Καθ' οδόν: Στη γλυκιά νοσταλγία των Φάδος
Είχαμε πάει στη Λισαβόνα τις προάλλες, θα το θυμάστε ασφαλώς. Σήμερα, όμως, θα επιστρέψουμε. Για λίγο. Τόσο, όσο κρατά ένα νοσταλγικό, μελαγχολικό, ερωτικό τραγούδι. Ενα «Φάδο». Πάμε;
Περιδιαβαίνοντας τα τείχη, τη ματιά μας την τραβούσαν πότε οι γραφικές συνοικίες της μεγαλούπολης, πότε το λιμάνι με τα ψηλά κατάρτια των πλοίων και τους αναρίθμητους γλάρους και πότε ο μακρινός ορίζοντας που οδηγούσε στον απέραντο Ατλαντικό Ωκεανό.
Οταν τελείωσε το τραγούδι της, η κυρία σηκώθηκε, με ένα ευγενικό χαμόγελο, ανταπέδωσε το χειροκρότημα και αποχώρησε με αριστοκρατικό τρόπο. Δε ζήτησε χρήματα, απλώς τραγούδησε για δική της ευχαρίστηση και ίσως γι' αυτό η όλη σκηνή να ήταν τόσο αυθεντική και μοναδική.
«Υπάρχουν Λισαβόνες ημιτελείς, πόλεις που φτιάχνονται μέσα μας», έγραφε κάποτε ο Σάντος Νούνο.
Ισως αυτή η φράση να δίνει με τον πιο εύστοχο τρόπο τα αισθήματα που κυριεύουν τον επισκέπτη αυτής της ατμοσφαιρικής πόλης. Η Λισαβόνα δε σου αποκαλύπτεται εύκολα. Πρέπει να ψάξεις, να περιπλανηθείς στα στενά ανηφορικά δρομάκια της Αλφάμα, στα μικρά και γραφικά ταβερνάκια με τους ντόπιους να συζητάνε ζωηρά, τρώγοντας - τι άλλο; - ψάρια και τεράστιες γαρίδες. Παρατηρώντας τα σκαμμένα τους πρόσωπα, σου δίνουν την εντύπωση των απόμαχων πια και δοξασμένων θαλασσοπόρων.
Ανηφορίζοντας την παλιά μαυριτάνικη γειτονιά της Αλφάμα, με τα μικρά σπιτάκια και τα λουλούδια στα μπαλκόνια, ο νους εύκολα ερχόταν στη δική μας Πλάκα και στα πανέμορφα Αναφιώτικα.
Κάθε λίγο σταματάγαμε και θαυμάζαμε τα υπέροχα εντοιχισμένα ζωγραφιστά πλακάκια, τα ξακουστά Αζουλέχο, κι αυτά κατάλοιπα των Μαυριτανών, που συνέχισαν βεβαίως οι Πορτογάλοι. Εδώ η φαντασία διαδραματίζει το ρόλο του ακαταμάχητου πρωταγωνιστή. Η ποικιλία των θεμάτων και των χρωμάτων σε συνεπαίρνει.
Παρατηρώντας τα μικρά αυτά έργα τέχνης, δεν αργήσαμε να δρασκελίσουμε την πύλη του κάστρου του Αγίου Γεωργίου, που βρισκόταν στην κορυφή του λόφου. Από δω η θέα ήταν υπέροχη. Στα πόδια μας, η Λισαβόνα με τις κεραμοσκεπές της παλιάς πόλης, πιο πέρα ο χιλιοτραγουδισμένος Τάγος να κυλά ήρεμα προς τον ωκεανό. Η προβλήτα με τον πύργο του Μπελέμ δεν ήταν μακριά. Από δω ξεκινούσε όλη η δόξα των Πορτογάλων, των σκληροτράχηλων θαλασσοπόρων, που διαπλέοντας τους ωκεανούς έφεραν τ' όνομά της στα πέρατα της οικουμένης.
Σε κάποια στιγμή, τον απόηχο της πόλης και τα κρωξίματα των γλάρων έσπασε ένα τραγούδι. Πλησιάσαμε γρήγορα προς το σημείο που ακουγόταν η μελωδία.
Μια μεσόκοπη κυρία, καθισμένη στο τείχος, φορώντας ένα υπέροχο σάλι, τραγουδούσε ένα μελωδικότατο fado - τα παραδοσιακά τραγούδια της Πορτογαλίας - με μοναδικό τρόπο, χωρίς τη συνοδεία μουσικού οργάνου, δείχνοντας σε τι ύφος και χρώμα μπορεί να φθάσει η ανθρώπινη φωνή.
Πράγματι, η στιγμή ήταν από αυτές που δε συναντάς συχνά. Από αυτές που σε απογειώνουν. Ολο το πνεύμα της Πορτογαλίας ήταν μπρος μας. Τα λόγια αποδείχτηκαν πολύ φτωχά και αδύναμα να περιγράψουν την εικόνα. Η δυστυχία είναι πως αυτές οι στιγμές φεύγουν, δεν επαναλαμβάνονται, δεν επανέρχονται.
Γρήγορα σχηματίστηκε γύρω ένας κύκλος, που όλο μεγάλωνε, από διαβάτες που άκουγαν σιωπηλοί και εκστασιασμένοι.
Στο τραγούδι ακουγόταν συχνά η λέξη Lisboa (Λισαβόνα) και, όπως μας εξήγησε αργότερα ένας ακροατής, ήταν τραγούδι αποχαιρετισμού των ναυτικών προς την πόλη της Λισαβόνας, τις ομορφιές της και σε κάποια όμορφη κοπέλα. Και, αληθινά, από τη γλυκιά μελωδία, έβγαινε μια νοσταλγία και μια μελαγχολία μοναδική.
Σε λίγο ο κόσμος σκόρπισε - ο καθένας με τις σκέψεις του - όμως, η ευγενική φιγούρα με τη μελωδική φωνή σίγουρα θα κυριαρχούσε στην καρδιά του καθενός.
Τα μαύρα σύννεφα που βάρυναν τον ουρανό, σε λίγο, έφεραν μπόρα - λες και μέχρι τότε περίμεναν να τελειώσει το τραγούδι - και μας ανάγκασαν να βρούμε καταφύγιο.
Για την επιστροφή - ίσως και λόγω του καιρού - αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα μικρά πολύχρωμα και γραφικά τραμ που δίνουν στην πόλη έναν τόνο μοναδικό.
Στην αναζήτηση, εξάλλου, του πνεύματος της Λισαβόνας, μετά τις μοναδικές μουσικές στιγμές του fado, απαραίτητο ήταν να βρούμε τα ίχνη του λάτρη της πόλης και μεγάλου συγγραφέα Fernando Pessoa.
Στο καφέ όπου σύχναζε και πολλές φορές έγραφε, ίσως να συναντούσαμε κάποιον από τους εβδομήντα τρεις ετερώνυμούς του να κάθεται δίπλα από το μπρούντζινο άγαλμά του.
Και τότε ακόμα ήταν σίγουρο ότι δε θα είχαμε μπει στο πνεύμα και την ατμόσφαιρα αυτής της μαγευτικής πόλης.
Είχαμε ακόμα μακρύ δρόμο να διανύσουμε.
Από το βιβλίο «Ταξιδιωτικές στιγμές» του Λευτέρη Μονοκρούσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου