία, ενώ σφυρηλατούσε δεσμούς αίματος με τη μεγάλη λαϊκή μάζα». Η στάση της Αντατόφιλης πλευράς, υπαγορευόταν από την ταύτιση συμφερόντων του ισχυρού τμήματος του ελληνικού κεφαλαίου με το δυτικοευρωπαϊκό και ιδιαίτερα με το αγγλικό κεφάλαιο, που είχε σφυρηλατηθεί από την εποχή της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους.
Στις 21 Σεπτέμβρη του 1915 η Βουλγαρία κήρυξε γενική επιστράτευση και στις 4 Οκτώβρη μπήκε επισήμως στον πόλεμο, στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 30 Σεπτέμβρη πολεμικός στόλος της ΑΝΤΑΝΤ κατέπλευσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και την επομένη τα «συμμαχικά» στρατεύματα άρχισαν να αποβιβάζονται και να λαμβάνουν πολεμική διάταξη. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ επεκτάθηκαν όλο το 1916. Η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη τελούσαν υπό γαλλικό στρατιωτικό νόμο, τα ελληνικά παράλια ελέγχονταν πλήρως από το στόλο της, στον Πειραιά αποβιβάστηκαν «συμμαχικά» στρατεύματα και προς τα τέλη Νοέμβρη του ιδίου έτους επιχειρήθηκε η κατάληψη της Αθήνας με αιματηρά αποτελέσματα αφού ελληνικά τμήματα ατάκτων αντιστάθηκαν ενώ οβίδες από τα «συμμαχικά» πλοία έπλητταν το Ζάππειο και τα ανάκτορα18.
Στα τέλη του 1916 η χώρα χωρίστηκε ουσιαστικά στα δύο. Το ζήτημα της συμμετοχής ή όχι στον πόλεμο ταλάνισε την πολιτική ζωή της χώρας όλο το 1915 και το 1916. Οι κυβερνήσεις ανεβοκατέβαιναν αλλά στο επίκεντρο πάντοτε βρίσκονταν οι δύο βασικές παρατάξεις στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πριν. Ετσι στις 16/29 Αυγούστου του 1916 ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη βενιζελικό κίνημα το οποίο βεβαίως κατάφερε να επικρατήσει με τις γαλλικές λόγχες. Λίγο αργότερα στη συμπρωτεύουσα έφτασε ο ίδιος ο Βενιζέλος και το Οκτώβρη του ιδίου έτους σχημάτισε κυβέρνηση. Η κυβέρνηση του Βενιζέλου δεν άργησε να δώσει πλήρη διαπιστευτήρια στις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ αφού στις 24 Νοέμβρη 1916 κήρυξε τον πόλεμο κατά τη Γερμανίας. Κι αυτές φυσικά της το ανταπέδωσαν όταν προκάλεσαν την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και τη βοήθησαν να θέσει υπό τον έλεγχό της όλη τη χώρα.
Αντί επιλόγου
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος εγκατέλειψε την Ελλάδα μαζί με την οικογένειά του στις 2/15 Ιούνη του 1917 από τη Σκάλα Ωρωπού και μέσω Ιταλίας εγκαταστάθηκε στην Ελβετία19. Την επομένη της αναχώρησής του ο Λένιν σε άρθρο του στην «ΠΡΑΒΝΤΑ» έγραφε20: «"Κάτω από την πίεση της συμμαχικής διπλωματίας ο βασιλιάς Κωνσταντίνος (της Ελλάδας) υπόγραψε την παραίτησή του από το θρόνο" - αυτά γράφει απ' αφορμή την παραίτηση η εφημερίδα του κυρίου Μιλιουκόφ, πρώην υπουργού Εξωτερικών στην Προσωρινή "επαναστατική" κυβέρνηση. Την Ελλάδα τη στραγγάλισαν οι κύριοι σύμμαχοι διπλωμάτες προκαλώντας στην αρχή το βενιζελικό κίνημα (Ο Βενιζέλος είναι πρώην υπουργός του Κωνσταντίνου που πέρασε στην υπηρεσία του αγγλικού κεφαλαίου), αποσπώντας ένα μέρος του στρατού, αρπάζοντας με τη βία ένα μέρος του ελληνικού εδάφους, και τέλος, εξαναγκάζοντας με την "πίεση¨" το "νόμιμο" μονάρχη να παραιτηθεί, δηλαδή επιβάλλοντας μια επανάσταση από τα άνω. Τι είδους ήταν και είναι αυτή η "πίεση" το ξέρει ο καθένας: ασκήθηκε πίεση με την πείνα, την Ελλάδα την απόκλεισαν τα πολεμικά καράβια των Αγγλογάλλων και των Ρώσων ιμπεριαλιστών, την Ελλάδα την άφησαν χωρίς ψωμί... Αυτή είναι η πραγματικότητα του ιμπεριαλιστικού πολέμου».
Τα σχόλια περιττεύουν. Τα πράγματα είχαν ακριβώς όπως τα περιγράφει ο Λένιν και τα όσα επακολούθησαν τον δικαιώνουν πλήρως. Ο Βενιζέλος ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη στις 12/25 Ιούνη του 1917 και την επομένη το βράδυ ήταν στον Πειραιά. Στην Αθήνα οδηγήθηκε με την προστασία των γαλλικών λογχών αφού η πρωτεύουσα είχε καταληφθεί από τα γαλλικά στρατεύματα21. Η κυβέρνησή του ορκίστηκε στις 14/27 Ιούνη και μία μέρα μετά έμπασε τη χώρα και επισήμως στον πόλεμο διακόπτοντας τις διπλωματικές σχέσεις με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Σε λίγο στο εσωτερικό της χώρας επιβλήθηκε μια «κεκαλυμμένη δικτατορία», σύμφωνα με τον ορισμό του Κ. Ζαβιτζιάνου22, μπροστά στην οποία μάλλον ωχριούν οι απροσχημάτιστες δικτατορίες. Εν πάση περιπτώσει, έστω κι έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα δεν ήταν καθόλου εύκολα για το Βενιζέλο και την ΑΝΤΑΝΤ. Οπως σημειώνει ο καθηγητής Γ.Β. Λεονταρίτης «οι Σύμμαχοι και ο Βενιζέλος δε συνέλαβαν παρά σταδιακά και αργοπορημένα τις πραγματικές διαστάσεις των προβλημάτων που θα αντιμετώπιζαν στην προσπάθειά τους να επιστρατεύσουν ένα διχασμένος έθνος για τους σκοπούς ενός πολέμου τον οποίο είχε μάθει να φοβάται και να αποστρέφεται η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών»23.
1 Σπ.Α. Σκόντρα: «Ιστορία του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου 1914- 1918», εκδόσεις «ΚΕΚΡΟΨ», Αθήναι 1969, τόμος Γ', σελ. 221.
2 Σπ. Β. Μαρκεζίνη:«Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», τόμος 4ος, σελ. 210-211.
3 Σπ.Α. Σκόντρα: «Ιστορία του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου 1914-1918», εκδόσεις «ΚΕΚΡΟΨ», Αθήναι 1969, τόμος Α', σελ. 22-32.
4 «Η ιστορία του πρώτου παγκόσμιου πολέμου», εκδόσεις «Φιλολογική», Γενάρης 1962, σελ. 30-31.
5 Marc Ferro: «Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918», εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 91.
6 Ακαδημία επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Ζ2, σελ. 728.
7 Ν. Ψυρούκη: «Ιστορία της Αποικιοκρατίας», εκδόσεις «Επικαιρότητα», τόμος Ε', σελ. 113.
8 Β.Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 27, σελ. 305-433.
9 Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Ζ2, σελ. 563-624.
10 Β.Ι. Λένιν: «Ο πόλεμος και η σοσιαλδημοκρατία της Ρωσίας», Απαντα, εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 26, σελ. 15.
11 Κωνσταντίνου Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945», εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», σελ. 97-98.
12 Σεραφείμ Μάξιμου: «Κοινοβούλιο ή δικτατορία;», εκδόσεις «Στοχαστής», σελ. 10-11.
13 Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, στο ίδιο, σελ. 109.
14 Ι. Στάλιν: Απαντα, εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1952, τόμος 4ος, σελ. 193
15 Σπ.Α. Σκόντρα: «Ιστορία του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου 1914- 1918», εκδόσεις «ΚΕΚΡΟΨ», Αθήναι 1969, τόμος Β', σελ. 351. Σπ. Β. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», τόμος 3ος, σελ. 281.
16 «Η ιστορία του πρώτου παγκόσμιου πολέμου», εκδόσεις «Φιλολογική», Γενάρης 1962, σελ. 202.
17 Σεραφείμ Μάξιμου, στο ίδιο, σελ. 10.
18 Τάσος Βουρνάς: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας - 1909-1940», εκδόσεις «ΤΟΛΙΔΗ», σελ. 176-190.
19 Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός Αιώνας», τόμος XIII, σελ. 483.
20 Λένιν: Απαντα, εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 32, σελ. 258.
21 Σπ.Β. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», τόμος 4ος, σελ. 220-221.
22 Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου: «Αι Αναμνήσεις του εκ της Ιστορικής Διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου όπως την έζησε (1914-1922)», Αθήναι 1946-47, τόμος Β', σελ. 22-25.
23 Γεώργιος Β. Λεονταρίτης: "« Ελλάδα στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918», εκδόσεις Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σελ. 69.
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου