7 Αυγ 2012

Το... μπαλόνι!


Το... μπαλόνι!
Γρηγοριάδης Κώστας
1946. «Λευκή» αγγλοφασιστικο-βασιλική τρομοκρατία! Με τους γονιούς μου, πρώην ΕΑΜίτες, παράνομους, διαφεύγοντας την τελευταία στιγμή πριν τη «συμφωνία της Βάρκιζας», μέναμε στο Νέο Ηράκλειο Αττικής. Με χίλια βάσανα ήρθαμε από τα Φιλιατρά Μεσσηνίας εδώ. Μ' ολόκληρη Οδύσσεια! Ξεχωριστά. Πρώτα ήρθε ο πατέρας, πρώην υπεύθυνος της ΕΠΟΝ, έπειτα Λαϊκός Επίτροπος, σε Λαϊκό Ειρηνοδικείο, που συνεδρίαζε περιφρουρούμενο από ΕΛΑΣίτες, σε μια άκρη των Φιλιατρών, κοντά στον ελαιώνα της «χειρομύλας», κάτω από τη μύτη των γερμανοναζίδων, και έπειτα υπεύθυνος του ΕΑΜ Φιλιατρών. Τον χτύπησαν άγρια οι «χίτες», παραλίγο να τον σκοτώσουν, στα Φιλιατρά, βράδυ παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ξημερώνοντας 1945. Αφού τον άρπαξαν απ' το σπίτι μας! Επειτα ήρθαμε εδώ, εγώ με τη μητέρα μου. Σαν μας απείλησαν και μας, και μας είπαν πως θα μας σκοτώσουν! Ηρθαμε όλοι μας, ξεφεύγοντας τα «μπλόκα» των φασιστών, το δρόμο προς Αθήνα, και στον Ισθμό της Κορίνθου. Ολων εκείνων των συνεργατών των κατακτητών που βασάνιζαν, χτυπούσαν και σκότωναν όπως τότε με τους γερμανοναζί και τώρα με τους Εγγλέζους!
Δωματιάκι 3X5 ισόγειο, μονοκατοικίας ήτανε το σπιτάκι μας. Ενα καμπινεδάκι τόσο δα, 2X2 κοινόχρηστο με άλλους, με πήλινη λεκάνη από κοκκινόχωμα, βρισκόταν έξω από το σπίτι. Στην αυλή, 30 μέτρα μακριά μας. Οι σπιτονοικοκύρηδες, κι αυτοί ένα ανδρόγυνο μ' ένα αγόρι 5 χρόνια μεγαλύτερό μου, μένανε σε τρία μεγαλύτερα ισόγεια δωμάτια, κολλητά στο δικό μας δωματιάκι. Τετράχρονος ήμουνα μα τα καταλάβαινα σχεδόν όλα: Τους γονιούς μου τους κυνήγησαν, γιατί πάλεψαν για λευτεριά, τους κατακτητές μας. Οπως όλους τους επιζήσαντες ήρωες - αγωνιστές της ιταλο-βουλγαρο-γερμανικής φασιστικής κατοχής! Η μητέρα μου δούλευε εργάτρια σε εργοστάσιο «καλτσάδικο» στη Νέα Ιωνία Αττικής.
Ο πατέρας μου, φοιτητής της Νομικής, «ελεύθερος εργάτης» στον Πειραιά, ξεφορτώνοντας πλοία, με κάρβουνα, θειάφι, σίδερα, ξύλα κ.λπ., όταν δεν έφταναν τα εργατικά χέρια των «μόνιμων» εργατών του ΟΛΠ. Τα χρήματα ελάχιστα, με το ζόρι, κόβοντας απ' την τροφή μας, πήραμε στην αρχή δυο ξυλοκρέβατα, μ' αχυρένια στρώματα. Επειτα 3 καρέκλες κι ένα τραπέζι, μια γκαζιέρα, μια κατσαρόλα και 3-4 πιάτα και μαχαιροπίρουνα, όλα κι όλα τα έπιπλα και τα σκεύη μας. Εμένα, όταν δούλευαν τα πρωινά, με κλείδωναν μέσα στο δωματιάκι μας. Εκεί έπαιζα μόνος μου με άδεια κουτιά από τσιγάρα, μια άδεια κουβαρίστρα και 2 άδεια κουτιά από γάλα εβαπορέ. Ξύπναγα το πρωί και οι γονείς μου έλειπαν στη δουλειά. Κι εγώ κλειδωμένος μέσα. Ντυνόμουν, έτρωγα το φτωχικό πρωινό, κι έπειτα μεσημεριανό, κρύα και τα δύο που μου είχαν αφήσει στο τραπέζι, πάνω σκεπασμένα, για να μην τα τρώνε οι μύγες, που πετούσαν άφθονες γύρω.
Οι ώρες στη «φυλακή» δωματίου μας 12 με 14 ατέλειωτες, βασανιστικές, περιμένοντας τους δικούς μου. Πότε πότε κόλλαγα τα μάτια μου στο τζάμι της πόρτας και κοίταζα αχόρταγα έξω, την αυλή. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κάθε τόσο ερχόταν ο συνομήλικός μου ο Γιαννάκης, γειτονόπουλο και φίλος μου, γιος καπετάνιου του ΕΛΑΣ. Ο πατέρας του στο σανατόριο! Από τις κακουχίες, φθισικός στο τελευταίο στάδιο! Πέθανε αργότερα.
Ο Γιαννάκης λοιπόν με... κορόιδευε, που δεν παίζαμε μαζί. Κολλούσε το πρόσωπό του στο έξω τζάμι της εξώθυρας και μου φώναζε τραγουδιστά δυνατά:
-- Είσαι φυλακή, είσαι φυλακή! Δεν μπορείς να βγεις, δεν μπορείς να βγεις! Είσαι κλειδωμένος - είσαι κλειδωμένος...!
Εγώ θύμωνα πολύ τότε. Λυσσούσα. Μ' έπιανε «αμόκ», του φώναζα κλαίγοντας:
-- Φύγε, φύγε. Χτυπούσα με δύναμη το χέρι μου στο τζάμι. Κι ο Γιαννάκης τρομαγμένος, έφευγε τότε, για να έρθει την άλλη μέρα και την παράλλη... δριμύτερος! Δυο φορές χτυπώντας λυσσασμένα το τζάμι της εξώπορτας αυτής το έσπασα. Και κόπηκα άσχημα. Με βρήκε η μάνα μου, που γύρναγε πρώτη, μες στα αίματα, να κλαίω για ώρες. Και τόσο πολύ θύμωσε που μου τις ...έβρεξε κιόλας σαν μου έδεσε την πληγή, φωνάζοντας μες στην απελπισία της. Δημοκρατία δεν είχαμε, γιατί αν χτυπούσε η πόρτα σου πρωί πρωί ήξερες πως δεν ήτανε ο ...γαλατάς, αλλά ο χωροφύλακας να σε συλλάβει.
Ετσι και σε μας, ένα χάραμα, χτύπησε η πόρτα:
-- Εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων. Ανοίξτε, η Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή σας ζητά!
-- Ανοίγω... περιμένετε, φώναξε απ' το κρεβάτι ο πατέρας μου, που κατάλαβε.
Σηκώθηκε, άναψε τον αναπτήρα του, και μ' αυτόν το φιτίλι της λάμπας του πετρελαίου, και άνοιξε. Μπήκε ένας όχι τόσο άγριος χωροφύλακας, λέγοντας δικαιολογίες:
-- Τo καθήκον μου κάνω!Ετσι έχω διαταγές! Είσαι ο Σταύρος Κοκκινέας; Την ταυτότητά σου.
Ο πατέρας μου του 'δωσε τη χαρτονένια ταυτότητά του λέγοντας:
-- Εγώ είμαι.
Ο χωροφύλακας έριξε μια ματιά στην ταυτότητα. Βεβαιώθηκε. Επειτα λέει:
-- Ετοιμάσου, φεύγουμε!
Η μητέρα μου σηκωμένη απ' το κρεβάτι κι αυτή μαζί με τον πατέρα μου, χωρίς μιλιά, έριξε κάτι πάνω της, άναψε την γκαζιέρα να ψήσει καφέ, λέγοντας:
-- Να ψήσω ένα καφέ; Πώς τον πίνετε; ρωτά τον χωροφύλακα.
-- Οπως να 'ναι, απαντά αυτός.
Μετά τον καφέ έφυγαν με τα πόδια για τα κρατητήρια της Ασφαλείας στη Νέα Ιωνία. Ο πατέρας μου κρατώντας το μπογαλάκι του με τ' απαραίτητα. Ο χωροφύλακας μ' ακουμπισμένο το δεξί του χέρι πάνω στο περίστροφό του, μέσα στη θήκη του, που ήτανε περασμένη στο ζωστήρα του δεξιά.
* * *
Περάσανε τρεις μέρες μ' αγωνία. Η μητέρα μου τις μέρες αυτές δεν πήγε στη δουλειά. Από την πρώτη στιγμή που έφυγε ο πατέρας, με πήρε από το χέρι. Πήγαμε στην Ασφάλεια. Ζητήσαμε να δούμε τον πατέρα, αλλά μας έδιωξαν άγρια.
Κατεβήκαμε στην Αθήνα, με το κίτρινο λεωφορείο της Αγγλικής «Πάουερ» που έκανε τη συγκοινωνία. Γυρνούσαμε σε κάθε συγγενή, γνωστό ή φίλο που μπορούσε να μας βοηθήσει. Να μας ενημερώσει. Να δούμε τι θα κάνουμε, για να λευτερωθεί ο πατέρας!
Πάμε και σε βουλευτές της περιοχής μας. Ζητάμε ακρόαση. Παίρνουμε υποσχέσεις. Λόγια καθησυχαστικά. Ορμήνιες και γνώμες. Αλλά τ' αποτελέσματα; Τίποτα!
Η μητέρα μου φώναζε όλο αγανάκτηση, παραπονιόταν κι έλεγε:
-- Μα τι έκαναν και τους φυλακίζουνε, τους κυνηγούνε, τους βασανίζουνε, τους εξορίζουν, τους σκοτώνουν; Επειδή πάλεψαν, πολέμησαν, έκαναν τα πάντα παίζοντας τη ζωή τους κορόνα-γράμματα, για να λευτερωθούμε και επέζησαν; (είχαν το ...θράσος να επιζήσουν, βλέπετε).
Την έπνιγε το δίκιο! Και κάθε τόσο κατέβαινε, με άλλες γυναίκες αγωνιστών, κλειδώνοντάς με στο σπίτι, στην Ασφάλεια της Νέας Ιωνίας. Για να δουν τον πατέρα. Τους άλλους αγωνιστές. Να φωνάξουν, ν' απαιτήσουν τη λευτεριά τους, να δώσουν μια μπουκιά ψωμί, ένα τσιγάρο, ένα ρούχο, κάτι, στους φυλακισμένους μ' αδικία. Να τους δουν, έστω για λίγο! Να τους δώσουν θάρρος, παίρνοντας θάρρος και οι ίδιες!
Την Τρίτη μέρα μετ' απ' όλα αυτά, το απογευματάκι κατακουρασμένοι πήγαμε σπίτι. Δεν προλάβαμε να καλοφάμε το φτωχικό μας και το σπίτι μας γέμισε γνωστούς, συγγενείς, φίλους! Ηρθαν για να μας δώσουν κουράγιο, να μας συμπαρασταθούν, να μας βοηθήσουν! Εμένα μου φέραν μερικές καραμέλες «τσάρλεστον», μια σοκολάτα και ένα... μπαλόνι! Το μπαλόνι μου το 'φερε μια θεία μου. Πρωτοξαδέλφη της μητέρας μου. Πρώτη φορά έβλεπα κι είχα μπαλόνι!
Ενα μπαλόνι κόκκινο μεγάλο. Με το μπαλόνι έκανα χαρά, ξέχασα για λίγο την πίκρα για τον πατέρα, την αγωνία μου, το φόβο μου! Το 'παιξα λίγο. Επειτα, σαν κουράστηκα, τ' άφησα σε μια γωνία, πίσω από την πόρτα και το καμάρωνα. Το θαύμαζα. Τ' αγαπούσα, το λάτρευα!
Ξαφνικά μ' ένα βρόντο ανοίγει διάπλατα η πόρτα. Μπαίνει σαν σίφουνας μέσα ο πατέρας μ' ανείπωτη χαρά!
Κρατούσε τον μπόγο του, περασμένο στο μπράτσο του. Πέφτει στην αγκαλιά της μητέρας. Φιλιά. Αγκαλιές. Ενθουσιασμός, φωνές, γέλια. Σε μια στιγμή του λέει η μητέρα μου:
-- Αφησε κάτω τον μπόγο σου. Τι τον κρατάς έτσι;
Ο πατέρας αμέσως με μια κίνηση αφήνει τον μπόγο του να πέσει με δύναμη κάτω. Μα ο μπόγος πέφτει πάνω στο μπαλόνι μου και το σπάζει μ' ένα δυνατό «μπαμ». Βλέποντας αυτή την ...καταστροφή εγώ βάζω τα κλάματα! Αγρια κλάματα. Μ' αναφιλητά.
Τα χάσανε όλοι. Κάποιος λέει:
-- Γιατί κλαίει έτσι το παιδί;
-- Θα κλαίει από τη χαρά του, που ήλθε ο πατέρας του, είπε άλλη.
Τότε μπόρεσα να ψελλίσω μέσα στο κλάμα μου εγώ:
-- Το μπαλόνι μου... το μπαλόνι μου...
-- Βρε ο πατέρας σου ήρθε και συ κλαις για το ...μπαλόνι σου;
-- Ναι, ναι, το μπαλόνι μου, λέω εγώ και κλαίω απαρηγόρητα...
Και θα έκλαιγα μέχρι ...τώρα αν η θεία μου δε μου 'λεγε:
-- Σώπα Μην κλαις! Θα σου πάρω άλλο. Καλύτερο!
Αμέσως τότε, με τη σκέψη αυτή, παρηγορήθηκα! Σταμάτησα το κλάμα. Αγκαλιάστηκα και εγώ με τον πατέρα μου. Αυτός με σήκωσε ψηλά και με γέμισε φιλιά και αγκαλιές.
Τότε ξέχασα το μπαλόνι! Μα το θυμήθηκα μετά. Και το περίμενα να μου το ξαναφέρει η θεία, όπως μου το υποσχέθηκε. Μα το μπαλόνι αυτό δεν μου το 'φερε ποτέ. Και ακόμα το... περιμένω!
Ο πατέρας μου μας εξήγησε μετά ότι είναι μαζί μας γιατί ενδιαφέρθηκε γι' αυτόν ένας θείος του Μανιάτης, βουλευτής, γέρος και ακροδεξιός που ...έφτυνε κι έπαιζε... καρεκλιές μέσα στη Βουλή με τους αντιπάλους του!
Μα τον πατέρα μου τον αγαπούσε σαν εγγονό του κι ας ήταν ΕΑΜίτης. Γιατί δεν είχε παιδιά άλλα, κι εγγόνια, και του 'χε αδυναμία...
Την επόμενη φορά, μετά από μήνες, που έπιασαν χαράματα πάλι στο σπίτι τον πατέρα μου, τον εξαφάνισαν! Οπως κι όλους τους άλλους συναγωνιστές του εκείνη τη μέρα.
Το έκαναν αυτό για να τους πάνε φυλακή κι εξορία, χωρίς να το ξέρουμε πού είναι, για να μην τους βοηθήσουν πάλι βουλευτές και πολιτικά μέσα!
Μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία...

Βιογραφικό Του Τίτου ΚΟΚΚΙΝΕΑ
Ο Τίτος Κοκκινέας (Δήμος Ζευγολάτης) γεννήθηκε το 1942 στο «Μερολίθι» Φιλιατρών Μεσσηνίας. Από κει, 4 χρόνων, η οικογένειά του αυτοεξορίστηκε στο Ηράκλειο Αττικής στην παρανομία, επειδή ο πατέρας του Τίτος Αινείας (Σταύρος Κοκκινέας), ως υπεύθυνος του ΕΑΜ Φιλιατρών, κυνηγήθηκε για την αντιστασιακή του δράση. Εκεί «έχασε» τη μητέρα του το 1951, στα 9 του χρόνια. Βγήκε στη βιοπάλη στα 13 του χρόνια. Στο εργοστάσιο, στο εργαστήρι ή στο κατάστημα μοχθούσε από τότε ολημερίς. Τα βράδια πήγαινε στο Νυχτερινό Γυμνάσιο, παράλληλα άρχισε από 14 χρόνων να γράφει, στο «Για σας και το παιδί σας», «Διάπλαση των παίδων», «ΦΙΛΙΑΤΡΑ», «Μεσσηνιακά Νέα», «Προς τη νίκη», «Παιδική χαρά», «Ζωή του παιδιού», «Ερυθρός Σταυρός», «Φαντασία», κ.ά.
Για δεκαπέντε χρόνια έγραφε στο «Ρομάντζο» κάθε βδομάδα την παιδική σελίδα με λαϊκά παραμύθια, ιστορίες λαογραφικές, αινίγματα, κλπ. Το 1962 έγινε μέλος των «Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών». Εδώ και 30 περίπου χρόνια είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ έχει εκλεγεί στο ΔΣ της πολλές φορές ως ταμίας, έφορος, κλπ. Εχει γράψει αρκετά βιβλία διηγημάτων, χρονογραφικών ποιημάτων, παραμυθιών, λαογραφικά κλπ., μεταξύ των οποίων: «Το σούρουπο οι ίσκιοι μακραίνουν» (1961), «Στάση ο Ζέφυρος» (1971), «Λαϊκά παραμύθια ελληνικά» (1963), «Παραμύθια του λαού μας» (1974), «Θα 'βρεχε» (1976), «Εύθυμα ελληνικά λαϊκά παραμύθια» (1978-79), Ποιητικά (1981), Χρονογραφικά (1983), «Του λαού και του τόπου» (1985), «Στο μέλλον μας» (1987) κ.ά. κι έχει πολλή ανέκδοτη δουλειά.
Συνταξιούχος σήμερα, για 40 χρόνια βοηθός συμβολαιογράφου, ιδρυτικό μέλος μετά τη χούντα ξανά του Σωματείου Συμβολαιογραφοϋπαλλήλων, του Συλλόγου των «Απανταχού Σαϊδωνιτών» του κόκκινου ηρωικού, πρώτου στην Αντίσταση χωριού της Μάνης και άλλων Συλλόγων και Συνδικαλιστικών Σωματείων. Ιδρυτικό μέλος -πρώτος πρόεδρος στο Βύρωνα Αττικής των Απογόνων και Φίλων της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, σήμερα γραμματέας της ΠΕΑΕΑ Βύρωνα, ιδρυτικό μέλος και στέλεχος της Αγωνιστικής Πανδημοκρατικής Ενότητας Λογοτεχνών-Συνεργαζομένων (ΑΠΕΛ-Σ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ